Μια αρχαιολογία και κοινωνία απαλλαγμένες από αποικιοκρατικά χαρακτηριστικά και φυλετικές προκαταλήψεις είναι εφικτές, υποστηρίζουν οι αρχαιολόγοι και πανεπιστημιακοί Γιάννης Χαμηλάκης και Ράφαελ Γκρήνμπεργκ στο βιβλίο τους Αρχαιολογία, έθνος και φυλή. Αναμέτρηση με το παρελθόν, αποαποικιοποίηση του μέλλοντος στην Ελλάδα και το Ισραήλ, που στα ελληνικά κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Η έκδοση, που παρουσιάστηκε πριν από λίγο καιρό στο καφέ του κήπου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, έχει διαλογική μορφή, η οποία προέκυψε από ένα σεμινάριο το οποίο δίδαξαν μαζί οι δυο συγγραφείς την άνοιξη του 2020 με τίτλο «Αρχαιολογία, υλικότητα και εθνικό φαντασιακό στο Ισραήλ και την Ελλάδα» στο Πανεπιστήμιο Brown των ΗΠΑ, όπου ο Γ. Χαμηλάκης είναι καθηγητής αρχαιολογίας στην έδρα Joukowsky Family και καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών.
«Εκείνη την περίοδο είχαμε την αίσθηση ότι ανάλογα συγκριτικά εγχειρήματα στη διδασκαλία και την έρευνα σπανίζουν και ότι μια τέτοια προσέγγιση θα είχε να προσφέρει πολλά, πέρα από τη δουλειά του καθενός μας ξεχωριστά», αναφέρουν οι δύο αρχαιολόγοι στον πρόλογο του βιβλίου, εισάγοντας τον αναγνώστη στο εγχείρημά τους: «Όταν ολοκληρώσαμε το σεμινάριο και διαβάσαμε τις εργασίες και τα ηλεκτρονικά σχόλια των φοιτητών, πραγματοποιήσαμε μια σειρά από διαδικτυακές, λόγω καραντίνας, συζητήσεις, στις οποίες συνοψίσαμε όσα είχαμε μάθει κατά την προετοιμασία του σεμιναρίου, με ερωτήματα που είχαν θέσει οι φοιτητές και τις νέες ιδέες που είχαν προκύψει. Καθώς δεν έχει δοθεί ποτέ συστηματική προσοχή στο συγκεκριμένο θέμα, θεωρήσαμε ότι οι ιδέες αυτές θα μπορούσαν να παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον για τους μελετητές του εθνικισμού, της αρχαιολογίας και της πολιτικής του παρελθόντος, τόσο στις χώρες που μελετάμε όσο και πέρα από αυτές. Επεξεργαστήκαμε λοιπόν τη συνομιλία μας σε μορφή κειμένου, διευρύναμε την εξέταση ορισμένων ζητημάτων και προσθέσαμε βιβλιογραφικές παραπομπές, αφήνοντας ακέραιη τη διαλογική δομή για να τονίσουμε την ελπίδα μας ότι αυτή θα είναι η απαρχή μιας συζήτησης και όχι η κατάληξή της».
Το βιβλίο, που απευθύνεται σε μελετητές της αρχαιολογίας ή γειτονικών της πεδίων, αλλά και στο ευρύτερο κριτικά σκεπτόμενο κοινό, δεν αναφέρεται μόνο στη θεωρία και πρακτική της αρχαιολογίας. Πηγαίνει πολύ πιο πέρα, σε θέματα που άπτονται άμεσα της πολιτικής – όπως, εξάλλου, αφηγείται στην αρχή του βιβλίου ο Γ. Χαμηλάκης: «συνειδητοποίησα από νωρίς πως οτιδήποτε κι αν κάνεις στην αρχαιολογία είναι πολιτικό, είτε το αναγνωρίζεις είτε όχι».
Πώς, όμως, συνδέονται Ελλάδα και Ισραήλ, δυο χώρες με τόσο διαφορετικές αφετηρίες και διαδρομές, πολιτικά και αρχαιολογικά; Οι συγγραφείς συζητούν πολλές παραμέτρους ως προς το θέμα, με τις έννοιες της «αποικιακής σύνδεσης» και της «κρυπτοαποικίας» (που λειτούργησε επίσης ως χώρα ανάχωμα ενάντια στην ισλαμική Ανατολή) να εμφανίζονται και να συνιστούν κοινά χαρακτηριστικά και για τις δύο χώρες. «Η ιδέα της Ελλάδας ως κρυπτοαποικιακού αναχώματος για τη Δύση», που ως διαδικασία ξεκίνησε στις αρχές του 19ου αιώνα, «επέζησε στον 20ό ακόμα και στον 21ό αιώνα», σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο Γ. Χαμηλάκης για τη γεωπολιτική στην οποία, όπως υποστηρίζει, οι αρχαιότητες και δη οι κλασικές έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Για παράδειγμα, η Αθήνα επιλέχθηκε ως πρωτεύουσα χάρη στην κλασική της κληρονομιά, ενώ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δυτικοί Σύμμαχοι που έβλεπαν την Ελλάδα ως χώρα που έπρεπε να παραμείνει μια δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία, ενθάρρυναν ή υποστήριξαν «κι ένα τεράστιο ιδεολογικό και προπαγανδιστικό στρατόπεδο “πολιτικής αναμόρφωσης” της Μακρονήσου, το οποίο έγινε γνωστό ως “ο Νέος Παρθενώνας”».
Οι δυο πανεπιστημιακοί ασχολούνται επίσης με τις έννοιες της «καθαρότητας» και «αποκάθαρσης» που συνόδευαν την αρχαιολογική αποικιοποίηση, κεντρικό σημείο της μελέτης τους η οποία, κατά τον Έλληνα καθηγητή, ορίζεται ως η συγκρότηση μιας δυτικής νεωτερικής αρχαιολογίας που επέβαλε μια ιεραρχικά δομημένη οπτική για τον χρόνο, τον χώρο και τα υλικά κατάλοιπα, με την κλασική αρχαιότητα να αποθεώνεται ως ο χρυσός αιώνας του δυτικού πολιτισμού. «Σε ό,τι αφορά το θέμα της αποκάθαρσης, μπορούμε να θυμηθούμε τις εθνικές αρχαιολογικές πρακτικές του καθαρισμού, της απομάκρυνσης στρωμάτων, κτιρίων ή ιχνών, τα οποία δεν θεωρούνται κατάλληλα ή ταιριαστά για το εθνικό αφήγημα», σημειώνει ο Γ. Χαμηλάκης, που συνδέει την «αποκάθαρση» και με άλλα ζητήματα και έννοιες, όπως την απομάκρυνση κοινοτήτων από αρχαιολογικές τοποθεσίες ή την κατάργηση «αυτόχθονων» ή «εγχώριων» αρχαιολογιών, όπως αποκαλεί τις πρακτικές που ασκούσαν απλοί άνθρωποι πριν από την εμφάνιση της επίσημης αρχαιολογίας τον 18ο και 19ο αιώνα. Σύμφωνα με τον ίδιο, στο πλαίσιο αυτής της «αποκάθαρσης», αρχαιότητες έπρεπε να απομακρυνθούν από τη «μήτρα» τους και να μεταφερθούν σε δυτικά μουσεία και συλλογές, συνήθως χωρίς τη συγκατάθεση των ντόπιων που ήθελαν να παραμείνουν στον τόπο τους για συναισθηματικούς ή λόγους που σχετίζονταν με την καθημερινότητά τους (π.χ., μίλαγαν για αγάλματα που έκλαιγαν γιατί δεν ήθελαν να φύγουν ή για επιγραφές που προστάτευαν οικίες).
Το κατά πόσο είναι δυνατή μια αρχαιολογία (και κοινωνία) απαλλαγμένη από αποικιακά χαρακτηριστικά και φυλετικές κατηγοριοποιήσεις –το βιβλίο δίνει έμφαση και στη «λευκότητα», ως έννοια που αποδίδει ανωτερότητα τόσο σε ανθρώπους, όσο και σε αρχαιότητες, π.χ. κλασικές– οι δυο συγγραφείς παραθέτουν τις απόψεις τους στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου. «Για μένα, η διαδικασία της αποαποικιοποίησης ξεκινάει από τη στιγμή του αναστοχασμού … και της αναγνώρισης της αποικιακής σχέσης μέσα στην οποία είμαστε παγιδευμένοι», επισημαίνει ο Γ. Χαμηλάκης, θεωρώντας ότι επόμενο βήμα προς την αποαποικιοποίηση «είναι η κριτική, η ιστοριογραφική αλλά και η κοινωνιολογική-ανθρωπολογική ανάλυση αυτής της σχέσης».
Τι μπορεί να γίνει, λοιπόν, στην πράξη σήμερα; «Μια καίρια στιγμή για την αποαποικιοποίηση της αρχαιολογίας, της πολιτιστικής κληρονομιάς και της χώρας συνολικά είναι η παρούσα στιγμή της εντατικοποιημένης παγκόσμιας μετανάστευσης, της “νέας νομαδικής εποχής”, όπως την έχω αποκαλέσει», υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ο Έλληνας καθηγητής, για τον οποίο «οι διασυνοριακές μετακινήσεις και το όλο συνάθροισμα της μετανάστευσης δημιουργούν νέες υλικές πραγματικότητες στο πεδίο». Σύμφωνα με τον ίδιο, η απόδοση «αρχαιολογικής αξίας» σε τέτοια υλικά ίχνη (π.χ. χώροι εγκατάστασης προσφύγων, ακόμα και πεταμένα σωσίβια), «καταρρίπτει την ξενοφοβική ρητορική», «αμφισβητεί τις συμβατικές νεωτερικές αντιλήψεις για την υλικότητα και τη χρονικότητα», ενώ «μας καλεί να εκτιμήσουμε την παροδικότητα και να σκεφτούμε διαφορετικούς τρόπους εμπλοκής με την εφήμερη ύλη».