Ένας μοναδικός χώρος βιομηχανικής αρχαιολογίας με τεράστια αξία για την ιστορία της περιοχής και την ελληνική παρουσία εκεί μέχρι την καταστροφή του 1922, λειτουργεί εδώ και λίγες ημέρες στο αντικρινό από τη Λέσβο, Μικρασιατικό Αϊβαλί.
Πρόκειται για ένα βιομηχανικό συγκρότημα του 19ου αιώνα, χαρακτηριστικό της οικονομικής άνθησης της περιοχής που πρόσφατα αναστηλώθηκε από τον επιχειρηματικό όμιλο του Τούρκου μεγιστάνα Ραχμί Κοτς και λειτουργεί πλέον ως μουσείο μηχανών.
Να σημειωθεί ότι από μέρους πολιτών και συλλογικοτήτων στο Αϊβαλί υπάρχουν ενστάσεις για τη μουσειολογική μελέτη, η οποία δεν είναι προσαρμοσμένη στην ιστορία της πόλης και της περιοχής αλλά αφορά ακόμα και τη… βορειοευρωπαϊκή βιομηχανική ιστορία! Αξίζει να επισημανθεί επίσης ότι ο περιβάλλων χώρος του συγκροτήματος έχει μετατραπεί σε μια υπαίθρια γλυπτοθήκη αρχαιοτήτων των ρωμαϊκών χρόνων, της Παλαιοχριστιανικής περιόδου και του Βυζαντίου. Στο σύνολό τους εκτίθενται χωρίς απολύτως καμία μουσειολογική μελέτη και χωρίς απολύτως κανένα πληροφοριακό υλικό.
Η αναστήλωση του συγκροτήματος έγινε έναντι τεράστιου, για τα τουρκικά δεδομένα, χρηματικού ποσού που κατέβαλε ο υπέργηρος, τρίτος σε πλούτο, Τούρκος πολίτης Ραχμί Κοτς. Ο ίδιος υπενθυμίζεται ότι διατηρεί άλλα δύο μουσεία στην Τουρκία. Ένα Μουσείο Μεταλλοτεχνίας στον Κεράτιο κόλπο της Κωνσταντινούπολης και ένα Μουσείο Επαγγελμάτων στον αναστηλωμένο από τον ίδιο μητροπολιτικό ναό των Ταξιαρχών στο γειτονικό με το Αιβαλί, Μοσχονήσι.
Το βιομηχανικό συγκρότημα που περιλαμβάνει το ελαιοτριβείο και το σαπωνοποιείο του Γεωργαλά και τον αλευρόμυλο του Αθανασιάδη χτίστηκε μετά το 1870 βόρεια του Γυμνασίου της πόλης –διάδοχο της ιστορικής Ακαδημίας Κυδωνιών– στην έκταση ανάμεσα στο λεγόμενο Πλατύ Σοκάκι και την παραλία. Ο χώρος χρησιμοποιούνταν και πριν για επαγγελματικές δραστηριότητες ιδιαίτερα μετά την πρώτη καταστροφή της πόλης το 1821, αλλά μετά το 1870 εξελίχθηκε σε ένα πραγματικό Μικρασιατικό «Μάντσεστερ». Εκεί σύμφωνα με τον ερευνητή της ιστορίας της πόλης Δημητρό Ψαρρό, ιδρύθηκαν τα πιο σύγχρονα εργοστάσια του οικισμού. Ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, σαπωνοποιεία, αλευρόμυλοι και βυρσοδεψεία. «Οι ψηλές καμινάδες τους», γράφει ο Δημητρός Ψαρρός, «που φαινόταν από μακριά, διαλαλούσαν την ορμή της βιομηχανικής ανάπτυξης του τόπου. Καθώς όλες αυτές οι επιχειρήσεις ήταν οικογενειακές, μαζί με τα εργοστάσια χτίζονταν εκεί και τα γραφεία αλλά και τα καινούργια σπίτια των βιομηχάνων. Αναφέρονται εδώ εκτός από την οικογένεια Χατζηαθανασίου ή Αθανασιάδη (μετέπειτα εκδοτών των Αθηναϊκών εφημερίδων “Απογευματινή” και “Βραδυνή”) τα ονόματα των οικογενειών Γεωργαλά, Γούτα (Ιταλικό προξενείο), Γονατά (Ρώσικο Προξενείο), Οικονομίδη, Καλντή, Δημίδη και άλλων».