Είναι μια φωτεινή ημέρα του Ιουλίου του 1954, όταν ο νεαρός Αμερικανός, που έχει μόλις κλείσει τα 20, κοντοστέκεται απέναντι από την πλώρη του πλοίου «Achillefs», στο λιμάνι της Βενετίας. Σηκώνει τη φωτογραφική μηχανή του και τραβάει μια φωτογραφία –το λευκό καράβι, τον βενετσιάνικο πύργο στο φόντο, πλοιάρια, γόνδολες και κομψά ντυμένους ανθρώπους στην αποβάθρα– χωρίς ακόμα να γνωρίζει ότι η εικόνα αυτή σηματοδοτεί την έναρξη ενός ταξιδιού που θα αλλάξει τη ζωή του. Λίγα λεπτά αργότερα, θα επιβιβαστεί μαζί με τον αδερφό του στο «Achillefs» και θα αρχίσει ένα ταξίδι προς την Ελλάδα, που θα κρατήσει –με διαλείμματα– επτά δεκαετίες μέχρι στιγμής.
Ο νεαρός εκείνος ήταν ο 89χρονος σήμερα Robert (Bob) McCabe, γεννημένος στο Σικάγο το 1934, που έχει στο ψηφιακό αρχείο του χιλιάδες φωτογραφίες της Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που, μέσα από τις εικόνες του –βαθιά ανθρώπινα βλέμματα, γιορτές και καθημερινός μόχθος, τοπία, αρχαιολογικοί χώροι– πορεύεται στον χρόνο αλλάζοντας συνέχεια. Όταν ο νεαρός Ρόμπερτ έφτανε στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα, οι άνθρωποι σε πολλά ελληνικά νησιά καλά-καλά δεν γνώριζαν τι σημαίνει «τουρίστας» και ο αρχαιολογικός χώρος των Μυκηνών δεν είχε ακόμα αποκατασταθεί στη μορφή που τον γνωρίζουμε σήμερα…
«Το “Αχιλλέας”, ένα πλοίο που δόθηκε στην Ελλάδα από τους Ιταλούς ως πολεμική αποζημίωση, είχε αναχωρήσει απ’ τη Βενετία, έκανε μια στάση στην Κέρκυρα τα ξημερώματα και συνέχισε μέσω της Διώρυγας της Κορίνθου για τον Πειραιά. Ταξιδέψαμε στη μεγαλοπρέπεια της πρώτης θέσης, επειδή ο αδελφός μου γνώριζε τους ιδιοκτήτες. Φιλίες με ελληνικές οικογένειες, που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Όταν φτάσαμε, μας πήγαν στο ξενοδοχείο “Grand Bretagne”, αλλά μετά την πρώτη νύχτα συνειδητοποιήσαμε ότι η τιμή του δωματίου ήταν 200 δραχμές τη βραδιά ή σχεδόν 7 δολάρια! Ο προϋπολογισμός μας θα διαλυόταν και έτσι μεταφερθήκαμε στο “Excelsior” στην πλατεία Ομονοίας (σήμερα είναι το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας), στην πιο φιλική τιμή των 30 δραχμών ή 1 δολαρίου ανά διανυκτέρευση» διηγείται ο διάσημος φιλέλληνας φωτογράφος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, με αφορμή την έκθεση φωτογραφιών του που διοργάνωσε στις 10-16 Ιουνίου, σε κεντρικό χώρο του Δημαρχείου της Χάγης, η ελληνική πρεσβεία, παρουσία (στα εγκαίνια) πρεσβευτών και στελεχών ολλανδικών υπουργείων, του πρώην Ολλανδού υπουργού Εξωτερικών, Tom de Bruijn, εκπροσώπων του παλατιού, επιχειρηματιών και μελών της ελληνικής κοινότητας.
Η χήρα της Κάσου ως σύμβολο και το γενναιόδωρο μοίρασμα μιας ψαριάς πάνω σε καΐκι
Στην Αθήνα του 1954 που αντικρίζει ο Μακ Κέιμπ, δεν υπάρχουν φωτεινοί σηματοδότες. Οι οδηγοί χτυπούν τις οροφές των αυτοκινήτων τους αντί να κορνάρουν, αφού οι κόρνες απαγορεύονται, και οι άνθρωποι έχουν την τάση να… πέφτουν πάνω σου καθώς περπατούν. «Ωστόσο, για κάποιο λόγο, ένιωθα πολύ οικεία σε αυτό το νέο περιβάλλον» λέει, αναπολώντας τα πρώτα του 24ωρα στην Ελλάδα. Υπάρχει στο ελληνικό χαρτοφυλάκιό του κάποια φωτογραφία που τη θεωρεί εξαιρετικά ιδιαίτερη; «Υπάρχει μια φωτογραφία που τράβηξα στην Κάσο το 1965 και για μένα συμβολίζει τη ζωή στα ελληνικά νησιά σε παλαιότερες εποχές. Είναι η φωτογραφία μιας χήρας, που ζει με τις αναμνήσεις της. Ο σύζυγός της ίσως χάθηκε στη θάλασσα ή έπεσε θύμα του πολέμου. Η φωτογραφία θυμίζει τον ρόλο των γυναικών στα νησιά. Γυναικών που ανέτρεφαν οικογένειες, ενώ οι σύζυγοί τους ήταν στη θάλασσα ή δούλευαν στον Πειραιά, έχοντας μαζί τους οικογενειακές φωτογραφίες για στήριξη» επισημαίνει.
O Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ, που όπως λέει εύχεται «να είχε φέρει περισσότερο φιλμ στα πρώτα ταξίδια του στην Ελλάδα», έχει φωτογραφίσει αμέτρητους ανθρώπους κι έχει συζητήσει με άλλους τόσους, ακόμα και αν δεν ήθελαν να φωτογραφηθούν, όπως με τον πατέρα Γρηγόριο, τον τελευταίο μοναχό των Στροφάδων. Στις επτά αυτές δεκαετίες που φωτογραφίζει την Ελλάδα, υπάρχει κάποιο περιστατικό ή ιστορία που θα του μείνει αξέχαστη; Η σκέψη του πηγαίνει πίσω στο 1957, όταν είχε βρεθεί στη Σκιάθο κι έμαθε ότι επρόκειτο να χτιστεί ένα ξενοδοχείο στην παραλία των Κουκουναριών. Έτσι, το 1963, με έναν φίλο από τις ΗΠΑ, αποφάσισαν να μείνουν στο νέο ξενοδοχείο. Έφτασαν στον Βόλο μέσω Ωρεών, υποθέτοντας ότι υπήρχε τακτική ακτοπλοϊκή σύνδεση με τη Σκιάθο – αλλά δεν υπήρχε. Έτσι η μόνη εναλλακτική λύση ήταν να μισθώσουν ένα καΐκι για το ταξίδι των 60 χιλιομέτρων. Βρήκαν το “Ελευθερία”, ένα μηχανοκίνητο ιστιοπλοϊκό με πλήρωμα τριών ατόμων, που εμπορευόταν φρέσκα προϊόντα στα νησιά του Αιγαίου. Οι ναυτικοί είχαν πρόσφατα κάποια ατυχία και είχαν χάσει ένα φορτίο λαχανικών, γι’ αυτό και ήταν πρόθυμοι για τη δουλειά. Αλλά ο λιμενάρχης είχε άλλη άποψη, αφού δεν είχαν άδεια να μεταφέρουν επιβάτες. Μετά από πολλές συζητήσεις ο λιμενάρχης συμφώνησε, υπό την προϋπόθεση ότι θα αγοραζόταν πρόσθετος εξοπλισμός ασφαλείας.
«Τελικά οι όροι ικανοποιήθηκαν και αναχωρήσαμε το σούρουπο. Λίγες ώρες αργότερα, καθώς πλησιάζαμε στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο, η μηχανή σταμάτησε! Η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν οι απώλειες που υπέστη ο περσικός στόλος, σε καταιγίδα (στις ελληνικές θάλασσες). Όμως ο καπετάνιος κατέβηκε στο μηχανοστάσιο και διέγνωσε γρήγορα ένα μπλοκαρισμένο σωλήνα ψύξης νερού. Μεθοδικά, υπό το αμυδρό φως ενός φακού, αποσύνδεσε τους σωλήνες και τους καθάρισε. Πρέπει να ήταν 3 τα ξημερώματα όταν φτάσαμε. Έψαξα για τα φώτα του ξενοδοχείου. Δεν υπήρχαν, γιατί δεν υπήρχε ακόμα ξενοδοχείο. Οπότε δεν υπήρχε κρεβάτι. Ούτε δείπνο. Κοιμηθήκαμε στο κατάστρωμα και μας ξύπνησε το φως του ήλιου. Αμέσως πήρα ένα ψαροντούφεκο και βούτηξα στο νερό για να πιάσω το πρωινό μας –και καθυστερημένο δείπνο– αλλά τα ψάρια ήταν πολύ μικροσκοπικά, για να μπορέσει να τα χτυπήσει η τεράστια (σε σχέση με το μέγεθός τους) αιχμή του ψαροντούφεκου. Συνέχισα να προσπαθώ μάταια. Βγήκα στην επιφάνεια και ανακοίνωσα την αποτυχία μου. Παρατήρησα ότι ο μάγειρας ψάρευε με μια απλή πετονιά, με δόλωμα από το μαγειρείο. Έπιανε αρκετά ψάρια. Δίστασα να ρωτήσω αν μπορούσαμε να μοιραστούμε την ψαριά του. Σύντομα άρχισε να τα τηγανίζει. Είχαν πλέον περάσει σχεδόν 24 ώρες από τότε που είχαμε φάει για τελευταία φορά. Οι ανησυχίες μου όμως ήταν αβάσιμες. Ήταν αυτονόητο για εκείνους ότι η ψαριά θα μοιραζόταν! Για τους δύο Αμερικανούς υπήρχε ένας όρος. Έπρεπε να φάμε όπως εκείνοι: για κάθε μπουκιά ψαριού χρειαζόταν μια μπουκιά από μια σκελίδα σκόρδο! Φωτογράφισα τον μάγειρα. Ήταν ένας φύσει ευγενικός άνθρωπος, ο οποίος διαισθανόμασταν ότι είχε μια δύσκολη ζωή. Θα θυμάμαι πάντα το γενναιόδωρο μοίρασμα της ψαριάς του» αναπολεί.
