Ο δρ Γιώργος Ρεθεμιωτάκης, Επίτιμος Διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, παρουσιάζει το βιβλίο της Χριστίνας Παπαδάκη, Το Σώμα και η Μαγεία. Η προστασία του σώματος στους πολιτισμούς του Αιγαίου (Εκδόσεις «Άλλωστε», 2023, 274 σελ. ISBN: 978-618-5761-06-6):
Στο ανά χείρας βιβλίο με τίτλο Το σώμα και η μαγεία και υπότιτλο Η προστασία του σώματος στους πολιτισμούς του Αιγαίου (Εκδόσεις «Άλλωστε»), η συνάδελφος Δρ Χριστίνα Παπαδάκη πραγματοποίησε μια δική της διαδρομή μέσα από τα «δάση των συμβόλων», για να θυμηθούμε εδώ τον διάσημο στίχο από το ποίημα του Ch. Baudelaire «Τα άνθη του κακού». Στο επίκεντρο της έρευνάς της είναι, όπως λέει ο τίτλος, οι πολιτισμοί του προϊστορικού Αιγαίου, κυρίως βέβαια ο μινωικός. Στόχος της είναι να ιχνηλατήσει σημεία και σημάνσεις μέσα από τις πολλές πολύ- αλλά και αμφι-σήμαντες εικόνες που μας άφησαν οι Μινωίτες μέσα από διάφορες μορφές εικονιστικών τεχνών στις οποίες εμπεριέχονται πολλά μηνύματα που αποτελούν αντικείμενο αμφιλεγόμενων συχνά ερμηνειών.
Η προσπάθειά της είναι, στο μέτρο του εφικτού λόγω εγγενών δυσκολιών, απόλυτα επιτυχής, αφού μέσα από το βιβλίο της μας δίδει μια πλήρη εικόνα για τον όγκο και το βάθος των πληροφοριών από όπου ο φιλομαθής αναγνώστης, όχι αναγκαστικά ο ειδικός, μπορεί να αντλήσει όσα στοιχεία αναζητεί ώστε να μπορεί να τα επεξεργαστεί και να τα αξιοποιήσει για τη δική του ή την ευρύτερη ενημέρωση. Μιλάμε εδώ για μια ελάχιστα φωτισμένη πλευρά μεταθρησκευτικών νοοτροπιών και εσωτερικών βιωμάτων στο χώρο της μαγείας και του σαμανισμού, από την επίσημη θρησκεία, όσο βέβαια το περιεχόμενο και το εύρος της με τα στοιχεία που έχομε μπορεί να προσδιορισθεί, μέχρι τα απώτατα όρια της δυσδιάκριτης ή και ολοκληρωτικά αφανούς και άδηλης «γκρίζας ζώνης» του κόσμου των σκιών και της δεισιδαιμονίας.
Απευθυνόμενη η συγγραφέας στο γενικό αναγνωστικό κοινό αλλά και σε επιστήμονες που εμβριθώς ή ακροθιγώς ασχολούνται με θέματα όπως τα παραπάνω, πράττει άριστα αναλύοντας με λεπτομερή περιγραφή τα είδη και υποείδη της μαγείας: από τη λευκή, συμπαθητική και ομοιοπαθητική που στοχεύει σε θετικό αποτέλεσμα μέχρι τη σκοτεινή και δόλια μαύρη με την άσκηση της οποίας επιδιώκεται η εξουθένωση ή εξουδετέρωση του στόχου της.
Η συγγραφέας, μέσα από έναν λαβύρινθο εικόνων και συμβόλων, σε μια δαιδαλώδη διαδρομή που οδηγεί μέχρι τις παρυφές του μυστικισμού και αποκρυφισμού, ψάχνει να βρει την άκρη του νήματος κινούμενη με βιβλιογραφική ενημέρωση και άνεση χειρισμού του λόγου. Για να θεραπεύσει κατά το δυνατόν την υπαρκτή δυσχέρεια σύνδεσης οπτικού μηνύματος και νοήματος, ενδογενές και όχι μικρό πρόβλημα στην ανάγνωση-αποκρυπτογράφηση της μινωικής εικονογραφίας, προσφεύγει στη συνδρομή της πλούσιας ανατολικής και αιγυπτιακής κειμενογραφίας, όπου υπάρχουν πλήθος μαγικών συνταγών για την αντιμετώπιση ασθενειών ή την αποφυγή κινδύνων από κακοποιητικές δυνάμεις της φύσης. Η αποκρυπτογράφηση της γραφής που άφησαν πίσω τους σε εκτενή κείμενα αυτοί οι ανατολικοί πολιτισμοί, αντίθετα από τον μινωικό που το περιεχόμενο των γραφών του μας είναι άγνωστο, δίνει κατ’ αναλογίαν τη δυνατότητα για διατυπώσεις εύλογων εικασιών και προτάσεων ερμηνείας όπως κάνει η συγγραφέας με πειστικά επιχειρήματα.
