«Η απομόνωση του τοπίου διέσωσε για εμάς μια ελληνική οχυρωμένη πόλη στην καλύτερη κατάσταση και μεγαλύτερη πληρότητα από οποιαδήποτε άλλη… ένα μέρος, που όσοι το έχουν δει, το αναπολούν με θαυμασμό και τείνουν να επιστρέφουν»… Με αυτά τα λόγια, ο Βρετανός αρχαιολόγος E.F. Benson, στα τέλη του 19ου αιώνα, περιέγραφε το αρχαίο φρούριο των Αιγοσθένων, στο Πόρτο Γερμενό της Δυτικής Αττικής, που ακόμα και σήμερα αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα και καλύτερα διατηρημένα αρχαία φρούρια στον ελλαδικό χώρο.
Το αρχαίο φρούριο των Αιγοσθένων είναι κτισμένο σε ένα τοπίο μοναδικού φυσικού κάλλους, στις υπώρειες του Κιθαιρώνα και στην ανατολική πλευρά του Κορινθιακού κόλπου. «Η θέση θεωρείται στρατηγικής σημασίας, καθώς ήλεγχε ένα λιμάνι στον Κορινθιακό κόλπο, ενώ βρισκόταν πολύ κοντά σε έναν από τους κύριους αρχαίους στρατιωτικούς δρόμους, ο οποίος, διερχόμενος από τη βόρεια Μεγαρίδα, συνέδεε την Πελοπόννησο με τη Βοιωτία», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ευγενία Τσάλκου, αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, με αφορμή τον περίπατο που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 28 Μαΐου, στο πλαίσιο της δράσης του ΥΠΠΟΑ «Πράσινες Πολιτιστικές Διαδρομές».
Ο «Περίπατος στο Αρχαίο Φρούριο των Αιγοσθένων» συνδυάστηκε με ξενάγηση από αρχαιολόγους της Εφορείας, η οποία ξεκίνησε από την ακρόπολη του αρχαίου φρουρίου, συνεχίστηκε με επίσκεψη στο εσωτερικό του αναστηλωμένου Νοτιοανατολικού Πύργου –που συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα μνημεία της αρχαίας οχυρωματικής τέχνης– και ολοκληρώθηκε με περιήγηση στην κάτω πόλη που απολήγει στην ακτή. «Το φρούριο κτίστηκε στο β’ μισό του 4ου αι. π.Χ., προσδίδοντας στη θέση οχυρωματικό χαρακτήρα. Την εποχή που κτίστηκε το φρούριο, τα Αιγόσθενα αποτελούσαν μεγαρική κώμη, ανήκαν δηλαδή στην επικράτεια των Μεγαρέων. Τα τείχη του φρουρίου περιέκλειαν την αρχαία πόλη, η οποία αποτελείται από την ακρόπολη κτισμένη σε χαμηλό λόφο, σε απόσταση 450 μ. από την ακτή και την κάτω πόλη που φθάνει μέχρι τη θάλασσα. Τα τείχη ενισχύονταν με πύργους. Σήμερα είναι ορατοί 15 συνολικά πύργοι του φρουρίου, εκ των οποίων 8 στην ακρόπολη και 7 κατά μήκος του βόρειου μακρού τείχους. Το πλέον εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του φρουρίου είναι ο πύργος της νοτιοανατολικής γωνίας της ακρόπολης, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος και ψηλότερος πύργος του φρουρίου. Ο πύργος είναι σήμερα αναστηλωμένος στην πλήρη μορφή του και επισκέψιμος εσωτερικά και στους τρεις ορόφους του», ενημερώνει η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ο περίπατος συνδυάστηκε με αφήγηση του μύθου του μάντη και ψυχοθεραπευτή Μελάμποδα, του οποίου ιερό μαρτυρείται στην αρχαία πόλη των Αιγοσθένων. «Ο Μελάμπους ήταν σπουδαίος μάντης και ψυχοθεραπευτής της αρχαιότητας. Στην πόλη των Αιγοσθένων υπήρχε ιερό αφιερωμένο σε αυτόν. Ο περιηγητής Παυσανίας αναφερόμενος στα Αιγόσθενα μιλά για το ιερό αυτό, αποδίδοντάς του ιδιαίτερη σημασία. Σημειώνει ότι προς τιμήν του Μελάμποδα τελείται κάθε χρόνο εορτή. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Μελάμπους γεννήθηκε, η μητέρα του τον απέθεσε κάτω από μία συστάδα δέντρων και ενώ η σκιά των δέντρων προστάτευε το σώμα του, τα πόδια του έμειναν έκθετα στον ήλιο και μαύρισαν. Γι’ αυτό ονομάστηκε Μελάμπους, δηλαδή αυτός που έχει μαύρα πόδια. Σε νόμισμα των Αιγοσθένων, κομμένο στα αυτοκρατορικά χρόνια, απεικονίζεται ένα παιδί που θηλάζει από κατσίκα. Ίσως υπήρχε κάποια τοπική παράδοση για ένα παιδί που το εγκατέλειψαν στον Κιθαιρώνα –ο Μελάμπους (;)– και που μεγάλωσε εκεί τρεφόμενο από θεόσταλτη αίγα. Ο μύθος που απεικονίζεται στο νόμισμα συνδέεται πιθανότατα με το όνομα που δόθηκε στην πόλη. Η λέξη Αιγόσθενα έχει ως πρώτο συνθετικό την αρχαία λέξη “αἴξ, αἰγός” που σημαίνει κατσίκα», πληροφορεί το ΑΠΕ-ΜΠΕ η αρχαιολόγος. Όσο για τη θέση του ιερού, «δεν είναι γνωστή. Εκτιμάται ότι βρίσκεται στην κάτω πόλη. Επιγραφές επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του ιερού στην πόλη των Αιγοσθένων και τη διοργάνωση αγώνων στη γιορτή που γινόταν κάθε χρόνο προς τιμήν του. Το ιερό φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα σημαντικό και για την πολιτική ζωή της πόλης, καθώς αποτελούσε τον επίσημο χώρο όπου στήνονταν τα ψηφίσματα του δήμου», επισημαίνει η Ε. Τσάλκου.
