Τρεις ενότητες έργων της Φωτεινής Στεφανίδη εκτίθενται στη Zivasart Gallery με επιμέλεια του Νίκου Ζήβα: Σιωπηρή ευωχία, Μήνες, Κήποι. Από τις ενότητες αυτές, η πρώτη, η Σιωπηρή ευωχία είχε εκτεθεί για πρώτη φορά στις Βρυξέλλες, το 2013, στο Periple Arts et Lettres Helleniques. Την έκθεση συνόδευε τρίγλωσσος κατάλογος (στην ελληνική, γαλλική και αγγλική γλώσσα) σε 297 αριθμημένα αντίτυπα. Η εμπνευσμένη εισαγωγή ήταν γραμμένη από τον Χρήστο Μπουλώτη, στον οποίο οφείλεται και ο τίτλος της έκθεσης του «εκκωφαντικά σιωπηρού» έργου.
Η Σιωπηρή ευωχία εκτίθεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και ο επιμελητής, Νίκος Ζήβας, ομότεχνος της ζωγράφου, εμπλούτισε το έργο της, όχι μόνο με το δικό του κείμενο, αλλά και με μια επιμέλεια που το αναδεικνύει και αποσπά πολλές ομιλίες από τη δηλωμένη σιωπή του. Το κείμενο της Γεωργίας Κακούρου Χρόνη που ακολουθεί διαβάστηκε στα εγκαίνια της έκθεσης (23 Οκτωβρίου 2023), η οποία θα διαρκέσει έως τον Ιανουάριο του 2024:
«Τα έργα της Φωτεινής Στεφανίδη αυτοσυστήνονται τόσο εύγλωττα, μιλούν μόνα τους, και δεν χρειάζονται μεσάζοντες. Όλες και όλοι ανταποκρινόμαστε σ’ αυτά· έτσι η δική μου θα είναι μια από τις πολλές εκφορές λόγου, με προεξέχουσες να παραμένουν εκείνες του Χρήστου Μπουλώτη και του Νίκου Ζήβα.
»Επιτρέψτε μου μόνο να πω καταρχάς πόσο ωραία ήταν η επιλογή αυτού του χώρου, δημιούργημα του Νίκου Ζήβα. Όλα αυτά τα αρχιτεκτονικά σπαράγματα, τα δομικά υλικά και τα εναπομείναντα διακοσμητικά στοιχεία των σπιτιών που χάθηκαν, κρατάνε τη ζωή τους.
»Έχει κανείς την αίσθηση περιδιαβαίνοντας στον χώρο ότι ακούει ομιλίες που έρχονται από πολύ μακριά. Το ίδιο συμβαίνει, όταν ατενίζει κανείς και τους πίνακες της Φωτεινής Στεφανίδη. Ακούει τους ψιθύρους τους που έρχονται κι αυτοί από πολύ μακριά· θα επανέλθω σ’ αυτούς πιο κάτω. Αυτή η εκλεκτική σχέση αναδεικνύει ως ιδανικό τον χώρο και συνεισφέρει στην έκθεση.
»Ιχνηλατώ και μια ακόμη εγγενή συγγένεια: Και στον Νίκο Ζήβα και στη Φωτεινή Στεφανίδη κληροδοτήθηκε μια πολύτιμη παράδοση που και οι δυο την σεβάστηκαν, την ανανέωσαν και την οδήγησαν στα δικά τους ξέφωτα. Και μια τρίτη: Και οι δυο ζωγράφοι δεν έχουν χρωμοφοβία. Το 2000 (και δεκατρία χρόνια αργότερα από τις εκδόσεις “Άγρα”) κυκλοφόρησε το βιβλίο του David Batchelor, Chromophobia (Χρωμοφοβία).
»Ο συγγραφέας καταλογίζει στη σαγήνη του “λευκού” που επιβάλλεται σε ορισμένους χώρους (και στις γκαλερί, όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει ο Νίκος Ζήβας) ένα μοντέλο για το πώς πρέπει να είναι το σώμα: χωρίς σάρκα οποιουδήποτε είδους (γέρικη, σφριγηλή, όμορφη, πλαδαρή, αρωματισμένη, βρομερή), χωρίς κίνηση (εξωτερική ή εσωτερική), χωρίς ορέξεις.
»Αντίθετα στον χώρο αυτό ακούμε, αγγίζουμε, μυρίζουμε, βλέπουμε, νιώθουμε τους ανθρώπους που έφυγαν, αλλά παραμένουν δίπλα μας· μάς συναισθάνονται και τους συναισθανόμαστε. Τη βεβαιότητα αυτής της ιδιαίτερης συνύπαρξης μάς δίνει και η ζωγραφική της Φωτεινής.
