Ένα κτήριο-τεκμήριο της εξέλιξης του εμπορικού-ιστορικού κέντρου των Αθηνών, στο δεύτερο μισό του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, η οικία Αλεξάνδρου Σούτσου επί της οδού Σταδίου 47, αποκαθίσταται, προκειμένου να στεγάσει μέρος των πολύτιμων συλλογών του Θεατρικού Μουσείου. Επί της οριστικής μελέτης, που χρηματοδότησε με 1.300.000 ευρώ το Υπουργείο Πολιτισμού, γνωμοδότησε ομοφώνως θετικά το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του ΥΠΠΟ.
Η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Το κτήριο επί της οδού Σταδίου 47 εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σύνολο αξιόλογων κτηρίων, τα οποία αποτυπώνουν την παλαιά εικόνα της οδού Σταδίου, η οποία από τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελεί έναν από τους κεντρικούς εμπορικούς άξονες των Αθηνών. Διαθέτει αξιόλογα χαρακτηριστικά από αρχιτεκτονική και μορφολογική άποψη και χωροθετείται σε ιδιαίτερα σημαντική πολεοδομική θέση διατηρώντας την αρχική του τυπολογία, χωρίς σημαντικές αλλοιώσεις. Αποτελεί τυπικό δείγμα κτηρίου αστικού κλασικισμού, με πλούσιο μορφολογικό διάκοσμο, στην κύρια όψη επί της οδού Σταδίου. Υπήρξε η οικία του Αλέξανδρου Σούτσου, ευεργέτη των εικαστικών τεχνών. Το 1896, με τη διαθήκη του, δώρισε την οικία του στο ελληνικό κράτος μαζί με τις συλλογές και την επίπλωσή της για να δημιουργηθεί η Εθνική Πινακοθήκη. Το 1900 με την έναρξη της λειτουργίας της Εθνικής Πινακοθήκης, η συλλογή πέρασε στο Ίδρυμα. Το νεοκλασικό της οδού Σταδίου 47, εξαιτίας της μετατροπής του σε εμπορικό κατάστημα, παρουσίασε σοβαρά στατικά προβλήματα, ήδη εδώ και δεκαετίες, γι’ αυτό και σταδιακά εγκαταλείφθηκε κάθε χρήση του, έως το 2012. Ο σεισμός του 2018 και η πυρκαγιά του Μαΐου του 2020 επιβάρυναν περαιτέρω το κτήριο. Δρομολογούμε, μετά την ολοκλήρωση της μελέτης, όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την ένταξη του έργου σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα. Έτσι, είμαστε συνεπείς στη δέσμευσή μας να αποκαταστήσουμε το κτήριο και να του δώσουμε νέα χρήση, η οποία να σέβεται και να αναδεικνύει και την αρχική μορφή του. Η οικία Σούτσου, μετά την αποκατάστασή της θα στεγάσει μέρος της πλούσιας κληρονομιάς του Θεατρικού Μουσείου, το πολύτιμο αρχείο του και την προστατευόμενη Θεατρική Βιβλιοθήκη του, ώστε να γίνουν και πάλι προσβάσιμα σε όλους».
Οι γενικές αρχές και οι στόχοι της αποκατάστασης συνοψίζονται στην ικανοποίηση των λειτουργικών αναγκών, με νέες κατασκευές που υπαγορεύονται από τη νέα χρήση και τις σύγχρονες απαιτήσεις, στην απομάκρυνση των μεταγενεστέρων στοιχείων που αλλοιώνουν λειτουργικά και μορφολογικά το κτήριο, στην αποκατάσταση της αρχικής μορφής του κτηρίου με επισκευή και επαναφορά των αυθεντικών μορφολογικών και δομικών στοιχείων, στην εξασφάλιση της στερεότητας και στεγανότητάς του, στην ενεργειακή αναβάθμισή του, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία –στον βαθμό που αυτή δεν θίγει την αυθεντικότητά του–, και του δομικού του συστήματος, στην αποτελεσματική πυροπροστασία, στη διαφύλαξη της ασφάλειάς του όπως και της προστασίας εργαζομένων και επισκεπτών.
Στις εργασίες προς επισκευή και αποκατάσταση του κτηρίου περιλαμβάνονται η απομάκρυνση των πρόσφατων ξένων επεμβάσεων (πατάρια, ψευδοροφές), που είχαν τοποθετηθεί κατά τη διάρκεια της χρήσης του ως καταστήματος –παρότι ήταν διατηρητέο κτήριο–, η αποκατάσταση των εσωτερικών τοίχων που είχαν καθαιρεθεί, η ανακατασκευή της ξύλινης στέγης και του πατώματος του 2ου ορόφου, που κατέρρευσαν από την πυρκαγιά, η επισκευή του ξύλινου κλιμακοστασίου και των κουφωμάτων, η αποκάλυψη, συντήρηση και αποκατάσταση του ζωγραφικού διακόσμου που έχει διασωθεί και η συντήρηση του γλυπτικού διακόσμου των όψεων.