Εντός του φρουρίου διατηρούνται μνημεία πρώιμων χριστιανικών, βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων. Στην κάτω πόλη έχει αποκαλυφθεί πεντάκλιτη βασιλική του 5ου αιώνα. Επάνω στα ερείπια της βασιλικής κτίστηκε τον 11ο αιώνα ο ναΐσκος της Παναγίας ή Αγίας Άννας. Στην Ύστερη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδο, στο χώρο της ακρόπολης λειτούργησε μοναστήρι, από το οποίο σώζονται ερείπια κελιών, καθώς και το καθολικό, ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Το φρούριο σωζόταν σε εξαιρετική κατάσταση έως το 1981, όταν ο ισχυρός σεισμός των Αλκυονίδων στον Κορινθιακό κόλπο επέφερε σοβαρότατες βλάβες σε αυτό. Εξαιτίας του σεισμού κατέρρευσαν σημαντικά τμήματα των πύργων και τειχών του φρουρίου.
«Από το 2011 το Υπουργείο Πολιτισμού έχει ξεκινήσει σημαντικά έργα αναστήλωσης και αποκατάστασης του φρουρίου. Συγκεκριμένα, το 2011 ξεκίνησε το έργο αναστήλωσης του Νοτιοανατολικού Πύργου (Πύργος 1) της ακρόπολης. Το έργο χρηματοδοτήθηκε από το ΕΣΠΑ – Επιχειρησιακό Πρόγραμμα “Αττική 2007-2013” και εκτελέστηκε αρχικά από την Γ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και στη συνέχεια από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών. Στόχος του έργου ήταν η αναστήλωση και αποκατάσταση του πύργου στην πλήρη μορφή του. Το έργο ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2016 και από το 2018 ο πύργος είναι ανοικτός για το κοινό. Το 2013 ξεκίνησε το έργο αναστήλωσης του άλλου γωνιακού πύργου της ανατολικής πλευράς, του Βορειοανατολικού (Πύργος 4), με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ και εκτέλεση από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αθηνών. Το έργο ολοκληρώθηκε το 2018. Σήμερα ο πύργος έχει αναστηλωθεί σε ύψος που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την αρχική μορφή του. Από το 2018, η αρμόδια για τον χώρο Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής πραγματοποίησε σημειακές σωστικές επεμβάσεις σε λιθοδομές, ενώ προετοιμάζει το έργο στερέωσης και αποκατάστασης των βυζαντινών κελιών, του αρχαίου Πύργου 2 και τμήματος του Μεταπυργίου 1-2, που θα προταθεί για ένταξη στο νέο ΕΣΠΑ», σημειώνει η Ε. Τσάλκου.
Ο αρχαιολογικός χώρος του φρουρίου είναι διαρκώς ανοικτός και επισκέψιμος, ενώ ο Νοτιοανατολικός Πύργος είναι ανοικτός όλες τις ημέρες της εβδομάδας, εκτός Τρίτης, με ωράριο 8:30 έως 15:30. «Μετά την ολοκλήρωση του έργου και το άνοιγμα του πύργου στο κοινό, αν εξαιρέσουμε την περίοδο της πανδημίας, παρατηρείται ιδιαίτερα αυξημένη επισκεψιμότητα τόσο από Έλληνες όσο κι από ξένους επισκέπτες. Πλήθος σχολείων έχουν επισκεφθεί κι επισκέπτονται τον χώρο, ενώ η Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής αναλαμβάνει δράσεις κι εκπαιδευτικά προγράμματα, ώστε μικροί και μεγάλοι να γνωρίσουν αυτό το σημαντικό μνημείο», καταλήγει η αρχαιολόγος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Παρουσίαση του Φρουρίου των Αιγοσθένων στο περιοδικό «Αρχαιολογία και Τέχνες»