Οι τρεις Χάριτες της Ηπείρου 50 χρόνια αργότερα και η «Ωραία Ελένη» των Μυκηνών
Έτυχε ποτέ να ξανασυναντήσει ανθρώπους, που είχε φωτογραφίσει χρόνια πριν; Το 1961 φωτογράφισε τρία κοριτσάκια σε ένα γεφύρι στο Άνω Περιστέρι της Ηπείρου. Ο φακός τα αποτύπωσε χαμογελαστά και πολύ χαρούμενα, με μαλλιά ανακατεμμένα, φορέματα που τα συγκρατούσαν παραμάνες, τα δύο ξυπόλητα, αφού είχαν βγάλει τα παπούτσια τους και τα κρατούσαν στο χέρι. Πενήντα χρόνια αργότερα, ο φωτογράφος πραγματοποίησε έκθεση στο Μονοδένδρι Ιωαννίνων. «Μια αφίσα για την έκθεση που έδειχνε τα τρία κορίτσια είχε αναρτηθεί στο ξενοδοχείο “Lake Hotel” στα Ιωάννινα. Ένας άντρας μπήκε μέσα, είδε την αφίσα και είπε “Αυτή είναι η γυναίκα μου!”. Έτσι είχαμε μια επανασύνδεση και τις φωτογράφισα ξανά, με την ίδια φωτογραφική μηχανή» λέει ο Ρόμπερτ Μακ Κέιμπ και προσθέτει ότι είχε και άλλες υπέροχες επανασυνδέσεις τα τελευταία χρόνια, σε Σαντορίνη, Αμοργό, Δελφούς, Μύκονο και Κάσο, αλλά η πρώτη και πιο αξιομνημόνευτη ήταν εκείνη με τα τρία κοριτσάκια. Πρόσφατα, με την ευκαιρία έκθεσης στους Δελφούς, συνάντησε και τη Λούλα Χριστοπούλου, την οποία είχε να δει από το καλοκαίρι του 1955, παρότι η φωτογραφία εκείνης και του πατέρα της, Αγαμέμνονα Ντάσση, που τραβήχτηκε μπροστά από το φημισμένο ξενοδοχείο τους, «Belle Helene» στις Μυκήνες, έχει γίνει ευρέως γνωστή. Στη φωτογραφία, το κοριτσάκι και ο πατέρας του ποζάρουν στην είσοδο του ξενοδοχείου, κάτω από την αρχαϊκή επιγραφή «Χαίρε Ξείνε, παρ αμμί φιλήσεαι» («Γεια σου ξένε, είσαι καλοδεχούμενος από εμάς»).
Αλήθεια, ποιος ήταν ο σκοπός του όταν άρχισε να φωτογραφίζει την Ελλάδα; Είχε κατά νου να καταγράψει τόπους, γεγονότα και ανθρώπινες ιστορίες για ιστορικούς λόγους ή τράβηξε τις φωτογραφίες απλά για διασκέδαση; «Ο πατέρας μου εργαζόταν σε μια εφημερίδα στη Νέα Υόρκη. Ήταν αυτό που λέμε “ταμπλόιντ” εφημερίδα και έδινε έμφαση στις φωτογραφίες. Όταν μου δόθηκε μια φωτογραφική μηχανή “Kodak Baby Brownie” σε ηλικία 5 ετών, ήθελα να βρω σκηνές που θα μπορούσαν να έχουν ειδησεογραφικό ενδιαφέρον. Είχα αυτή την ιδέα της καταγραφής και τεκμηρίωσης ανθρώπων, τόπων και γεγονότων. Νομίζω ότι αυτό προήλθε από το γεγονός ότι μεγάλωσα σε μια οικογένεια, που είχε σχέση με εφημερίδες» σημειώνει, ενώ στο ερώτημα αν θεωρεί τον εαυτό του ένα είδος φωτορεπόρτερ, απαντά καταφατικά: «Ναι. Πιστεύω ότι η μεγάλη δύναμη της φωτογραφίας είναι να καταγράφει ανθρώπους, μέρη και γεγονότα με μεγάλη ειλικρίνεια. Νομίζω επίσης ότι όταν κάποιος μπορεί να προσθέσει μια αισθητική πινελιά, ενισχύει την εικόνα».
Oι «ρίζες» στη γλώσσα, το DALL-E και τρία νέα πρότζεκτ
Φωτογραφίζει την Ελλάδα επί 70 χρόνια. Έχει αντιληφθεί τι είναι αυτό που πιθανώς διαμορφώνει την ελληνική «ψυχή»; «Το πνεύμα και η ψυχή της Ελλάδας μπορεί να προέρχονται από το γεγονός ότι οι άνθρωποι μιλούν σχεδόν την ίδια γλώσσα για περισσότερα από 3.000 χρόνια. Αυτές είναι πραγματικές ρίζες! Παρότι υπήρξαν πολλές αναταραχές, καταστροφές, Κατοχή, η Ελλάδα επιβίωσε. Πολύ διαφορετικό από τις “κοντές” ρίζες που έχουμε στις ΗΠΑ» σημειώνει και προσθέτει ότι, τόσα χρόνια μετά, η Ελλάδα ακόμα τον γοητεύει, γιατί όσο και αν έχει αλλάξει, η ιστορία της, η ομορφιά των τοπίων και η θέρμη των ανθρώπων παραμένουν, τουλάχιστον στα περισσότερα μέρη.
Στο ερώτημα τι κάνει μια φωτογραφία καλή και με γοητεία που διατηρείται στον χρόνο, απαντά: «Κατά τον (Ουγγρογάλλο φωτογράφο) Brassai, είναι το σθένος (force) μιας φωτογραφίας που έχει σημασία. Ο ίδιος είχε προσθέσει ότι η πολυπλοκότητα αφαιρεί (από μια φωτογραφία) αυτό που την κάνει αξιομνημόνευτη. Ο (Ελληνοαμερικανός φωτογράφος) Costa Manos πιστεύει –και συμφωνώ– ότι το στοιχείο της έκπληξης είναι επίσης πολύ σημαντικό».
Και πώς πιθανώς επηρεάζεται η τέχνη της φωτογραφίας από τη δυνατότητα χρήσης νέων τεχνολογικών εργαλείων, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ); «Η ΤΝ μπορεί σίγουρα να δημιουργήσει ενδιαφέρουσες σκηνές! Περιγράψτε με λίγες λέξεις κάποια φανταστική σκηνή και το (μοντέλο ΤΝ) DALL-E θα τη δημιουργήσει σε δευτερόλεπτα. Πολλές από αυτές τις εικόνες μπορούν να θεωρηθούν ως τέχνη, αφού αρκεί μόνο ένας άνθρωπος, για να χαρακτηρίσει κάτι ως έργο τέχνης. Το δικό μου ενδιαφέρον θα συνεχίσει να είναι η καταγραφή των πραγμάτων με έναν ενδιαφέροντα, ελκυστικό, δυναμικό τρόπο. Όχι χρησιμοποιώντας ΤΝ ή PhotoShop. Απλά εύχομαι να είχα φέρει περισσότερο φιλμ στα πρώτα ταξίδια στην Ελλάδα! Δεν είχα ιδέα πόσο δραματικά θα άλλαζαν τα πράγματα και πόσο πολύτιμες θα γίνονταν οι ιστορικές εικόνες» καταλήγει ο Μακ Κέιμπ, που ετοιμάζει τρία διαφορετικά νέα πρότζεκτ: το ένα έχει να κάνει με τα πορτρέτα 70 ετών, το δεύτερο με τους αρχαιολογικούς χώρους της Αθήνας και το τρίτο είναι μια κοινή έκθεση με τη φωτογράφο Κατερίνα Καλούδη, που θα ανοίξει στη Σέριφο στις 15 Ιουλίου, υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Παράλληλα, μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου και 31 Δεκεμβρίου αντίστοιχα, συνεχίζονται οι εκθέσεις με τίτλο «Η Ελλάδα μετά τον πόλεμο- Τα χρόνια της ελπίδας» (Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών) και «Οι Δελφοί τη δεκαετία του 1950 με τον φακό του Robert McCabe» (Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών).