Η Κουμαντάρειος Πινακοθήκη Σπάρτης-Παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης, το 2023 συμπλήρωσε σαράντα χρόνια λειτουργίας της. Στο πλαίσιο αυτού του εορτασμού, με επιμέλεια της Μόνικας Διαμαντή, επιμελήτριας της Πινακοθήκης, φιλοξενεί έκθεση με έργα Λακώνων καλλιτεχνών που ανήκουν στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης. Ανάμεσα στα έργα αυτά βρίσκονται και τρία του ζωγράφου Γιώργου Ρόρρη.

Ο Γιώργος Ρόρρης είναι εκ μητρός Λάκωνας και εκ πατρός Αρκάς, ενώ γεννήθηκε στη Σπάρτη, σε ιδιωτική μαιευτική κλινική, που βρισκόταν στο επόμενο τετράγωνο της Κουμανταρείου Πινακοθήκης.

Ανήμερα στα γενέθλιά του, στις 15 Απριλίου 2024, προσκεκλημένος της Πινακοθήκης, ξενάγησε μαθητές και μαθήτριες της τελευταίας τάξης του Λυκείου. Στην ξενάγηση –δυστυχώς– δεν χρησιμοποιήθηκε κάποιο ηλεκτρονικό μέσο για την καταγραφή της. Έτσι χάσαμε τις αποχρώσεις της φωνής, τις εκφράσεις του προσώπου, τις κινήσεις των χεριών, όχι μόνο του ζωγράφου, αλλά και των ακροατών του που παρακολουθούσαν με θρησκευτική κατάνυξη.

Από την πρώτη φράση του Γιώργου Ρόρρη, έχοντας αμέσως τη βεβαιότητα ότι ο λόγος του δεν πρέπει να χαθεί, άρπαξα χαρτί και μολύβι και κράτησα σημειώσεις. Μεταφέρω εδώ τα λόγια του εντός εισαγωγικών, αν και κάποια διατύπωση, κάποια λέξη ίσως δεν είναι απολύτως αυτή που χρησιμοποίησε ο ζωγράφος. Διασώζονται, ωστόσο, πλήρως τα λόγια του. Σημειώσεις προστίθενται όπου θεωρώ ότι χρειάζεται κάποια διευκρίνιση.

Οι λόγοι της καταγραφής είναι δύο: Ο πρώτος, αυτός που ήδη αναφέρθηκε, να διασωθεί δηλαδή μια σημαντική μαρτυρία. Και ο δεύτερος να καταγραφεί ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ένας φτασμένος ζωγράφος απευθύνεται στα παιδιά με έναν τρόπο εξαιρετικά παιδαγωγικό. Δεν είναι μόνο που εμμένει στη μαθητεία, το νόημα της αριστείας, την αξία και τη σημασία της ελληνικής γλώσσας, τα λάθη, εξηγώντας τα έργα του, αλλά απευθύνεται στα ίδια τα παιδιά με ειλικρινές ενδιαφέρον και εμμέσως «διδάσκει» με το ύφος και το ήθος του. Ερωτά για τη σχολική τους ζωή, τα μαθήματά τους, τις σπουδές που σχεδιάζουν να ακολουθήσουν.

Καταρχάς, λοιπόν, ο ζωγράφος μιλά για το έργο του: «Από το ξενοδοχείο στην Πινακοθήκη, ενδιάμεσος σταθμός η Οικία των ψηφιδωτών [σημ. 1] με τα δύο υπέροχα ψηφιδωτά ρωμαϊκά δάπεδα του Ορφέα και της Αρπαγής της Ευρώπης. Διάβασα ότι έχουν αποκαλυφθεί 175 ψηφιδωτά. Μπορείτε να τα φανταστείτε αυτά όλα εκτεθειμένα; Και δεν θέλω να τα λέω ψηφιδωτά. Υιοθετώ τον όρο εικόνες. Την ελληνική λέξη από το ρήμα εικάζω που σημαίνει συμπεραίνω. Η εικόνα δηλαδή αυτή του ψηφιδωτού ή αυτών των εικόνων που βλέπουμε εδώ, στην Πινακοθήκη ή όπου αλλού, μας οδηγεί σε κάποια συμπεράσματα, μας καλεί να αντλήσουμε απ’ αυτή κάποια συμπεράσματα.

»Η λέξη εικόνα μας χαρίζει τον όρο εικαστικές τέχνες· ο αντίστοιχος γαλλικός είναι Arts plastiques. Και το πλαστικές είναι επίσης ελληνική λέξη, αλλά το εικαστικές σηματοδοτεί εννοιολογικά πολύ περισσότερα.

»Τα έργα που βλέπετε γύρω σας είναι έργα των τελευταίων χρόνων. Έργα που φυλάσσονται σε μια από τις κιβωτούς του έθνους μας που είναι η Εθνική μας Πινακοθήκη. Και αν σκεφτεί κανείς ότι η ελεύθερη ζωή μας αριθμεί μόνο διακόσια χρόνια, δεν είναι και λίγα αυτά που καταφέραμε.

»Η Ράνια [σημ. 2] ήταν φίλη μου. Σπουδάζαμε μαζί Γαλλικά στο Ινστιτούτο και βρεθήκαμε μαζί και στο Παρίσι. Η Ράνια έγινε θεατρολόγος. Κι εδώ –θα ήμουν τότε είκοσι τριών ετών– μου ποζάρει στο μικρό δωματιάκι που είχα νοικιάσει στο Παρίσι, ένα δωματιάκι είκοσι τετραγωνικά. Πίσω από τη Ράνια φαίνονται και τα πιάτα μου και σε άλλα έργα έχω ζωγραφίσει και τη βαλίτσα μου που ήταν έτοιμη να δεχτεί τα λίγα υπάρχοντά μου για τις συχνές μετακομίσεις.

»Ο χώρος είναι, λοιπόν, μικρός κι εγώ δεν έχω μεγάλη απόσταση από το μοντέλο μου. Στην αρχή την είχα ζωγραφίσει μετωπικά και μετά σκέφτηκα να της ζητήσω να γυρίσει το κεφάλι. Τον πίνακα τον διαβάζουμε από τα αριστερά προς τα δεξιά, με την ίδια δηλαδή φορά που γράφουμε. Αλλά με τη στροφή της κεφαλής κάτι θα έπρεπε να κοιτάζει. Τι να κοιτάζει η Ράνια; Και τότε θυμήθηκα το παιχνίδι του παππού μου με τους ίσκιους των δαχτύλων του. Ζήτησα, λοιπόν, από τη Ράνια –αφού της έδειξα πώς– να κάνει το κεφάλι του λύκου.

»Δεν υπάρχουν εδώ συμβολισμοί και ερμηνείες βαρύγδουπες, για το λύκο που επιθυμεί δήθεν να κατασπαράξει την παιδική αθωότητα, για τις απειλές ή τις άτυχες εκβάσεις της νιότης. Βεβαίως κάθε ερμηνεία είναι αποδεκτή· όσοι οι θεατές, τόσες και οι ερμηνείες και καμιά από αυτές δεν υπάρχει περίπτωση να απορρίψω.

»Αλλά εδώ ήθελα απλώς να ζωγραφίσω. Να μάθω τη γλώσσα της ζωγραφικής την οποία μόλις είχα αρχίσει να σπουδάζω, κυρίως στο Μουσείο του Λούβρου, αλλά και με το δάσκαλό μου στο Παρίσι, ο οποίος ζητούσε διαφάνειες. Το χρώμα δηλαδή να είναι υγρό· να τρέχουν τα χρώματα και έτσι διάφανα να αποκαλύπτονται τα συναισθήματα, οι σκέψεις. Να αποδίδεται η λεπταισθησία της ψυχής.

»Ο ίσκιος… προίκα της παιδικής ηλικίας. Τα παιδικά μας χρόνια είναι μεγάλο κεφάλαιο, ανατρέχουμε συνειδητά ή ασύνειδα σ’ αυτά. Να τα προφυλάξετε τα παιδικά σας χρόνια.

»Και τότε, κατά τη διάρκεια των παρισινών σπουδών, είχα μεγάλο άγχος, γιατί με βάραινε η αριστεία. Επιλαχών στις εισαγωγικές εξετάσεις για την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, ήμουν αριστούχος της Σχολής στο πρώτο έτος. Κι ένιωθα ότι κάθε χρόνο δεν θα έπρεπε να διαψεύδω εκείνους που μου πρόσφεραν αυτή την τιμή την πρώτη φορά, αυτούς που με θεώρησαν άριστο. Ελπίζω πως δεν τους διέψευσα.

»Ο Τάκης [σημ. 3]· εδώ παίρνω κι εγώ θέση ενώπιος ενωπίω: ζωγραφίζω με τεχνητό φως, γιατί το ηλιακό φως αλλάζει συνεχώς. Στον Τάκη αλλάζω φωτισμό. Έως τότε χρησιμοποιούσα πλαγιομετωπικό φωτισμό με 5 λαμπτήρες των 160 βατ· στα μέσα του 2010 άλλαξα· ο φωτισμός έγινε κατακόρυφος, κάθετος από ψηλά. Το πρόσωπο δεν φωτιζόταν καλά. Η σκιά έκρυβε μεγάλο μέρος του και τα ανάγλυφα μέρη του γινόντουσαν εντονότερα. Έτσι δούλεψα μέχρι το 2015 και στη συνέχεια, σιγά σιγά, ξαναγύρισα στον πρώτο τρόπο φωτισμού.

»Το 2010, 2011 που ζωγραφίζεται το έργο, είναι η περίοδος της κρίσης. Μας αποκρύπτονται πράγματα. Δεν γνωρίζεις πού είναι η αλήθεια και πού είναι το ψέμα. Εδώ, λοιπόν, έχουμε αυτή την έντονη αντιπαράθεση φως-σκοτάδι, σε μαύρο κάμπο. Οπωσδήποτε έχουν προηγηθεί οι συνομιλίες μου με τις αυτοπροσωπογραφίες του Ρέμπραντ, ενός πολύ σπουδαίου Ολλανδού ζωγράφου. Είναι έργο που έχει ζωγραφιστεί είκοσι δύο χρόνια μετά τη Ράνια. Κι εγώ εξακολουθώ να μαθαίνω αυτή τη γλώσσα, τη γλώσσα της ζωγραφικής.

»Τώρα στα έργα αυτά, ειδικά στη Ράνια, βλέπω λάθη, τα αναγνωρίζω. Αλλά είμαστε τα λάθη μας, κι εδώ υπάρχει και η χάρη της αφέλειας, της άγνοιας. Είμαστε παιδιά του λάθους.

»Εκείνο που ζωγραφίζω είναι η εικόνα ενός ανθρώπου, αυτό είναι που με απασχολεί. Ενός ανθρώπου, όπως είμαι κι εγώ, όπως είσαστε κι εσείς, με τις αδυναμίες, τη χαρά, τη λύπη, το πένθος, τον έρωτα.

»Ζωγραφίζω, δηλαδή, μια εικόνα! Να, λοιπόν, που έτσι γυρίζουμε πάλι στην αρχή. Με την εικόνα ξεκινήσαμε».

Και στρεφόμενος προς τα παιδιά θα τα προτρέψει να εκμεταλλευτούν τη νιότη τους, ευχόμενος να τους τύχουν και καλές παρέες. Επιστρέφει στον εαυτό του εξομολογούμενος τη συγκίνησή του, όταν αναλογίζεται δύο δασκάλους του, τότε που ακόμη έκανε φροντιστήριο για τη Σχολή, οι οποίοι του άνοιξαν το δρόμο προς τον Σαίξπηρ και τον κινηματογράφο.

Τα ρωτά ένα ένα ξεχωριστά: τι και πού θέλουν να σπουδάσουν, τι μαθήματα απαιτούνται για κάθε σπουδή. Ερωτήσεις όχι τυπικές, αλλά με ουσιαστικό ενδιαφέρον για τους ανθρώπους που είχε απέναντί του. Στα προαπαιτούμενα μαθήματα για πολλά παιδιά είναι τα «αρχαία ελληνικά». Τους τονίζει τη σημασία της ελληνικής γλώσσας και ταυτόχρονα το προσωπικό του άγχος, άγχος χρόνου, γιατί ενώ  μάθαινε μια γλώσσα, τη γλώσσα της ζωγραφικής, σπούδαζε ταυτόχρονα και τη γαλλική και την αγγλική, και έχασε την ευκαιρία να μάθει την αρχαία ελληνική. Και αναλογίζεται πώς απαιτούμε να διατηρούνται οι αρχαίες ελληνικές έδρες στις διάφορες χώρες του εξωτερικού κι εμείς να μην μαθαίνουμε τα ελληνικά. Στενοχωριέται που δεν είναι σε θέση να διαβάσει την αρχαία ελληνική γραμματεία στο πρωτότυπο. Και αναθυμάται τη χαρά που ένιωσε διαβάζοντας την ελληνική επιγραφή στον κρατήρα του Ευφρονίου, όπου απαθανατίζεται ο θάνατος του Σαρπηδόνα [σημ. 4].

Και ευχαριστώντας και αποχαιρετώντας δασκάλους και παιδιά, καταλήγει: «Αυτό είναι το μέγα πλεονέκτημά μας, ότι είμαστε κληρονόμοι αυτής της γλώσσας. Κι αυτό βέβαια μεταφράζεται σε περηφάνεια αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί και πολλές υποχρεώσεις».

Δρ Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

τ. Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης