Πώς… κοίταγαν οι γυναίκες στην Ελλάδα την τέχνη το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα; Το βιβλίο Βλέμματα γυναικών στην τέχνη (1850-1900) της δρος Γλαύκης Γκότση, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νησίδες, αποτελεί το πρώτο στην ελληνική ιστοριογραφία εγχείρημα μελέτης του γυναικείου κοινού της τέχνης στον 19ο αιώνα.
«Από τη μελέτη μου συμπεραίνω ότι οι θεάτριες του 19ου αιώνα παρουσιάζουν πολλαπλότητα προτιμήσεων και προσεγγίσεων όσον αφορά την τέχνη. Καταρχάς, κάποιες παρακολουθούν και σχολιάζουν τους σύγχρονους καλλιτέχνες και τα έργα τους, ενώ άλλες εξετάζουν την αρχαία τέχνη. Για παράδειγμα, η Καλλιόπη Κεχαγιά αναδεικνύεται σε μελετήτρια έργων της αρχαιότητας, ενώ η Καλλιρρόη Παρρέν και η Άννα Σερουίου δημοσιεύουν εντυπώσεις από εκθέσεις της εποχής τους και από επισκέψεις τους σε καλλιτεχνικά εργαστήρια», δηλώνει η συγγραφέας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ως προς την ποικιλία των γυναικείων βλεμμάτων της περιόδου. Όπως μας εξηγεί, ορισμένες στρέφονται στην ελληνική τέχνη, ενώ άλλες ταξιδεύουν στο εξωτερικό και θαυμάζουν κτήρια και έργα διαφορετικών εποχών και δημιουργών της ευρωπαϊκής τέχνης. «Σκέφτομαι, ας πούμε, τις περιπτώσεις της Καλλιόπης Τραπάντζαλη, της Σοφίας Μαυροκορδάτου και της αδελφής της Χαρίκλειας, που ταξίδεψαν σε χώρες όπως η Ιταλία ή η Γερμανία, και έγραψαν για όσα είδαν εκεί στις επιστολές τους προς οικεία πρόσωπα. Επίσης, η Σωτηρία Αλιμπέρτη, η Καλλιόπη Κινδύνη και, ακόμη πιο επίμονα, η Παρρέν εστιάζουν πρωτίστως στις γυναίκες δημιουργούς. Αντίθετα, άλλες θεάτριες εξετάζουν γενικότερα ζητήματα αισθητικής, ιστορίας, κριτικής», σημειώνει η κα Γκότση. Η ποικιλία και η διαφοροποίηση μεταξύ των βλεμμάτων φαίνονται ακόμη στον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουν οι σχολιάστριες τις εικαστικές παραστάσεις. «Χαρακτηριστική είναι λόγου χάρη η ανομοιογένεια των θέσεών τους ως προς τις απεικονίσεις γυναικείων μορφών σε πίνακες ζωγραφικής: Πολλές είναι εκείνες που εκθειάζουν τα έργα και κυρίως τις όμορφες γυναίκες που αποδίδονται σε αυτά, δεν απουσιάζουν όμως και οι φωνές που ασκούν κριτική ή αποδοκιμάζουν τις εικόνες τούτες ως προϊόντα ανδρικών βλεμμάτων και ορέξεων. Αλλά και τα ιδεώδη τους για τις γυναικείες εικόνες ποικίλλουν: η Παρρέν αγκαλιάζει το εικαστικό πρότυπο της χειραφετημένης γυναίκας όπως το διακρίνει στα γλυπτά Αμερικανίδας καλλιτέχνιδας που βλέπει στο Σικάγο, η Αριάδνη Δαμβέργη θεωρεί ιδανική τη μορφή των μαρτύρων στις αγιογραφίες, η Σερουίου επικεντρώνεται στο ιδεατό της αγνής κόρης. Ασφαλώς, αυτή η ετερογένεια των αντικειμένων που εξετάζουν και των απόψεων που εκφέρουν μπορεί να μας πει πολλά για τις γυναίκες του 19ου αιώνα, καθώς συνδέεται τόσο με τις επαγγελματικές και κοινωνικές ιδιότητές τους όσο και με τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς και τις προσωπικές επιθυμίες τους», πληροφορεί η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Τα περισσότερα ονόματα