Ημιπολύτιμοι λίθοι και μέταλλα που χρησιμοποιούνται στην Κρήτη και την Ανατολή για την κατασκευή σφραγίδων και φυλακτών, είναι έμφορτα μαγικοθρησκευτικού περιεχομένου με έμφαση στην προφύλαξη από κινδύνους και τη θεραπεία από ασθένειες. Το ίδιο και τα μοτίβα, κοινά στην ευρύτερη αιγαιοανατολική «Κοινή», όπως ο πίθηκος, το φίδι, τα έντομα κ.λπ. Φυτά, άνθη και βότανα που υπάρχουν σε αφθονία στην Κρήτη, όπως ο κρόκος, ο κορίανδρος, το φλισκούνι, το φασκόμηλο θα χρησίμευαν στην παρασκευή εκχυλισμάτων για την κατασκευή φαρμάκων, όπως αφήνουν να εννοηθεί αναφορές στη μυκηναϊκή Γραμμική Β γραφή για την ύπαρξη φαρμάκων και ιατρών, αλλά και σε αιγυπτιακούς μαγικούς παπύρους που μιλούν για φαρμακευτικές συνταγές και ιερές επικλήσεις, σε μια περίπτωση μάλιστα γραμμένες, όπως αναφέρεται στο παπυρικό κείμενο, «στη γλώσσα των Keftiu» (των Κρητών δηλαδή). Το ίδιο, τεκμηριωμένα, ισχύει για τις κάψες της μήκωνος της υπνοφόρου, από τις οποίες παρασκευάζεται το όπιο. Οι αναλγητικές και υπνωτικές ιδιότητες της «μήκωνος», γνωστές παγκοσμίως, ταυτοποιήθηκαν από τους Μινωίτες με ιδιότητες και σύμβολα της μινωικής θεάς, όπως δείχνει το μεγάλο είδωλο θεάς από ιερό στο Γάζι Ηρακλείου που φέρει καρφίδες στερεωμένες σε διάδημα πάνω από το μέτωπο, με απολήξεις σε μορφή «κωδίας μήκωνος».
Παρά το γεγονός ότι δεν έχει διαβαστεί η μινωική γραφή, ο υλικός φορέας κάποιων επιγραφών αλλά και ο χώρος εύρεσής τους σε ιερά ή τάφους μαρτυρεί ότι το περιεχόμενο είναι ιερό-μαγικοθρησκευτικό. Τέτοιες είναι οι επιγραφές σε λίθινες τράπεζες προσφορών και κύπελλα με γράμματα χαρακτά ή γραμμένα με μελάνι, αλλά και σε ορισμένα χρυσά δακτυλίδια και ασημένιες καρφίτσες με επιγραφές, όπου συναντά κανείς «μαγικές φόρμουλες», δηλαδή θεϊκές επικλήσεις ή μαγικές λέξεις, αναφωνήσεις ή επωδούς, που παραπέμπουν σε ποιητικής μορφής λόγο. Αυτό άλλωστε φαίνεται ότι ισχύει και για τη μακροσκελή σε σπειροειδή διάταξη επιγραφή του διάσημου δίσκου της Φαιστού, με επαναλήψεις σειράς όμοιων συλλαβογραμμάτων κατά διαστήματα, που δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για θρησκευτικό ύμνο.
Μια ειδική κατηγορία που σχολιάζεται αναλυτικά αποτελούν δαιμονικά όντα, όπως ο γρύπας ή ο «κρητικός δαίμονας» που εμφανίζονται με τις ιδιότητες των συνοδών της θεάς ή των ιερουργούντων σε πράξεις γονιμικής λατρείας. Άλλη κατηγορία συνιστούν οι «δαίμονες» που βρέθηκαν απεικονισμένοι σε σφραγίσματα που προέρχονται κυρίως από τη Ζάκρο. Οι μορφές τους συντίθενται από απίθανους συνδυασμούς μελών και σωμάτων ανθρώπων, γυναικών και ανδρών, με αντίστοιχους ζώων, πουλιών αλλά και εντόμων. Είναι τα όντα ενός φανταστικού κόσμου τεράτων, που δεν καλύπτεται από τα «πρωτόκολλα» της πραγματικής και συντεταγμένης θρησκείας και τελετουργίας από την οποία οι αινιγματικές μορφές τους απουσιάζουν. Είναι η περιοχή του ακατανόητου και του απρόβλεπτου, του φαντασιακού και μυστηριακού, των μύθων και των προκαταλήψεων. Εκφράζει συμπεριληπτικά όλους τους κινδύνους που ελλοχεύουν έξω από το πλαίσιο των οργανωμένων κοινωνιών και που η προσπάθεια προσέγγισής του, έξω από πλαίσια και κανόνες, είναι επικίνδυνη και γεμάτη απειλές για τον άνθρωπο. Μπορούμε ίσως εδώ να μιλήσουμε, χωρίς επιφυλάξεις, για ένα πραγματικό μοντέλο εικονογραφημένου λεξικού μαγείας με το επίσημο του άβατου.
