Σημαντικά νέα ευρήματα έφεραν στο φως οι Ελληνο-Ελβετικές ανασκαφές στο ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, δύο χιλιόμετρα ανατολικά της Αμαρύνθου. Έπειτα από την αποκάλυψη μίας σειράς κτηρίων των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων τα τελευταία έτη, το πρόγραμμα στοχεύει πλέον στη διερεύνηση της αρχαϊκής και γεωμετρικής φάσης του χώρου λατρείας, αλλά και του προϊστορικού οικισμού στον διπλανό λόφο των Παλαιοεκκλησιών, ώστε να γίνει κατανοητή η πρώτη λατρεία στο χώρο και οι λόγοι που οδήγησαν στη μετατόπιση της ανθρώπινης δραστηριότητας από τον λόφο στην παραλιακή πεδιάδα, όπου ιδρύθηκε το ιερό.
Φέτος συνεχίστηκε η ανασκαφή του υστεροαρχαϊκού ναού και ολοκληρώθηκε εκείνη του αποθέτη, ο οποίος αποκαλύφθηκε το 2020 στα θεμέλιά του και περιείχε εκατοντάδες αναθήματα. Εντοπίστηκαν αρκετές νέες εγκαταστάσεις της Γεωμετρικής και Αρχαϊκής εποχής, αλλά και εξαιρετικά ευρήματα. Σε διάφορα σημεία και ιδιαίτερα γύρω από έναν πεταλόσχημο βωμό παλαιότερης φάσης του ναού, τα ευρήματα αποδεικνύουν ότι στο β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. υπήρξε ήδη λατρεία. Μερικοί τοίχοι ενός κτηρίου ανήκουν σε αυτή τη φάση. Επίσης, συνεχίστηκε η έρευνα στα θεμέλια του πρώτου αρχαϊκού ναού και του αδύτου του. Στο άδυτο βρέθηκαν χάλκινες φιάλες, κοσμήματα, όπως μία σφραγίδα από φαγεντιανή σε σχήμα σκαραβαίου πάνω σε ασημένιο δαχτυλίδι, δύο χάλκινες ασπίδες, αλλά και σιδερένια αντικείμενα, όπως διπλοί πελέκεις, τα οποία θα μπορούσαν να συσχετιστούν με τις θυσίες.
Μετά την καταστροφή του πρώτου αρχαϊκού ναού, ο χώρος αναδιαμορφώθηκε με την κατασκευή τοίχων από ωμόπλινθους. Ο πλούσιος αποθέτης αναθημάτων του τελευταίου τέταρτου του 6ου αιώνα π.Χ. συσχετίζεται πιθανότατα με την κατασκευή ενός δεύτερου αρχαϊκού ναού, όπου βρέθηκαν φέτος αγγεία, κοσμήματα, σφραγίδες με μορφή σκαραβαίου, πήλινα ειδώλια, μια χάλκινη ασπίδα, σιδερένια σπαθιά και ένα λίθινο αγαλματίδιο. Το λίθινο αγαλματίδιο (ύψους 31 εκατοστών), το οποίο χρονολογείται από την Αρχαϊκή περίοδο, αναπαριστά μία γυναικεία μορφή που κρατά στην αγκαλιά της ένα ζώο, πιθανότατα ελάφι.
Σε υστερότερα των υστεροαρχαϊκών χρόνων στρώματα αποκαλύφθηκαν δύο θραύσματα χάλκινων αγαλμάτων: τα δάχτυλα ποδιού σε φυσικό μέγεθος και τμήμα ενδύματος.
Ανατολικά του ναού συνεχίστηκε η ανασκαφή σε ένα μνημειώδες κτήριο του 7ου αιώνα π.Χ., το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά την Αρχαϊκή περίοδο ως όριο του τεμένους, αλλά και ως είσοδος προς το ιερό. Κάτω από το κτήριο αυτό βρέθηκε η συνέχεια ενός ισχυρού τοίχους, προς το παρόν άγνωστης χρήσης, που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα π.Χ., αλλά και τα κατάλοιπα κτισμάτων της Γεωμετρικής εποχής.
Δύο νέες δοκιμαστικές τομές ανοίχτηκαν στις παρυφές του λόφου Παλαιοεκκλησιών με στόχο την περαιτέρω διερεύνηση του προϊστορικού οικισμού, η ύπαρξη του οποίου είναι γνωστή από παλαιότερες ανασκαφές μικρής έκτασης της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Στις τέσσερις τομές που ανασκάφηκαν το 2021 και 2022 στην περιοχή αυτή εμφανίζεται η εικόνα ενός σημαντικού οικισμού της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, δηλαδή της 3ης χιλιετίας π.Χ., ο οποίος είχε επαφές με τις Κυκλάδες και άλλες περιοχές. Τα στρώματα της 2ης χιλιετίας π.Χ., και ιδιαίτερα της Μυκηναϊκής εποχής, όμως, φαίνεται να σώζονται μόνο αποσπασματικά λόγω διάβρωσης. Τα κατάλοιπα της 3ης χιλιετίας καλύπτονται στα περισσότερα σημεία αμέσως από βυζαντινά και μεταβυζαντινά κτίσματα. Κατά τα μεσαιωνικά χρόνια δημιουργήθηκε εκ νέου ένας οικισμός στον λόφο, γεγονός που συνέβαλε στην καταστροφή των καταλοίπων του εγκαταλειμμένου πλέον ιερού της Αρτέμιδος ακριβώς δίπλα.
Το ανασκαφικό πρόγραμμα, το οποίο ξεκίνησε συστηματικά το 2012 και κατέληξε το 2017 στην ταύτιση ενός από τα σημαντικότερα ιερά της Εύβοιας, διεξάγεται από την Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ευβοίας και διευθύνεται από τη δρα Αγγελική Γ. Σίμωσι, Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευβοίας, και τον καθηγητή δρα Sylvian Fachard, Διευθυντή της Ελβετικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα.
Στη φετινή ανασκαφή συμμετείχαν περισσότεροι από 70 αρχαιολόγοι, συντηρητές, φοιτητές αρχαιολογίας από την Ελβετία, την Ελλάδα και άλλες χώρες, εργάτες και ειδικοί μελετητές. Οι εργασίες πεδίου διευθύνθηκαν από την Όλγα Κυριαζή εκ μέρους της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευβοίας και τους Tobias Krapf και Tamara Saggini από την ελβετική πλευρά.