Συνεχίστηκε και κατά το 2023 η διεπιστημονική αρχαιολογική έρευνα στο Ιερό των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων στα Νικολέικα Αιγιάλειας, τεκμηριώνοντας περαιτέρω τις διαφορετικές χρονολογικές φάσεις του λατρευτικού κέντρου της αρχαίας πόλης Ελίκης που καταστράφηκε από τον σεισμό το 372/3 π.Χ. Η έρευνα διεξάγεται στο πλαίσιο πενταετούς ερευνητικού προγράμματος της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων υπό τη διεύθυνση της δρος Ερωφίλης Κόλια, Προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας, και της δρος Αναστασίας Γκαδόλου, Γενικής Διευθύντριας του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Βόρεια του ήδη ανεσκαμμένου σε προηγούμενες ερευνητικές περιόδους αψιδωτού ναού (710-700 π.Χ.) και του παλαιότερου βωμού από ωμές πλίνθες στο εσωτερικό του (760-750 π.Χ.), ερευνήθηκαν τα κατάλοιπα δύο ακόμη κτηρίων, ενώ συνεχίστηκε η διερεύνηση στρωμάτων με κατάλοιπα λατρευτικών δραστηριοτήτων, του 9ου-7ου αι. π.Χ.
Συγκεκριμένα κατά την πρόσφατη έρευνα, που διενεργήθηκε από τις 2 Μαΐου έως τις 23 Ιουνίου 2023, εντοπίστηκαν δύο κτήρια βορείως του αψιδωτού ναού. Το αρχαιότερο οικοδόμημα, που χρονολογείται στον 8ο αι. π.Χ., είναι επίσης αψιδωτό και έχει προσανατολισμό Β–Ν, διαφορετικό δηλαδή από τον αψιδωτό ναό του τέλους του 8ου αι. π.Χ. που έχει προσανατολισμό Α–Δ. Το δε μήκος του υπολογίζεται σε τουλάχιστον 18-20 μ. Αποκαλύφθηκε ο ανατολικός τοίχος του και η γένεση της αψίδας προς νότο, καθώς και τμήματα δαπέδων από πατημένο χώμα, που ανήκουν σε τρεις αλλεπάλληλες φάσεις χρήσης του.
Σε ψηλότερο επίπεδο κατά 0,80/1 μ. εντοπίστηκε το λίθινο θεμέλιο ναόσχημου κτηρίου του 7ου/6ου αι. π.Χ., καθώς και λίθινες τετράπλευρες βάσεις που πιθανώς ανήκουν στην κεντρική κιονοστοιχία του, και τμήμα του δαπέδου του από πατημένο χώμα. Κατά την ανασκαφή του ήρθε στο φως κεραμική, κυρίως της Αρχαϊκής εποχής, πήλινα ειδώλια, καθώς και χάλκινη κεφαλή φιδιού. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ο εντοπισμός ενός πήλινου φτερού μυθικής μορφής, σφίγγας ή Γοργόνας, ενός ακόμη αρχιτεκτονικού αναγλύφου του 6ου αι. π.Χ., που βρέθηκε την τελευταία ημέρα της ανασκαφής σε τετράγωνο ανατολικά των παραπάνω οικοδομημάτων και που ανήκει στον αετωματικό διάκοσμο ναού του α’ μισού του 6ου αι. π.Χ.
Επίσης, στα ανασκαφικά τετράγωνα ανατολικά των οικοδομημάτων ήρθε στο φως μεγάλη ποσότητα κεραμικής που χρονολογείται στον 8ο και τον 9ο αι. π.Χ., πιστοποιώντας τη λατρευτική χρήση του χώρου ήδη από το 850 π.Χ. Στα αναθήματα προς τη θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένος αυτός ο ιερός τόπος συγκαταλέγονται πήλινα και χάλκινα ειδώλια, από τα οποία ξεχωρίζει το χάλκινο ειδώλιο ζώου, πιθανώς σκύλου, πήλινοι τροχοί αμαξών, χάλκινες πόρπες και περόνες (εξαρτήματα στερέωσης των ενδυμάτων), αλλά και σιδερένια όπλα, ενώ ενδιαφέρον είχε η αποκάλυψη μίας χρυσής ψήφου (εξάρτημα περιδεραίου), εύρημα σπάνιο στα ιερά της Αιγιάλειας.