Η μελέτη διασφαλίζει, επίσης, την ανάδειξη του εσωτερικού χώρου με τον συντονισμό της ηλεκτρομηχανολογικής μελέτης, ώστε οι νέες εγκαταστάσεις (ύδρευση/αποχέτευση, κλιματισμός/αερισμός, πυροπροστασία/πυρανίχνευση, ισχυρά/ασθενή ρεύματα, ανελκυστήρας) να εναρμονίζονται με το χαρακτήρα του κτηρίου και να προκαλούν την ελάχιστη όχληση. Πρωτίστως διασφαλίζεται η αυτόνομη προσβασιμότητα σε ΑμεΑ με την κατάλληλη λειτουργική οργάνωση του κτηρίου, αλλά και τη χρήση σύγχρονων μέσων (σήμανση, ράμπες, αναταβόρια κλίμακας κ.ά.) που θα εναρμονίζονται αισθητικά με το κτήριο.
Η συνολική επιφάνεια των υφιστάμενων χώρων του ακινήτου ανέρχεται σε 1.974 τ.μ. και περιλαμβάνει υπόγειο, ισόγειο, πατάρι ισογείου, 1ο και 2ο όροφο και σοφίτα. Το κεντρικό κυκλικό κλιμακοστάσιο ανακατασκευάζεται περιλαμβάνοντας τις στάθμες ισογείου και υπογείου. Παράλληλα, προτείνεται η κατασκευή νέας κλίμακας που θα ακολουθεί τις ισχύουσες προδιαγραφές. Η κύρια είσοδος είναι στο ισόγειο, επί της οδού Σταδίου. Σε άμεση σχέση με την είσοδο χωροθετείται το νέο κλιμακοστάσιο και ο ανελκυστήρας σύνδεσης με τα υπόλοιπα επίπεδα, ενώ διασφαλίζεται δεύτερη έξοδος κινδύνου από την οδό Γεωργίου Σταύρου. Για στατικούς λόγους, τα βιβλιοστάσια χωροθετούνται στα επίπεδα υπογείου, ισογείου και νέου παταριού. Στους υπόλοιπους χώρους κατανέμονται οι χώροι υποδοχής κοινού (αναγνωστήριο, αίθουσες εκπαιδευτικών προγραμμάτων), οι αίθουσες ψηφιακών συλλογών, οι χώροι διοίκησης και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι. Σύμφωνα με τα τεχνικά δεδομένα του έργου, η μελέτη προβλέπει αίθουσες βιβλιοστασίων για τη συλλογή της Θεατρικής Βιβλιοθήκης, αίθουσες πολυμέσων, για την προβολή του ψηφιακού αποθετηρίου της συλλογής, αναγνωστήριο για ερευνητές, αίθουσες εκπαιδευτικών προγραμμάτων, χώρους εργασίας, πωλητήριο στο επίπεδο του ισογείου, με είσοδο από την οδό Γ. Σταύρου, βοηθητικούς χώρους υγιεινής, αποθήκευσης και η/μ εγκαταστάσεων. Βάσει του κτηριολογικού προγράμματος, οι ωφέλιμοι χώροι του κτηρίου συνολικά καταλαμβάνουν 1.267 τ.μ.
Οικία Αλεξάνδρου Σούτσου
Το ακίνητο είναι τριώροφο νεοκλασικό, με υπόγειο και δίριχτη στέγη, ιδιοκτησίας του Κληροδοτήματος Αλέξανδρου Σούτσου που διαχειρίζεται η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου. Πρόκειται για χαρακτηριστικό δείγμα όψιμου νεοκλασικισμού, με πλούσιο μορφολογικό διάκοσμο στην κύρια όψη της οδού Σταδίου, η οποία δεν έχει υποστεί ιδιαίτερες επεμβάσεις και αλλοιώσεις, εξαιρουμένου του ισογείου, αποτυπώνοντας την παλαιά εικόνα ενός από τους κεντρικούς εμπορικούς άξονες της Αθήνας. Είναι κατασκευασμένο περί τα μέσα του 19ου αιώνα, μεταξύ των ετών 1842 και 1892. Σύμφωνα με τους παλαιότερους γνωστούς τίτλους ιδιοκτησίας, το αρχικό κτήριο υφίστατο ήδη το 1892 οπότε και φέρεται να το αγόρασε ο ευεργέτης εικαστικών τεχνών, Αλέξανδρος Σούτσος, από τον Ιωάννη Π. Λάμπρου. Το ακίνητο είχε εκμισθωθεί από το 1957 ως το 2012 με εμπορική χρήση και έκτοτε παρέμενε κενό.
