Στις 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ., οι δυνάμεις του Οκταβιανού συγκρούστηκαν με τις ηνωμένες δυνάμεις του Μάρκου Αντωνίου και της βασίλισσας της Αιγύπτου Κλεοπάτρας στο Άκτιο, κοντά στο στόμιο του Αμβρακικού κόλπου. Το τέλος της περίφημης ναυμαχίας του Ακτίου θα βρει τον νεαρό ανιψιό του Ιουλίου Καίσαρα θριαμβευτή και το περίφημο ζεύγος των αντιπάλων του να καταφεύγει στην Αίγυπτο. Η νίκη του Οκταβιανού σηματοδοτεί μια κοσμοϊστορικής σημασίας τομή για την εξέλιξη του αρχαίου κόσμου. Θέτοντας οριστικά τέλος στους αιματηρούς ρωμαϊκούς εμφυλίους πολέμους, ο Οκταβιανός καθίσταται ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος εκφραστής της ρωμαϊκής εξουσίας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 27 π.Χ., θα του απονεμηθεί από τη Σύγκλητο της Ρώμης ο τίτλος του Αυγούστου (Augustus-Σεβαστός), ο οποίος εμπεριείχε θρησκευτικούς υπαινιγμούς. Οι εύστοχοι χειρισμοί του με ομάδα αφοσιωμένων συνεργατών θα οδηγήσουν στην εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Για να τιμήσει τη νίκη του στο Άκτιο και τις βαρύνουσες συνέπειές της, ο Αύγουστος, ακολουθώντας μια μακρά ελληνιστική παράδοση, θα ιδρύσει μια νέα πόλη, τη Νικόπολη, το όνομα της οποίας θα αποτελεί αιώνια ανάμνηση της επικράτησής του. Η Νικόπολη ιδρύεται σύμφωνα με την πρακτική του συνοικισμού, στην εύφορη πεδιάδα μεταξύ του Αμβρακικού κόλπου και των ηπειρωτικών ακτών του Ιονίου πελάγους. Ακολουθώντας τις αρχές της ελληνιστικής και ρωμαϊκής πολεοδομικής οργάνωσης, η Νικόπολη οικοδομείται σύμφωνα με ένα ορθογώνιο πολεοδομικό σύστημα και σταδιακά κοσμείται με όλα εκείνα τα οικοδομήματα που αρμόζουν σε μια ρωμαϊκή πόλη, όπως θα τα περιγράψει αργότερα κατά την περιοδεία του σε πόλεις της νότιας Ελλάδας ο περιηγητής Παυσανίας, τον 2ο αι. μ.Χ., περίοδο ακμής των πόλεων του Ελλαδικού χώρου.

Η Νικόπολη διέθετε οχυρωματικό περίβολο, οργανωμένες νεκροπόλεις, υδραγωγείο, μνημειώδεις θέρμες, θέατρο, ωδείο, γυμνάσιο και στάδιο. Στον λόφο που δεσπόζει στα βορειοανατολικά της πόλης, ο Αύγουστος ανήγειρε μεγαλειώδες μνημείο της νίκης του, στο σημείο που είχε στήσει το στρατηγείο τους μήνες που προηγήθηκαν της τελικής σύγκρουσης στο Άκτιο (εικ. 1).

Η Νικόπολη άνθησε κατά την Αυτοκρατορική περίοδο ως σημαντικό οικονομικό, εμπορικό και κοινωνικό κέντρο, αποτελώντας μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του ελλαδικού χώρου κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Στη Νικόπολη τελούνταν τα Άκτια, περίφημοι αθλητικοί αγώνες, καθιστώντας κάθε τέσσερα χρόνια την πόλη που ίδρυσε ο Οκταβιανός επίκεντρο ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Στον 5ο αι. μ.Χ., η αυξανόμενη απειλή επιδρομών θα οδηγήσει στη συρρίκνωση της οχυρωμένης έκτασης της πρωτοβυζαντινής πλέον Νικόπολης, η οποία θα συνεχίσει, ωστόσο, να αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής ζωής και έδρα επισκόπου, όπως επιβεβαιώνει άλλωστε το πλήθος των βασιλικών και των πολυτελών ιδιωτικών επαύλεων (εικ. 2). Μετά την οριστική εγκατάλειψή της κατά τον 11ο αιώνα, η πόλη δεν θα επανακατοικηθεί. Τα κατάλοιπα των επιβλητικών κτηρίων της θα συνεχίσουν, ωστόσο, να είναι ορατά έως και τα τέλη του 19ου αιώνα, όπως μαρτυρούν οι περιγραφές, τα σχέδια και οι ακουαρέλες των Ευρωπαίων περιηγητών της εποχής.

Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες θα λάβουν χώρα αμέσως μετά την ενσωμάτωση της περιοχής στο ελληνικό κράτος, το 1913, με την ανάθεση των ανασκαφών από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία στον Έφορο Αρχαιοτήτων Αλέξανδρο Φιλαδελφέα. Το έργο του θα προσανατολιστεί στα μνημειώδη κατάλοιπα της παλαιοχριστιανικής πόλης και θα προσφέρει μια πρώτη εικόνα για τη διαμόρφωση και την ιστορία της.

Συστηματικότερες υπήρξαν οι έρευνες της δεκαετίας του 1990 και του 2000, οι οποίες οδήγησαν στην αποκάλυψη, τη μελέτη και την ανάδειξη σημαντικών τμημάτων της πόλης, αλλά και στη δρομολόγηση ενός master plan για τη διαμόρφωση, οργάνωση και διαχείριση του εκτεταμένου ερειπιώνα, ως ενιαίου αρχαιολογικού πάρκου. Κατά την περίοδο αυτή, ανασκάφηκαν και μελετήθηκαν ενδελεχώς μνημεία όπως οι νεκροπόλεις της Νικόπολης, το Μνημείο της νίκης του Αυγούστου, το Θέατρο, το Ωδείο καθώς και πολυτελείς ιδιωτικές επαύλεις και χριστιανικές βασιλικές της Ύστερης Αρχαιότητας. Έγινε, επίσης, δυνατή η συνολική αποκατάσταση του αστικού σχεδιασμού με αποτέλεσμα να ανακτηθεί η πολεοδομική εικόνα της πόλης, το μέγεθός της, καθώς και η διαμόρφωσή της.

Παρά την αλματώδη πρόοδο των ερευνών κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο σημαντικότερος ίσως δημόσιος χώρος της πόλης, η Αγορά, παρέμενε άγνωστος, τουλάχιστον ανασκαφικά. Οι Αγορές ή τα Fora των ελληνικών πόλεων της Αυτοκρατορικής περιόδου αποτελούν το κέντρο του πολιτικού και δημόσιου βίου της πόλης. Αποτελούν τον κύριο χώρο έκφρασης της αυτοκρατορικής εξουσίας και φιλοξενούν τα κύρια δημόσια κτήρια της πόλης (curiae, βασιλικές, λουτρά, ναούς των κύριων θεοτήτων της κάθε πόλης και της Καπιτωλιακής τριάδας), καθώς και τα σχετικά με την αυτοκρατορική λατρεία οικοδομήματα. Συνήθως, σε άμεση σχέση με την Αγορά εντοπίζονται και χώροι οικονομικού και εμπορικού ενδιαφέροντος, όπως εμπορικά καταστήματα και εξειδικευμένες αγορές (macellum).

Όσον αφορά συγκεκριμένα τη Νικόπολη, τα μόνα έμμεσα στοιχεία ως προς την ύπαρξη και τη θέση της Αγοράς αποτελούσαν για χρόνια ένα τμήμα επιγραφής το οποίο αναφέρεται σαφώς στην Αγορά της Νικόπολης καθώς και ορισμένα αποσπασματικά τμήματα γλυπτών. Η θέση της είχε προσδιοριστεί με βάση τον γενικότερο πολεοδομικό σχεδιασμό και τη κατεύθυνση των κύριων οδικών αρτηριών (decumanus maximus και cardo maximus), δεν είχε, ωστόσο, επιβεβαιωθεί ανασκαφικά.

Το πενταετές πρόγραμμα «Συστηματική ανασκαφή της Αγοράς (Forum) της Νικόπολης», το οποίο εγκαινιάστηκε με την ανασκαφική περίοδο του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2023, υπό τη διεύθυνση του υπογράφοντα, προτάσσει ως στόχο τη λεπτομερή μελέτη της διαμόρφωσης, του χαρακτήρα και της ιστορικής εξέλιξης της Αγοράς της Νικόπολης και των επιμέρους μνημείων της. Το πρόγραμμα υλοποιείται με την ευγενική χορηγία της Βουλής των Ελλήνων και χάρη στην προσωπική μέριμνα του Προέδρου της Βουλής, Κωνσταντίνου Τασούλα. Την τεχνική υποστήριξη και διαχείριση του έργου έχει αναλάβει η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία υπό την επωνυμία Πρωτοβουλία Πολιτών «Εύτυχος».

