Το συνδρομητικό περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 140) με ένα μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών, το οποίο έχει οργανώσει και επιμεληθεί η Διευθύντρια της Σχολής Jenny Wallensten.
Το τεύχος του Δεκεμβρίου ανοίγει με τη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό η Jenny Wallensten, η οποία, στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος», παρουσιάζει τις «Διεθνείς περιπέτειες ενός αρχαίου ελληνικού λιονταριού».
«Στην είσοδο του Μουσείου Σουηδικής Ιστορίας στη Στοκχόλμη ορθώνεται το αντίγραφο ενός γιγάντιου λιονταριού. Αποκλείεται να περάσει απαρατήρητο, ωστόσο λίγοι γνωρίζουν τη συναρπαστική ιστορία του πρωτοτύπου —ενός μαρμάρινου θηρίου από τον Πειραιά— και το γιατί ένα αντίγραφό του κατέληξε στη Στοκχόλμη» γράφει χαρακτηριστικά.
Το αφιέρωμα ξεκινάει με το άρθρο «Η σουηδική αρχαιολογική έρευνα πεδίου στην Ελλάδα και το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών» που υπογράφει ο Frederick Whitling.
«Από το 1894 μέχρι σήμερα, Σουηδοί κλασικοί αρχαιολόγοι έχουν ερευνήσει δεκατρείς αρχαιολογικές θέσεις της Ελλάδας. Η πλειονότητα των θέσεων αυτών εντοπίζεται στην Πελοπόννησο, ωστόσο έρευνες πεδίου έχουν διεξαχθεί και στην Κρήτη, στη Στερεά Ελλάδα και στη Θράκη. Σήμερα τρία ερευνητικά προγράμματα περιλαμβάνουν ανασκαφικές εργασίες εν εξελίξει, στην Καλαύρεια, τον Βλοχό και την Ερμιόνη. Παράλληλα πραγματοποιούνται μελέτες του ήδη ανεσκαμμένου αρχαιολογικού υλικού».
«Τις τελευταίες δεκαετίες νέες θεωρητικές προσεγγίσεις και μελέτες έχουν φέρει στο φως καινούργιες πτυχές της ζωής στην Ασίνη. Αρχαιολογικό υλικό στο οποίο στο παρελθόν συχνά αποδιδόταν περιορισμένη σημασία, όπως τα οστά ζώων, έγινε το επίκεντρο της αρχαιολογικής έρευνας, ενώ νέα ερωτήματα οδήγησαν σε νέες γνώσεις γύρω από τη ζωή αυτού του ταπεινού αλλά γεμάτου ζωή οικισμού στις ακτές του κόλπου της Αργολίδας». «Η Ασίνη σε βάθος 7.000 ετών» είναι ο τίτλος του άρθρου που υπογράφει η Gullög Nordquist και στο οποίο παρουσιάζει κάποιες από αυτές τις νέες γνώσεις, κυρίως όσες προέκυψαν την τελευταία εικοσαετία.
Για τις «Έρευνες των αρχαίων καταλοίπων στην ακρόπολη της Μιδέας» γράφει η Αnn-Louise Schallin επισημαίνοντας: «Τα ευρήματα από τη Μιδέα τεκμηριώνουν μια έντονα ανταγωνιστική κοινωνία της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, όπου η επίδειξη κύρους και γοήτρου ήταν σημαντική για τη νομιμοποίηση της κοινωνικής θέσης».
«Το ιερό του Ποσειδώνα στην Καλαύρεια Πόρου» είναι ο τίτλος του άρθρου που υπογράφει ο Arto Penttinen, για το οποίο, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «γνωρίζουμε περισσότερα για τα όσα διαδραματίζονταν στο συγκεκριμένο ιερό κατά την αρχαιότητα απ’ ό,τι στα περισσότερα άλλα ιερά ανάλογης φήμης, τα οποία όμως ανεσκάφησαν πολύ πριν από την ευρεία εφαρμογή των σύγχρονων επιστημονικών μεθόδων στις αρχαιολογικές ανασκαφές».
«Η οδός Σουηδίας, που βρίσκεται στο Κολωνάκι, στο κέντρο της Αθήνας, αρχικά ονομαζόταν οδός Σπευσίππου. Μετονομάστηκε τη δεκαετία του 1940 […] Σήμερα, σχεδόν κανένας δεν γνωρίζει γιατί ο δρόμος αυτός ονομάστηκε οδός Σουηδίας και τι ακριβώς έκαναν οι Σουηδοί ώστε να τιμηθούν με αυτόν τον τρόπο». Την απάντηση δίνει η Marie Mauzy στο άρθρο της με τίτλο «Οδός Σουηδίας ή Πώς οι Σουηδοί κλασικιστές συνέδραμαν τον λιμοκτονούντα ελληνικό λαό».
Στην ύλη του τεύχους 140 περιλαμβάνονται επίσης τα άρθρα «Αναζητώντας τα τοπία του παρελθόντος» από τους Antoine Chabrol και Eric Fouache, και «Οι χρήσεις και η διακίνηση της μαστίχας στην ελληνική αρχαιότητα: Δεδομένα και υποθέσεις» από τον Νίκο Μερούση.
Το τεύχος 140 ολοκληρώνεται με τον αρχαιολογικό-περιηγητικό οδηγό στον Βλοχό, που υπογράφουν η Μαρία Βαϊοπούλου, ο Robin Rönnlund και η Φωτεινή Τσιούκα.