»Έχω την αίσθηση ότι η ζωγραφική, όπως και η μουσική –ίσως και η ποίηση– είναι από τις τέχνες που προδίδουν περισσότερο τον δημιουργό τους. Σ’ ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, ο δημιουργός μπορεί να εξαφανιστεί πίσω από τις επινοημένες ηρωίδες του και τους επινοημένους ήρωές του.
»Στη ζωγραφική, ειδικά της Φωτεινής Στεφανίδη, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η ζωγράφος, με ολάνοιχτο το νου και την καρδιά, είναι παρούσα στην κάθε γραμμή, στην κάθε πινελιά. Θεωρώ ότι αυτό είναι το μεγάλο αντιστάθμισμα, η ισορροπία που εξασφαλίζεται ανάμεσα στη ζωγράφο και την άλλη της ιδιότητα, της εικονογράφου. Γιατί η εικονογράφος Φωτεινή Στεφανίδη υποχρεώνει τον εαυτό της να σεβαστεί ένα κείμενο, αλλά η ζωγράφος, αυτή που βλέπουμε εδώ, είναι αποκλειστικά και μόνον ο εαυτός της. Με τη γνωστή ποιότητα, εκείνη που την διακρίνει και την σφραγίζει σε όλα τα μέσα έκφρασής της, πόσο μάλλον στη ζωγραφική της· γιατί πρωτίστως η ίδια είναι ζωγράφος.
»Αλλά πέρα από την ποιότητα, τις προσωπικές αποκαλύψεις, υπάρχει εδώ και μια εγγενής ιδιότητα (επομένως, ανιχνεύσιμη σε όλα της τα έργα) με πολιτική –θα έλεγα– διάσταση. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τα θέματά της, το χρώμα και το σχέδιό της, κηρύσσουν μια ελευθερία που υπακούει σε τόσο παιδεμένους και καλλιεργημένους από την ίδια κανόνες και όρια, έτσι που να ισορροπούν στην επαναστατικότητά τους.
»Η ισορροπία τους εξασφαλίζεται και από μια άλλη παράμετρο: Από τη συνύφανσή τους με τα νήματα της παράδοσης, που, χωρίς να υποτάσσονται σ’ αυτή, δημιουργούν μια δική της ιδιαίτερη γραφή, αναγνωρίσιμη, όχι μόνο στα έργα που μας περιβάλλουν, αλλά γενικά στο έργο της (εικαστικό, εικονογραφικό, φωτογραφικό, λογοτεχνικό· επιμέλειες βιβλίων φίλων) έτσι που η υπογραφή της να μην είναι καν αναγκαία.
»Η Σιωπηρή ευωχία! Ένα εντεκάμετρο οριζόντιο τραπέζι που πήρε έντεκα χρόνια να ζωγραφιστεί. Πουθενά δεν ανιχνεύεται η διακοπή, η ανάπαυλα, το σταμάτημα και το ξεκίνημα. Πού κουράστηκε το χέρι, πού πήρε ανάσα, από πού συνέχισε; Μια σύνθεση ενιαία που ρέει γαληνεμένη σ’ έναν άλλον χωρόχρονο, χωρίς να αποκλείει και τούτον.
»Το ίδιο τραπέζι που στήνεται απ’ αιώνων στην ελληνική γη, στη χαρά και στην οδύνη. Τέτοιο στήνουν οι ομηρικοί ήρωες, τέτοιο η Δήμητρα για την Περσεφόνη· με τις μορφές να προσομοιάζουν με τις μούσες και τον Απόλλωνα που κυκλοφορούν, σχεδόν ξεβαμμένες, στον “Τάφο του ποιητή” που ανάσκαψε ο Αδαμάντιος Αδαμαντίου στα ριζά της ακρόπολης της Σπάρτης (και που η Φωτεινή Στεφανίδη δεν έχει δει).
»Ένα τραπέζι που ζωντανεύει τα επιτύμβια ανάγλυφα του Κεραμεικού, τα φαγιούμ και τις νωπογραφίες της ύστερης αρχαιότητας, στην Παλμύρα, στη Δούρα Ευρωπό, στην Πομπηία (κυρίως στα κόκκινα και στα πράσινα)· και κρατά απόηχους από τον Τσαρούχη και τον Μόραλη. Η αυγοτέμπερα και η αρχαία παλέτα επιτείνουν τη συνομιλία με τον παρελθόντα χωρόχρονο, διαιωνίζουν τον χρόνο και αφυλοποιούν τον χώρο.
»Οι Κήποι μοιάζουν αποσπασμένοι από τη θέα που μας επιτρέπουν να δούμε τα ανοίγματα, ακόμη και τα κλειστά παράθυρα της Σιωπηρής ευωχίας, μόλις τ’ ανοίξουμε. Και οι μήνες συνδαιτημόνες· έχουν προσκαλεστεί ως ομοτράπεζοι ν’ αποθέσουν ο καθείς και τα δώρα του στο μεγάλο τραπέζι.
»Και οι τρεις συνθέσεις αποτελούν μια ενότητα, και για να επιστρέψω στην αναφορά που έκανα στην αρχή για τη Χρωμοφοβία, αίρουν τα δίπολα με τα οποία συνήθως διαλεγόμεθα και για τη ζωή και για την τέχνη. Θεωρούμε την ένωση σχεδίου και χρώματος απαραίτητη για να γεννηθεί η ζωγραφική, όπως την ένωση άνδρα και γυναίκας για να γεννηθεί η ανθρωπότητα. Μόνο που το σχέδιο, η ανδρική υπεροχή, επιζητεί να καθυποτάξει το χρώμα-γυναίκα. Έχουμε, δηλαδή, έναν κόσμο από άνισα αντίθετα: Αδάμ-Εύα, αρσενικό-θηλυκό, λογική-συναίσθημα, τάξη-αταξία, απόλυτο-σχετικό, δύση-ανατολή, γραμμή-χρώμα, Φλωρεντία-Βενετία. (Η αντιπαλότητα βέβαια ξεκινά από τον Πλάτωνα, συνεχίζεται στον Αριστοτέλη, υιοθετείται από τον Καντ και παγιώνεται στις Ακαδημίες). Αυτό το άνισο δίπολο, γραμμής και χρώματος, δεν υπάρχει στο ζωγραφικό σύμπαν της Φωτεινής Στεφανίδη, όπου η συνδιαλλαγή των δύο είναι ομότιμη και ομόθυμη.
»Όσο περισσότερο επικοινωνείς με το έργο της, τόσο περισσότερο σού αποκαλύπτεται. Έργο που επιδέχεται πολλές αναγνώσεις που σε κατακτά με την πρώτη ματιά και μετά χρειάζεσαι –και επιθυμείς– πολλές φορές και περισσότερο χρόνο κάθε φορά, γιατί η ματιά ξεχνιέται στο βλέμμα και το αδιόρατο χαμόγελο του Γενάρη, στον κότσυφα που παραστέκει τον Μάρτη, σε μια παπαρούνα και δυο χαμομήλια κτερίσματα του Απρίλη, στον βουρκωμένο Αύγουστο, σ’ ένα κρινάκι της θάλασσας, ένα κυκλάμινο, ένα σύκο, μια κίτρινη, μια κόκκινη πινελιά που ανασταίνει δικούς μας, προσωπικούς κόσμους, και που κάνουν αυτή τη ζωγραφική δική μας.
»Μπαίνουμε στους Κήπους της, και είναι για μάς στρωμένο το τραπέζι, μας προσμένει ένα ποτήρι κρασί, ένα ανθογυάλι με αγριολούλουδα μαζεμένα από τα χέρια της και νότες ενός πουλιού. Όλα παραπέμπουν σε μια φύση που είναι του ελάχιστου που μπορείς να την μπάσεις μέσα στον περιορισμένο χώρο ενός μικρού διαμερίσματος μιας ασφυκτικά δομημένης πόλης. Ένα κλαδάκι γιασεμί στο ανθογυάλι, το ρόδινο της πικροδάφνης φέρνει εντός εκείνον τον εκτός κόσμο που εξοστρακίσαμε.
»Καμιά φορά –αντίθετα απ’ όσα ειπώθηκαν– οι διάσπαρτες γραμμές μοιάζουν να υπονομεύουν την τάξη που επιβάλλει το σχέδιο. Ως να μην θέλει η ζωγράφος να του δώσει την πρωτοκαθεδρία και, παρόλο που το χειρίζεται με εξαιρετική μαεστρία, προτιμά να αφήσει στο χρώμα να έχει τον τελευταίο και καθοριστικό λόγο.
»Αυτή εξάλλου υπήρξε και η επιδίωξη των καλών μυθιστοριογράφων, όπως ο Φλωμπέρ. Ακόμη και στις σχολές δημιουργικής γραφής διδάσκουν να αποφεύγονται οι αναφορές στο οικογενειακό μυθιστόρημα, στην προσωπική δηλαδή ζωή του δημιουργού.
»Ωστόσο στη χειρονομιακή γραφή της Φωτεινής Στεφανίδη δεν αναγνωρίζουμε μόνο την ίδια, κυρίως αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας, όπως στις συστάσεις των οστών και του αίματός μας, στην ουσία των κυττάρων μας ανιχνεύονται τ’ αστέρια του ουρανού, τα στοιχεία του κόσμου που μας συνθέτει και μας συνέχει.
»Η Φωτεινή Στεφανίδη δεν ζωγραφίζει ένα τοπίο, αλλά έναν τόπο, που είναι ο δικός της, αλλά και ο δικός μας· γιατί έρχεται από πολύ μακριά· από την αρχαιότητα, ακούει το βυζαντινό μέλος και κρατά την ανάσα των δασκάλων της. Το τοπίο της Φωτεινής Στεφανίδη είναι ο καταγωγικός μας τόπος».