Η μελέτη για την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό του υφιστάμενου κτηρίου του Αρχαιολογικού Μουσείου Σπάρτης, η οποία εκπονήθηκε στο πλαίσιο της Σύμβασης Δωρεάς μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, έτυχε της θετικής γνωμοδότησης του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού. Η δωρεά περιλαμβάνει τη μελέτη υπόγειας επέκτασης του υφιστάμενου Αρχαιολογικού Μουσείου με την προσθήκη λειτουργικών χώρων, καθώς και τη λειτουργική αναζωογόνηση του περιβάλλοντος κήπου. Το έργο της επέκτασης και του εκσυγχρονισμού του Μουσείου έχει προϋπολογισμό 4.550.000 ευρώ.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης είναι το πρώτο μουσειακό ίδρυμα εκτός Αθηνών. Το Μουσείο χωροθετείται σε προνομιακή θέση στο κέντρο της πόλης που ορίστηκε το 1834, από τον γεωμέτρη F. Stauffert. Το σχέδιό του προέβλεπε την ανέγερση δημόσιων κτηρίων και δύο πλατειών με περιμετρικές παρόδιες στοές στον πυρήνα της πόλης. Το Μουσείο ιδρύθηκε το 1875 στο νεοκλασικό κτήριο που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Κατσαρού. Το 1876 δέχθηκε την αρχαιολογική συλλογή των 288 αρχαίων αντικειμένων που είχε συγκεντρώσει από το 1872 ο Έφορος Αρχαιοτήτων Παναγιώτης Σταματάκης, ενώ στο πέρασμα των χρόνων η συλλογή εμπλουτίστηκε. Το κτήριο επεκτάθηκε συμμετρικά ως προς τον κεντρικό άξονά του και απέκτησε τη σημερινή μορφή του σε τρεις φάσεις: Η πρώτη επέκταση πραγματοποιήθηκε το 1905, η δεύτερη το 1936 και η τελευταία το 1960. Στην αρχική του φάση το Μουσείο αποτελούνταν από δύο αίθουσες εκατέρωθεν της κεντρικής εισόδου. Σήμερα διαθέτει επτά αίθουσες. Στο εξωτερικό του Μουσείου, ο κήπος δίνει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα με το κεντρικό σιντριβάνι και περισσότερα ψηλά δέντρα και μετατρέπεται σε υπαίθρια γλυπτοθήκη με σημαντικό αριθμό και ποικιλία γλυπτών. Το κτήριο και ο κήπος που το περιβάλλει έχουν χαρακτηριστεί ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία.
Το Μουσείο μετά την επέκτασή του θα έχει μικτό εμβαδόν 1.090 τ.μ. Από αυτά, τα 360 τ.μ. είναι η επιφάνεια που καλύπτει το υφιστάμενο κτήριο και 730 τ.μ. καλύπτει η επέκτασή του. Τη μουσειολογική μελέτη εκπόνησε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λακωνίας και την αρχιτεκτονική πρόταση το γραφείο του Renzo Pianο. Στόχος των προβλεπόμενων επεμβάσεων είναι αφενός η ανάδειξη του αρχικού μνημειακού χαρακτήρα του κτηρίου αφετέρου η εξασφάλιση της πρόσβασης και της ασφάλειας των επισκεπτών, του προσωπικού και των πολιτιστικών αγαθών που στεγάζει. Οι εργασίες που προβλέπονται αποσκοπούν στην αποκατάσταση του κτηριακού κελύφους και των εσωτερικών φθορών με σκοπό τη λειτουργική αναβάθμιση των εκθεσιακών και των υποστηρικτικών χώρων του Μουσείου.
Η βασική αρχιτεκτονική ιδέα για την επέκταση του Μουσείου είναι να κατασκευαστεί μια υπόγεια επέκταση μεταξύ του υφιστάμενου κτηρίου και του ανατολικού ορίου του οικοπέδου, στη θέση των σημερινών αποθηκών, οι οποίες κατεδαφίζονται. Η πρόσβαση στην υπόγεια επέκταση θα γίνεται μέσω ενός κεντρικού κλιμακοστασίου και ενός ανελκυστήρα, τα οποία στεγάζονται σε γυάλινο διάφανο ορθογώνιο «κουτί» κεντροβαρικά χωροθετημένο στον άξονα του Μουσείου. Στη στάθμη του υπογείου, εκατέρωθεν του νέου χώρου εισόδου, χωροθετούνται δύο νέες αίθουσες εκθέσεων. Στις αίθουσες αυτές η ανάδειξη των εκθεμάτων θα γίνεται με τεχνητό φωτισμό. Επιπλέον, στο νέο κτήριο προβλέπονται οι χώροι υγιεινής και οι απαραίτητοι μηχανολογικοί και αποθηκευτικοί χώροι για την εξυπηρέτηση του νέου, αλλά και του υφιστάμενου κτηρίου. Αυτό επιτρέπει την πλήρη ανάδειξη του υφιστάμενου κτηρίου με απομάκρυνση όλων των μεταγενέστερων επεμβάσεων και δευτερευουσών χρήσεων. Στο δώμα της υπόγειας επέκτασης προβλέπεται «κήπος γλυπτών», σε άμεση οπτική επαφή για τους περαστικούς της οδού Νίκωνος, οι οποίοι θα έχουν θέα προς την υπαίθρια συλλογή. Η χωροθέτηση δεύτερης εισόδου από την πλευρά της οδού Νίκωνος εξασφαλίζει την προσβασιμότητα τόσο στο υφιστάμενο όσο και στους χώρους της επέκτασης και του κήπου.
Ο Κήπος είναι αναπόσπαστο μέρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του Μουσείου. Σχεδιάστηκε, επίσης, από τον Γ. Κατσαρό και η διαμόρφωσή του ξεκίνησε το 1920, με το σχέδιο των δύο αξόνων να παραμένει αναλλοίωτο μέσα στις δεκαετίες. Χωρικά στοιχεία όπως το μαρμάρινο σιντριβάνι και τα παγκάκια προστέθηκαν σε ύστερο χρόνο. Το 1960, ο περιβάλλων χώρος διακοσμήθηκε με αγάλματα και ανάγλυφα της Ρωμαϊκής περιόδου. Βάσει της μελέτης αποκατάστασης, ο Κήπος αρθρώνεται γύρω από δύο βασικούς άξονες, διατηρώντας το εμβληματικό σιντριβάνι στο κέντρο. Η επέμβαση στο χώρο οργανώνεται γύρω από μια στρατηγική υποστήριξης και αποκατάστασης. Οι γραμμικές φυτεύσεις με θάμνους κατά μήκος των δύο αξόνων αποκαθίστανται, καθώς αποτελούν χωρικό σημείο αναφοράς. Οι τέσσερις εμβληματικοί Φοίνικες του Κήπου, επίσης, αποκαθίστανται.
Όπως δήλωσε η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη: «Το έργο της επέκτασης, του εκσυγχρονισμού και της λειτουργικής αναβάθμισης του Αρχαιολογικού Μουσείου Σπάρτης εντάσσεται στην πρωτοβουλία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) στη Λακωνία, αλλά και στις προτεραιότητες του Υπουργείου Πολιτισμού. Στόχος είναι η αναγέννηση του παλαιότερου περιφερειακού Μουσείου της νεότερης Ελλάδας, αλλά και η αναβάθμιση του ιστορικού κέντρου της Σπάρτης. Το Παλαιό Αρχαιολογικό Μουσείο, με σύγχρονη έκθεση ενισχυμένη με ψηφιακά μέσα, θα αποτελέσει όχι μόνο σημαντικό πόλο έλξης των Ελλήνων και των ξένων επισκεπτών, που θέλουν να μυηθούν στην ιστορία και στην αρχαιολογία της Σπάρτης, αλλά και ενοποιητικό στοιχείο με το Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Σπάρτης, που θα στεγαστεί στο αποκατεστημένο κτήριο του π. εργοστασίου της ΧΥΜΟΦΙΞ, και του οποίου πριν από λίγες μέρες εγκρίθηκαν οι μελέτες. Η Σπάρτη δικαιούται απολύτως σύγχρονες μουσειακές υποδομές, στις οποίες να αναδεικνύεται η μοναδική πολιτιστική της φυσιογνωμία στη μεγάλη ιστορική διαχρονία. Τα δύο αυτά μουσεία σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της «Οικίας της Ευρώπης», το έργο που εκτελείται στο αρχαίο θέατρο της Σπάρτης, με το σύνολο των έργων στον Μυστρά –ανάμεσα στα οποία και η απόδοση του Παλατιού ως εκθεσιακού-μουσειακού χώρου–, και το σύνολο των έργων στη Μονεμβασιά συμβάλλουν καθοριστικά στην προώθηση και εμπέδωση ενός νέου, βιώσιμου αναπτυξιακού προτύπου για τη Λακωνία».