Όπως αποδείχθηκε ήδη κατά την πρώτη ανασκαφική περίοδο, η έρευνα στο κέντρο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής της πόλης δύναται να εμπλουτίσει σημαντικά τις γνώσεις μας γύρω από την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία του αστικού δημόσιου χώρου της Ρωμαϊκής περιόδου, ενώ θα επιτρέψει την ανασύνθεση του μνημειακού κέντρου της Νικόπολης και την ένταξή της στο γενικότερο master plan της ενοποίησης του αρχαιολογικού χώρου.

Στο πλαίσιο του εν λόγω πενταετούς προγράμματος προβλέπεται η μελέτη του χώρου της Αγοράς, η οποία ανοίγεται στα δυτικά του ρωμαϊκού Ωδείου, καθώς και η ανασκαφική έρευνα διάφορων οικοδομημάτων τα ερείπια των οποίων σχετίζονται άμεσα με την Αγορά, την οποία και οριοθετούν. Οι ανασκαφικές εργασίες του 2023 επικεντρώθηκαν σε ένα οικοδόμημα τετραγωνικής κάτοψης, δυτικά του ωδείου, τα κατάλοιπα του οποίου σώζονταν ανέκαθεν σε ικανό ύψος (εικ. 3). Η ανασκαφή τόσο στην περιφέρεια του κτηρίου όσο και σε τμήμα του εσωτερικού του απέφερε πλήθος ευρημάτων και οδήγησε σε σημαντικά συμπεράσματα σχετικά με τη διαμόρφωση της Αγοράς και τον χαρακτήρα του κτηρίου (εικ. 4). Πιο συγκεκριμένα, η διερεύνηση του εξωτερικού χώρου έφερε καταρχάς στο φως τμήμα πλακόστρωτου δαπέδου το οποίο σε συνάφεια με τα ερείπια κτηρίων προς δυσμάς, η έρευνα των οποίων προγραμματίζεται για το τρέχον έτος, θα πρέπει να αποδοθεί στην υπαίθρια πλατεία της Αγοράς. Επιπλέον, εντοπίστηκαν τουλάχιστον δύο άγνωστα έως σήμερα προσκτίσματα στα νότια και βόρεια του κυρίως κτηρίου. Τέλος, παρατηρήθηκε ότι το εν λόγω οικοδόμημα βρίσκεται κατά μήκος του χείλους ενός φυσικού ανδήρου. Η παραπάνω παρατήρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς υποδεικνύει διάρθρωση του χώρου της Αγοράς σε δύο διακριτά επίπεδα, διαμόρφωση που παραπέμπει σε γνωστά από την Αυτοκρατορική περίοδο παραδείγματα αγορών που διαθέτουν μια «άνω» και μια «κάτω» αγορά (βλ. Κόρινθο, Φιλίππους) (εικ. 5).

Η εξερεύνηση του καθαυτό κτηρίου απεδείχθη εξίσου πλούσια σε ευρήματα. Αποκαλύφθηκε, αρχικά, το μνημειώδες πρόπυλο πέντε αναβαθμών στα δυτικά, που αποτελεί και τη μοναδική πρόσβαση στο κτήριο από τον υπαίθριο χώρο της Αγοράς. Παρά την αποσπασματική του κατάσταση, γίνονται πλήρως κατανοητά τόσο ο μνημειακός του χαρακτήρας όσο και η ποιότητα κατασκευής του (εικ. 6). Η αρχιτεκτονική διακόσμηση των εξωτερικών όψεων του κτηρίου πρέπει να ήταν, επίσης, ιδιαίτερα επιβλητική, όπως προκύπτει από το πλήθος και την ποικιλία των αρχιτεκτονικών μελών και γλυπτών που ανευρέθηκαν κατά τις εργασίες. Οι εξωτερικές όψεις φαίνεται να έφεραν πλούσιες ορθομαρμαρώσεις, με ζώνες επενδυμένες με πλάκες πολύχρωμου μαρμάρου.