γυναικών που παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, όπως τα παραπάνω, είναι σήμερα σχεδόν άγνωστα, τουλάχιστον στους μη ειδικούς – εκτός ίσως από τη δημοσιογράφο Καλιρρόη Παρρέν και την παιδαγωγό Καλλιόπη Κεχαγιά, στις οποίες η συγγραφέας αφιερώνει δυο μεγάλα κεφάλαια, καθώς και οι δυο έγραψαν με μεγαλύτερη συχνότητα και ανέπτυξαν πολλές φορές τις απόψεις τους για την τέχνη. Πόσο παραγνωρισμένη είναι η συμβολή των γυναικών στις τέχνες και στα γράμματα; «Θα έλεγα ότι οι γυναίκες καλλιτέχνες και διανοούμενες του 19ου αιώνα δεν είναι εξίσου γνωστές στο ευρύ κοινό και δεν χαίρουν της ίδιας αναγνώρισης με τους άνδρες. Στον δημόσιο λόγο για τις καλές τέχνες, που γνωρίζω καλύτερα, ασφαλώς γίνονται ιστορικές αναφορές σε γυναίκες δημιουργούς και στο έργο τους, ωστόσο οι γυναίκες αυτές παρουσιάζονται συνήθως ως εξαιρέσεις. Όσο για εκείνες που κοιτάζουν και μελετούν την τέχνη, παραμένουν στην αφάνεια. Πάντως, υπάρχουν πλέον εργασίες και βιβλία που μπορούν να αλλάξουν αυτήν την κατάσταση», απαντά η Γ. Γκότση.
Η σχέση γυναικών με την τέχνη υπήρξε αντικείμενο πολλών μελετών εδώ και δεκαετίες στο εξωτερικό, στο πλαίσιο της φεμινιστικής σκέψης. Ωστόσο, το θέμα δεν είχε απασχολήσει την ελληνική ιστοριογραφία έως σήμερα. «Πράγματι, στο βιβλίο αναφέρομαι διεξοδικά στην έρευνα που έχει πραγματοποιηθεί σε χώρες όπως η Αγγλία και η Γαλλία, για τα θέματα του γυναικείου βλέμματος και του γυναικείου κοινού. Στην ελληνική ιστοριογραφία υπάρχουν μερικές, λίγες συγκριτικά, μελέτες για γυναίκες καλλιτέχνες, ωστόσο τα ζητήματα του βλέμματος μέσα από την οπτική του φύλου και κυρίως της παρουσίας των γυναικών θεατών ελάχιστα έχουν εξεταστεί. Ειδικότερα για τον 19ο αιώνα οι μελετήτριες/μελετητές στράφηκαν προς άλλα ερωτήματα, ίσως γιατί έκριναν ότι ο ρόλος των θεατριών δεν ήταν το ίδιο καθοριστικός για την τέχνη με των ανδρών και, ως εκ τούτου, αναζήτησαν και αξιοποίησαν πηγές από τις οποίες απουσίαζαν οι γυναίκες», σημειώνει η ερευνήτρια που ελπίζει «να υπάρξει συνέχεια και από άλλους ερευνητές σε αυτό το εξαιρετικά γοητευτικό αντικείμενο, το οποίο μπορεί σίγουρα να εμπλουτιστεί με καινούριο υλικό και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Αλλά και για τον 20ό αιώνα εκκρεμεί να γίνουν παρόμοιες εργασίες, που θα προβάλουν την παρουσία και συμβολή των γυναικών θεατών, κριτικών και ιστορικών στο πεδίο των εικαστικών τεχνών. Εύχομαι να δούμε σχετικά πονήματα στο άμεσο μέλλον», τονίζει η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Όσο για το αν και πόσο διαφορετικό ήταν το γυναικείο βλέμμα με εκείνο των ανδρών, η ίδια διευκρινίζει ότι «γυναίκες και άνδρες την περίοδο αυτή μοιράζονται πολλά κοινά ως προς τον τρόπο θέασης και πρόσληψης της τέχνης. Στον λόγο τους διακρίνουμε παρόμοιες αισθητικές αντιλήψεις για τα έργα και τις εικαστικές τάσεις, για τη σημασία της δημιουργίας, για τη σχέση της τέχνης με άλλες πτυχές του βίου. Παράλληλα, όμως, παρατηρούμε αποκλίσεις μεταξύ τους, που άλλοτε αφορούν τα είδη της γραφής και το ύφος των κειμένων τους και άλλοτε σχετίζονται με το περιεχόμενο των καλλιτεχνικών παραστάσεων που εξετάζουν. Για να γίνω πιο σαφής: Πολλές γυναίκες γράφουν σύντομα σχόλια και όχι διεξοδική τεχνοκριτική όπως οι άνδρες και υιοθετούν ένα στιλ ανάλαφρο σε αντιδιαστολή προς το εμβριθές ανδρικό. Επιπλέον, οι θεάτριες συχνά αντιμετωπίζουν με περισσότερες επιφυλάξεις θέματα όπως το γυμνό, λόγω του κινδύνου σύνδεσής του με τη σεξουαλικότητα, ή επιστρατεύουν διαφορετικά από τους άνδρες κριτήρια για να αποτιμήσουν τα πορτρέτα και τις ηθογραφίες που παριστάνουν γυναίκες, δηλαδή μορφές που οι ίδιες θεωρούν ότι τις αφορούν άμεσα. Αυτές οι ασυμφωνίες μεταξύ γυναικών και ανδρών εξηγούνται ιστορικά, αρκεί να λάβουμε υπόψη τον κοινωνικό και ιδεολογικό διαχωρισμό με βάση το φύλο και τις ετερόκλητες επιταγές και προσδοκίες που αυτός θέτει στα άτομα ανάλογα με το φύλο στο οποίο εντάσσονται», υπογραμμίζει η Γ. Γκότση.
Πόσο δραστήριες ήταν τελικά οι γυναίκες του 19ου αιώνα όσον αφορά την ενασχόληση με την τέχνη, είτε ως καλλιτέχνιδες είτε ως θεάτριες; «Και ως καλλιτέχνιδες και ως θεάτριες οι γυναίκες ήταν παρούσες στην εικαστική σκηνή κυρίως από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, μολονότι σε μεγάλο βαθμό οι δραστηριότητές τους διαχωρίζονταν ή εκλάμβαναν άλλον χαρακτήρα από τις αντίστοιχες ανδρικές. Στο συμπέρασμα αυτό ειδικά για τις καλλιτέχνιδες έχω καταλήξει από παλαιότερα, όταν στο πλαίσιο της διατριβής μου ανέλυσα τον λόγο για τη γυναικεία καλλιτεχνική δημιουργία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Τότε με ενδιέφεραν οι απόψεις για τις καλλιτέχνιδες και η δεξίωση του έργου τους, που θεωρούσα ότι σε μεγάλο βαθμό καθορίζονταν από τον λόγο των ανδρών. Με τη στροφή μου προς τις θεάτριες κατανόησα ότι οι γυναίκες συμμετείχαν με τα δικά τους βλέμματα και κείμενα στην υποδοχή της τέχνης. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις υιοθέτησαν στάσεις ή ανέπτυξαν επιχειρήματα από μια ιδιαίτερη και αυθεντική σκοπιά. Θέλησα, λοιπόν, να αναδείξω την ύπαρξη και συμβολή του γυναικείου κοινού, που παρέμεναν άγνωστες ή υποφωτισμένες μέχρι τώρα στην ιστοριογραφία της τέχνης», δηλώνει η συγγραφέας για την οποία όλα τα… γυναικεία βλέμματα που μας ανέφερε είναι εξίσου σημαντικά, το καθένα για διαφορετικούς λόγους.
Εάν όμως έπρεπε να επιλέξει κάποιο; «Θα ήθελα να σταθώ λίγο παραπάνω σε εκείνο της Παρρέν, για να υπογραμμίσω την αμέριστη υποστήριξη που παρείχε στις καλλιτέχνιδες μέσα από μια μοναδική και πρωτότυπη για τα δεδομένα της εποχής της επιχειρηματολογία, η οποία συνιστούσε αφενός κριτική αποτίμηση του έργου τους και αφετέρου πρόταση για τη συγκρότηση της ιστορίας τους. Η Παρρέν υπήρξε στα τέλη του 19ου αιώνα η φωνή εκείνη που αναδιατύπωσε τους όρους αποτίμησης της γυναικείας δημιουργίας και εισηγήθηκε την κατασκευή ενός παρελθόντος για τις γυναίκες στην τέχνη», καταλήγει η Γ. Γκότση στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.