Για λόγους ερμηνευτικού συγκρητισμού, η συγγραφέας επεκτείνει την επιχειρηματολογία της πέρα από τα όρια του μινωικού κόσμου, αντλώντας στοιχεία από την ελληνική γραμματεία και τις γραπτές πηγές σχετικά με τη μαγεία, τη μαντεία και τα ιάματα, αλλά ακόμα τις πιο σκοτεινές πλευρές της μαγικής συνεργίας, τους κατάδεσμους και τις αρές που αποτελούν αποδείξεις για υλοποίηση πρακτικών μαύρης μαγείας. Αλλά, επίσης, συμπεριλαμβάνει και τεκμήρια από υστερότερες πηγές από τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι και την πλούσια λαϊκή παράδοση και τον λαϊκό πολιτισμό. Τέτοια είναι τα «τάματα», αποτυπωμένα συνήθως σε μεταλλικά ελάσματα, που εικονίζουν μέλη του σώματος ή ολόσωμες μορφές που αναρτούν οι πιστοί στις εκκλησίες μπροστά σε εικόνες και αποτελούν εμπράγματες εκκλήσεις τους προς τον θεό για ίαση από ασθένειες. Αυτή η κατηγορία προσωπικών αφιερωμάτων θυμίζει αντίστοιχα πήλινα ομοιώματα που κατατίθενται ως αφιερώματα σε υπαίθρια μινωικά ιερά και απεικονίζουν μέλη του σώματος ενίοτε παραμορφωμένα από διάφορες παθήσεις, για τη θεραπεία των οποίων ο αναθέτης τους αναζητεί τη θεϊκή παρέμβαση.
Μια παρατήρηση: λόγω του μεγάλου όγκου πληροφορίας που εμπεριέχεται στην ανά χείρας πραγματεία, θα ήταν χρήσιμο να είχε προστεθεί ένα ή περισσότερα ευρετήρια ονομάτων, γραπτών πηγών, τοπωνυμίων και ειδικών όρων ώστε ο αναγνώστης να πλοηγείται ευχερέστερα μέσα στο κείμενο και να αντλεί αμέσως την πληροφορία που επιθυμεί. Αυτή όμως η συμβουλή αφορά τους εκδότες, όχι τη συγγραφέα, και μπορεί το σχετικό ευρετήριο να συμπεριληφθεί σε επόμενες εκδόσεις.
Συνολικά το βιβλίο που διάβασα είναι μια πολύ χρήσιμη μονογραφία με θέμα «ειδικό» και πάντως όχι εύκολα προσεγγίσιμο όπως είναι η μαγεία, που είναι στην πραγματικότητα μια ενσυνείδητη καταβύθιση στα μυστικά και απόκρυφα του ανθρώπινου ψυχισμού.
Συνακόλουθα δύσκολα διαχειρίσιμες, ως και αποτρεπτικές καμμιά φορά για την ενασχόληση με το ζήτημα αυτό, είναι οι αντιδράσεις καχυποψίας και αρνητισμού που προκαλούνται «εξ αντανακλάσεως» στον σημερινό αντιφατικό άνθρωπο, όταν ο ερευνητής φθάνει στο «διά ταύτα» του σχετικού ερωτηματολογίου του, όπως εξομολογείται η συγγραφέας. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί πόσο έντονη είναι, ακόμα και στις νεωτερικές (ή μήπως όχι και τόσο ) κοινωνίες μας, η απήχηση αυτού του αρχέγονου φόβου που προκαλεί αυτόματα και μόνο το άκουσμα της λέξης.
Το αποτέλεσμα πάντως, από όποια γωνία και αν ιδωθεί, δικαιώνει την επίπονη προσπάθεια της συγγραφέως και είναι ενθαρρυντικό για τη συνέχιση και ολοκλήρωση της προσπάθειας των εκδοτών για ενημέρωση του κοινού πάνω σε θέματα που δεν είναι ευρύτερα γνωστά.