Εξίσου εντυπωσιακά αλλά και ουσιώδη για την αποκατάσταση της ιστορικής εξέλιξης του μνημείου ήταν και τα αποτελέσματα της ανασκαφής στο εσωτερικό του κτηρίου. Οι τομές που πραγματοποιήθηκαν στη βορειοανατολική εσωτερική γωνία του κτηρίου έφεραν καταρχάς στο φως τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου, το οποίο θα πρέπει να διακοσμούσε ολόκληρο το δάπεδο του κτηρίου, συνολικής έκτασης 350 τετραγωνικών μέτρων. Το ανασκαφέν τμήμα φέρει γεωμετρικά διακοσμητικά μοτίβα με ασπρόμαυρες ψηφίδες και διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση. Απροσδόκητη ήταν η ανακάλυψη, επί του ψηφιδωτού δαπέδου, μιας τεχνητής και ικανού ύψους επίχωσης, η οποία σφραγίζεται από ένα δεύτερο δάπεδο, αυτή τη φορά κατασκευασμένο από αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση και θραύσματα μαρμάρινων πλακών. Τα επάλληλα δάπεδα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη δύο κύριων οικοδομικών φάσεων, μιας πρώτης, που συνδέεται με το ψηφιδωτό, και μιας δεύτερης, κατά την οποία κατασκευάζεται το δεύτερο, υπερυψωμένο δάπεδο. Τα επιμέρους ευρήματα καθώς και τα νομισματικά δεδομένα δείχνουν ότι οι δύο φάσεις ανήκουν κατά πάσα πιθανότατα στην Αυτοκρατορική περίοδο, μεταξύ του 2ου και του 4ου αι. μ.Χ. Τέλος, στα ποικίλα κινητά ευρήματα της πρώτης αυτής ανασκαφικής περιόδου, περιλαμβάνονται εννέα τμήματα επιγραφών, δύο από τα οποία προσδίδουν πληροφορίες σχετικές με τη λειτουργία και τον χαρακτήρα του οικοδομήματος. Το πρώτο τμήμα προέρχεται από επιτοίχια μαρμάρινη επιγραφή πιθανότατα του 2ου αιώνα, το σωζόμενο κείμενο της οποίας αναφέρεται σε μη ταυτισμένο αυτοκράτορα. Η δεύτερη ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα βρέθηκε ενσωματωμένη στο δάπεδο της β’ φάσης στο εσωτερικό του κτηρίου, χρησιμοποιημένη ως πλάκα δαπέδου, και σώζει ολόκληρο το κείμενό της, παρά το γεγονός ότι εντοπίστηκε θρυμματισμένη. Πρόκειται για αναθηματική επιγραφή προς τιμήν της πόλης και της αυτοκρατορικής οικογένειας (θεοῖς σεβαστοῖς), η οποία αφιερώθηκε με πρωτοβουλία ενός τοπικού αξιωματούχου (χωράρχης) μετά την προσωπική χρηματοδότηση (εκ των ιδίων) κάποιας ευεργεσίας, η οποία δεν προσδιορίζεται στο κείμενο.

Συμπερασματικά, το σύνολο των πληροφοριών που αποκτήθηκαν από τις παρατηρήσεις στην αρχιτεκτονική του κτηρίου, τα επιμέρους κινητά ευρήματα καθώς και τις επιγραφικές και νομισματικές μαρτυρίες, επιτρέπουν να αποκαταστήσουμε το οικοδόμημα ως ένα από τα κεντρικά δημόσια κτήρια της Αγοράς, το οποίο φαίνεται να γνώρισε μεγάλη διάρκεια ζωής και λειτουργίας κατά την Αυτοκρατορική περίοδο. Η ακριβής λειτουργία του δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Είναι, ωστόσο, πιθανό να βρισκόμαστε σε χώρο αφιερωμένο στην αυτοκρατορική λατρεία, στο Σεβαστείο της πόλης, υπόθεση η οποία θα μπορούσε να στηριχθεί αφενός στην επιγραφική αναφορά στους θεούς σεβαστούς και αφετέρου στη γενικότερη διαμόρφωση του οικοδομήματος (μνημειακό πρόπυλο που προσομοιάζει σε ναό, διαμόρφωση στο εσωτερικό του κατά μήκος του βόρειου τοίχου κτιστού βάθρου αγαλμάτων).

Οι ανασκαφικές εργασίες του 2023 κατέδειξαν με σαφήνεια τις προοπτικές του ερευνητικού προγράμματος και την εν δυνάμει συμβολή του στη μελέτη της διαμόρφωσης και εξέλιξης του αστικού χώρου της Νικόπολης (εικ. 7). Η συνέχιση του προγράμματος και η συστηματική διερεύνηση του ευρύτερου χώρου της Αγοράς και των μνημείων της θα συμπληρώσει αφενός την εικόνα μας για το κέντρο της κοινωνικής ζωής της Νικόπολης των αυτοκρατορικών χρόνων, ενώ, αφετέρου, θα εμπλουτίσει γενικότερα τις γνώσεις μας γύρω από τον ρόλο και την εξέλιξη των αγορών των ελληνικών πόλεων κατά την ίδια ιστορική περίοδο.

Κωνσταντίνος Λ. Ζάχος, M.A., Ph.D.

Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων