Η πόλη της Ναυπάκτου αναβαθμίζεται με μία σειρά από σημαντικά έργα που, όπως εκτιμάται, θα προστατεύσουν και θα αναδείξουν περαιτέρω την πολύχρονη ιστορία της, θα συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη και θα καταστήσουν την περιοχή ως έναν από τους σημαντικότερους προορισμούς. Ειδικότερα, αυτή την περίοδο βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2024 το έργο αποκατάστασης και ανάδειξης του ενετικού λιμανιού.
Όπως ανέφερε, μιλώντας στο Αθηναϊκό–Μακεδονικό Πρακτορείο ο δήμαρχος Ναυπακτίας, Βασίλης Γκίζας, «πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έργα που έχουν γίνει ποτέ στη Ναύπακτο και αυτό διότι το ενετικό λιμάνι, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν και το εμβληματικότερο μνημείο του Δήμου, παρουσίαζε σοβαρότατα προβλήματα σπηλαιώσεων και όχι μόνο».
«Μετά τις εργασίες» συνεχίζει, «το ενετικό λιμάνι θα καταστεί πλέον ασφαλές, λειτουργικό και προσβάσιμο».
Το εκτελούμενο έργο έχει συνολικό αρχικό προϋπολογισμό ύψους 1,77 εκατομμυρίων ευρώ και είναι ενταγμένο στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με φορέα υλοποίησης τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, προβλέποντας παρεμβάσεις στα τείχη, συνολικής επιφάνειας περίπου 4.200 τ.μ.
Οι εργασίες που εκτελούνται αφορούν στην αποκατάσταση των σπηλαιώσεων με αρμολογήματα, τσιμεντοενέσεις, καθαρισμό και εξυγίανση του πυθμένα, αντικατάσταση των θραυσμένων λίθων και συμπλήρωση υλικού, κατασκευή νέου καταστρώματος από φυσικούς λίθους, συντήρηση των κρίκων περίδεσης του 19ου αιώνα, αλλά και νέο εξοπλισμό, όπως ανοξείδωτους κρίκους περίδεσης, δέστρες, πυργίσκους τροφοδοσίας.
Ακόμη, όπως επισημαίνει ο δήμαρχος, «είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι το κορυφαίο ιστορικά και πλέον αναγνωρίσιμο μνημείο της πόλης μας συμπεριλαμβάνεται στις πέντε πολιτιστικές διαδρομές εμβληματικών αρχαιολογικών χώρων που το Υπουργείο Πολιτισμού επέλεξε να εντάξει στο Ταμείο Ανάκαμψης».
Εκτός όμως από τα έργα στο ενετικό λιμάνι, πραγματοποιούνται ταυτόχρονα εργασίες στη δυτική είσοδο της πόλης, για την ανάδειξη της Ντάπιας Παλαιογιάννη.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον δήμο, «με ενέργειες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος και τη συνδρομή του Δήμου Ναυπακτίας ένα ακόμη τμήμα των σπουδαίων οχυρώσεων του κάστρου αποκαλύπτεται στην ολότητά του».
Στο μεταξύ, στο επόμενο χρονικό διάστημα αναμένεται να ξεκινήσει η λειτουργία του μουσείου στο ενετικό κάστρο. Όπως λέει στο ΑΠΕ–ΜΠΕ ο δήμαρχος, Βασίλης Γκίζας, «για πρώτη φορά δημιουργείται στη Ναύπακτο ένας μουσειακός χώρος που θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την εμπειρία του επισκέπτη μας και θα δώσει την ευκαιρία και σε εμάς, τους κατοίκους, να γνωρίσουμε καλύτερα και να κατανοήσουμε περισσότερο τη σπουδαία ιστορία μας».
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον δήμο, η Ναύπακτος πολύ σύντομα θα έχει στη διάθεσή της έναν σημαντικό χώρο για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της που καταγράφουν σταθερά αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για τη μόνιμη έκθεση που θα φιλοξενείται στον εκθεσιακό χώρο που δημιουργήθηκε στο Ιτς Καλέ του ενετικού κάστρου. Το συγκεκριμένο έργο υλοποιείται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος στο πλαίσιο του προγράμματος Interreg «Coastal Heritage Network» (CoHeN).
Στη συλλογή συμπεριλαμβάνονται σημαντικά ευρήματα πρωτοβυζαντινών και βυζαντινών ναών της Ναυπάκτου, ευρήματα από νεκροταφεία, νομίσματα, αντικείμενα καθημερινού βίου και πολλά ακόμη από την Πρωτοβυζαντινή, τη Βυζαντινή, την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, καθώς και τις περιόδους της Ενετοκρατίας και της Οθωμανικής Κατάκτησης.
Στο μεταξύ, ο δήμαρχος Ναυπακτίας, Βασίλης Γκίζας, συναντήθηκε πρόσφατα με την υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, όπου τέθηκαν επί τάπητος τα έργα που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη στην Ναύπακτο και όπως ανέφερε στο ΑΠΕ–ΜΠΕ ο δήμαρχος «επιβεβαιώθηκαν το εξαιρετικό κλίμα και η στενή συνεργασία που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στον Δήμο Ναυπακτίας και το Υπουργείο Πολιτισμού».
Μάλιστα, όπως τόνισε ο κ. Γκίζας, «η Λίνα Μενδώνη έχει χαρακτηρίσει τη Ναύπακτο ως αναδυόμενο τουριστικό προορισμό, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι για πρώτη φορά εκτελούνται στην πόλη έργα ύψους 5.000.000 ευρώ, τα οποία αποδεικνύουν ότι ο πολιτισμός εκτός από δημόσιο κοινωνικό αγαθό είναι και μοχλός ανάπτυξης».