Μεταξύ των κτηριακών καταλοίπων πιστοποιήθηκε, τόσο με βάση τις παρατηρήσεις στο πεδίο (μακροσκοπικά) όσο και μέσω εργαστηριακών αναλύσεων (συλλογή δειγμάτων από τα αρχαιολογικά στρώματα, έπειτα από κατάλληλη επεξεργασία και μικροσκοπική μελέτη από τη γεωαρχαιολόγο της επιστημονικής ομάδας, δρα Μ. Γκούμα), πλήθος πλημμυρικών επεισοδίων, ένα φαινόμενο συχνό στην περιοχή ακόμα και στους νεότερους χρόνους (1940-1950), όπως πληροφόρησαν τους αρχαιολόγους και οι κάτοικοι του χωριού. Το γεγονός ότι, παρόλο που η περιοχή απειλείτο από συχνές φυσικές καταστροφές στην αρχαιότητα, δεν εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους που συνέχιζαν να επισκευάζουν τα κτήρια ή να κτίζουν καινούργια, αντικατοπτρίζει και πιστοποιεί την επιθυμία αλλά και την αγωνία τους να διαφυλάξουν τον τόπο ο οποίος, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, αποτελούσε το λατρευτικό κέντρο της Ελίκης. Σύμφωνα με τα ευρήματα της φετινής ανασκαφικής έρευνας, πέρα από την κύρια λατρευόμενη θεότητα –η οποία πιστεύεται ότι ήταν ο Ποσειδώνας, καθώς σχετίζεται με τα άλογα και τους ιππικούς αγώνες– προκύπτουν ενδείξεις και για τη λατρεία μίας δεύτερης θεότητας, στην ταυτότητα της οποίας θα καταλήξει η ερευνητική ομάδα, αφού προηγηθεί η τεκμηρίωσή της μέσω της μελέτης των αναθημάτων.
Οι λατρευτικές πρακτικές περιελάμβαναν θυσίες ζώων κυρίως αιγοπροβάτων και αιγοειδών, αλλά και χοίρων σύμφωνα με τα συμπεράσματα του αρχαιοζωολόγου, δρος Γ. Καζαντζή, επιστημονικού συνεργάτη της ανασκαφής, που μελέτησε το ανασκαφικό υλικό. Η μελέτη αρχαίων φυτικών καταλοίπων που ήρθαν στο φως κατά την επίπλευση των χωμάτων της ανασκαφής διεξάγεται από την καθηγήτρια αρχαιοβοτανολογίας Ε. Μαργαρίτη και τη μεταδιδακτορική ερευνήτρια, δρα Κ. Τσίρτση, στο Ινστιτούτο της Κύπρου και πιστοποίησε για μία ακόμα χρονιά τη μεγάλη ποσότητα καρπών σταφυλιών που αντικατοπτρίζει τη σημασία του οίνου για τις λατρευτικές πρακτικές στο ιερό.
Η σχεδιαστική και φωτογραμμετρική αποτύπωση όλων των ανασκαφικών στρωμάτων πραγματοποιήθηκε από τον αρχιτέκτονα Β. Μαλκάκη και την τοπογράφο Μ. Σκαμαρτζάνη διασφαλίζοντας την πλήρη αρχαιολογική τεκμηρίωση.
Στη φετινή ανασκαφική έρευνα συμμετείχαν οι αρχαιολόγοι του Υπουργείου Πολιτισμού Γ. Ήβου, Π. Σκιαδοπούλου και Σ. Στουγγιώτη, καθώς και δέκα μεταπτυχιακοί φοιτήτριες και φοιτητές του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, των Πανεπιστημίων Ιωαννίνων, Θεσσαλονίκης και Πελοποννήσου και της Σχολής Αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Η συντήρηση των ευρημάτων πραγματοποιείται από τον Βασίλη Κύρκο και τη Λουκία Βούζα, συντηρητές του Υπουργείου Πολιτισμού.
Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας στο πλαίσιο Προγραμματικής Σύμβασης Πολιτιστικής Ανάπτυξης του Υπουργείου Πολιτισμού και της Περιφέρειας, ενώ σημαντική ήταν η υποστήριξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας, αλλά και η οικονομική και υλική συνδρομή της ΑΜΚΕ ΑΙΓΕΑΣ, του ΟΠΑΚΕ του ομίλου ΟΤΕ και της εταιρείας SingerFrance.