Το αρχικό κτήριο επί της οδού Σταδίου 47 έχει χαρακτηριστεί ως νεότερο μνημείο, χωρίς τις μεταγενέστερες προσθήκες. Επίσης, το κτήριο βρίσκεται εντός του κηρυγμένου ιστορικού κέντρου και εντός του εμπορικού τριγώνου του ρυμοτομικού σχεδίου Αθηνών. Στο άμεσο περιβάλλον του ακινήτου βρίσκονται τα ακόλουθα κτήρια, χαρακτηρισμένα, επίσης, ως μνημεία από το Υπουργείο Πολιτισμού: Παλαιό Εθνικό Τυπογραφείο, επί των οδών Σταδίου 46, Σανταρόζα, και Αρσάκη, Μέγαρο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, επί των οδών Αιόλου και Γ. Σταύρου, Μέγαρο Αθηνογένους, επί της οδού Σταδίου 50, Συγκρότημα Αρσάκειου, επί των οδών Πανεπιστημίου, Πεσμαζόγλου, Σταδίου και Αρσάκη.
Την 1η Μαΐου 2020, εκδηλώθηκε πυρκαγιά που φέρεται να ξεκίνησε από τον 2ο όροφο του κτηρίου, επί της οδού Σταδίου, όπου και περιορίστηκε, με αποτέλεσμα να καταστραφεί μέρος του ξύλινου πατώματος του 2ου ορόφου, να καταρρεύσει η δίριχτη ξύλινη στέγη και να γίνουν περαιτέρω εκτεταμένες ζημιές στους υποκείμενους ορόφους. Μετά την πυρκαγιά, έγιναν άμεσες ενέργειες από την αρμόδια Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού (υποστύλωση, καθαρισμός από πυρόπληκτα υλικά, στήριξη και προστασία των εσωτερικών δομικών στοιχείων καθώς και σωζόμενων τοιχογραφιών και οροφογραφιών, ικριώματα αντιστήριξης εξωτερικής τοιχοποιίας με πρόβλεψη να μπορεί να φέρει προσωρινή στέγη προστασίας).
Συλλογή Θεατρικού Μουσείου
Εντός του αποκατεστημένου κελύφους, σε μόνιμο και ασφαλή χώρο, προορίζεται να ενταχθεί το Αρχείο και η Θεατρική Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου, χαρακτηρισμένο μνημείο ως σύνολο, έτσι ώστε να αποτελέσουν αντικείμενα έκθεσης και έρευνας για τους ειδικούς μελετητές και το ευρύ κοινό. Η συλλογή, κυριότητας του Υπουργείου Πολιτισμού, αποτελεί την πλουσιότερη συλλογή θεατρικού υλικού στην Ελλάδα και ίσως τη μοναδική πηγή μελέτης και έρευνας όλων των αρχείων που αφορούν στο ελληνικό θέατρο. Περιλαμβάνει τη Θεατρική Βιβλιοθήκη, με χιλιάδες τόμους μελετών και θεατρικών έργων και την πληρέστερη συλλογή αποκομμάτων τύπου. Απαρτίζεται από εκδόσεις σχετικές με το ελληνικό και ξένο θέατρο, οι οποίες χρονολογούνται από το 1736, καθώς και από πλούσια συλλογή χειρογράφων από το 1860 και εξής. Ενδεικτικά περιλαμβάνει θεατρικές εκδόσεις και ανέκδοτα θεατρικά έργα ή χειρόγραφα, ελληνικές και ξένες θεατρολογικές εκδόσεις και μελέτες, αρχείο αποκομμάτων Τύπου, θεατρολογικά και καλλιτεχνικά περιοδικά, λευκώματα, ποικίλες εκδόσεις γενικότερου καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος κ.ά. Υπάρχουν, επίσης, ψηφιοποιημένες συλλογές όλου του πρωτογενούς υλικού του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, καθώς και οπτικοακουστικών τεκμηρίων των νεότερων ετών. Η ψηφιακή βάση δεδομένων περιλαμβάνει 26.915 τεκμήρια και 1.000 ώρες οπτικοακουστικού υλικού. Η Θεατρική Βιβλιοθήκη, σήμερα, παραμένει αποθηκευμένη σε χώρο της ΕΡΤ, επί της Λ. Μεσογείων, χωρίς να είναι προσβάσιμη.