Στη φωτογραφία του Τζον Κράξτον, μοτοσυκλετιστή, με φόντο τα Λευκά Όρη τίποτε δεν μαρτυρεί ότι πρόκειται για Βρετανό ζωγράφο και μάλιστα από τους σημαντικούς. Μουστάκι παχύ, γαλότσες, δυνατό βλέμμα, ακόμα κι η ντοπιολαλιά του ήταν κρητική λένε όσοι τον γνώρισαν. Δίπλα στη φωτογραφία μια κάρτα που είχε στείλει το 1954 από την Αγγλία στον φίλο του, Ντίνο Μαστροπέτρο, στον Πόρο. «Είμαι πολύ στενοχωρημένος. Η Αγγλία είναι φρίκη. Όλο ομίχλη, συννεφιά, βροχή. Θα πεθάνω τρεις μήνες χωρίς ήλιο» τού ομολογεί.
Με αυτές τις δηλώσεις-ντοκουμέντα ανοίγει η μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Κουμπάρη, «John Craxton. Mια ελληνική ψυχή». Και ξεκλειδώνουν το έργο, λουσμένο στο λαμπερό ελληνικό φως, όσο και η μυθιστορηματική ζωή του Βρετανού ζωγράφου, που έφυγε από την Αγγλία το 1946, σε ηλικία 24 ετών, αναζητώντας τον ελληνικό μυθολογικό, φαντασιακό κόσμο στη μεταπολεμική Ελλάδα και τους ανθρώπους της, ιδίως στην Κρήτη έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Το επικό ταξίδι του Κράξτον από το σκοτάδι στο φως τερματίστηκε με τον θάνατό του το 2009, σε ηλικία 87 ετών. Οι στάχτες του σκορπίστηκαν στο λιμάνι των Χανίων, τη δεύτερη πατρίδα του. Η έκθεση θα μεταφερθεί τον Οκτώβριο στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων και στη συνέχεια θα παρουσιαστεί στο Λονδίνο.
«Η διαμονή του Κράξτον στην Κρήτη αποτελεί για εμάς πολιτιστικό απόθεμα και θέλουμε να το αξιοποιήσουμε περισότερο, ιδίως το σπίτι του στη Σούρη, που έχει κηρυχτεί μνημείο» δήλωσε χαιρετίζοντας την έκθεση ο περιφερειάρχης Κρήτης, Σταύρος Αρναουτάκης, ενώ ο δήμαρχος Χανίων, Παναγιώτης Σημανδηράκης επεσήμανε επίσης τις συνεργασίες που έχουν αναπτύξει ο Δήμος Χανίων με το Μουσείο Μπενάκη.
Η έκθεση με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Τζον Κράξτον είναι η μεγαλύτερη που οργανώθηκε ποτέ για τον Βρετανό ζωγράφο σε μουσείο. Εντάσεται στον κύκλο των εκθέσεων που αποτυπώνουν «το φαινόμενο του μεταπολεμικού φιλελληνισμού μέσα από βρετανικά μάτια και από βρετανική καρδιά. Ο Κράξτον ήταν απ’ αυτές τις καρδιές, με μια ματιά στην καθημερινότητα της Ελλάδας, ιδίως για την Κρήτη, φρέσκια, ερωτική, γεμάτη ένταση, η οποία τον δικαίωσε» σύμφωνα με τον Γιώργη Μαγγίνη, επιστημονικό διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, υπενθυμίζοντας προηγούμενες εκθέσεις του μουσείου («Γκίκας, Craxton, Leigh Fermor: η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα») .
Η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη φιλοξενεί 90 έργα του Τζον Κράξτον χωρισμένα σε τέσσερις ενότητες, πολλά από αυτά άγνωστα έως τώρα και προερχόμενα από το Craxton Estate. Καλύπτουν όλες τις περιόδους της σταδιοδρομίας του καλλιτέχνη: χαρακτικά και σχέδια, πίνακες ζωγραφικής, μια εντυπωσιακή ταπισερί, καθώς και φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα.
Την επιμελείται ο βιογράφος και εκτελεστής της διαθήκης του, Ίαν Κόλινς, και συμπίπτει με την έκδοση της καταξιωμένης βιογραφίας του Κράξτον σε ελληνική μετάφραση με τίτλο «John Craxton, Ο αγαπημένος της ζωής. Μια ελληνική ψυχή» (εκδ. Πατάκη).
«Η έκθεση αυτή είναι για τη χαρά και το φως μέσα σε όλη αυτή τη βαριά κατάσταση της πανδημίας, του πολέμου. Ο Τζον Κράξτον βρήκε στην Ελλάδα τον εαυτό του, την ταυτότητά του» χαιρέτησε ο Ίαν Κόλινς. «Προικισμένος με εξαιρετικό ταλέντο και με την εύνοια της τύχης, ο Κράξτον υπήρξε ένας ηρωικός ηδονιστής – ζούσε για την απόλαυση και την αποτύπωνε στη ζωγραφική του».
Αυτός ο κοσμοπολίτης νομάς καταξιώθηκε ως καλλιτέχνης από πολύ νεαρή ηλικία, κατά τα χρόνια του πολέμου στο Λονδίνο, μαζί με τον καλύτερό του φίλο, τον Λούσιεν Φρόιντ. Πάντα, όμως, λαχταρούσε την Ελλάδα. Γόνος μιας μεγάλης, μουσικόφιλης και μποέμικης οικογένειας του Λονδίνου με ευρύ κοινωνικό κύκλο, ο Κράξτον ήταν ένα αναρχικό πνεύμα που ήθελε μόνο να ζωγραφίζει – και έμαθε μέσα από το βλέμμα. Ανακάλυψε το έργο του Ελ Γκρέκο και του Πικάσο ενώ ήταν ακόμα έφηβος και αγάπησε την αρχαία ελληνική τέχνη στα μουσεία που επισκεπτόταν συχνά. Όμως, αυτό που ονειρευόταν ήταν μια ζωή γεμάτη φως. Έκανε το πρώτο βήμα για το ταξίδι προς τον Νότο πηγαίνοντας για να σκιτσάρει στο Παρίσι το 1939, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αγγλία λόγω του επικείμενου Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έμεινε εγκλωβισμένος εκεί για έξι ατελείωτα χρόνια κι έγινε γνωστός ως ένα εκκεντρικό παιδί-θαύμα της τέχνης.
Χάρη στην προσωπική του γοητεία κατάφερε να επιβιβαστεί σε στρατιωτικό αεροσκάφος μαζί με τη σύζυγο του Βρετανού πρέσβη στην Ελλάδα και προσγειώθηκε στην Αθήνα την άνοιξη του 1946. Κατά τις επόμενες δεκαετίες εξερεύνησε το Αιγαίο και παραδόθηκε στη σαγήνη του. Από τη στιγμή που έφτασε στη χώρα έως τον θάνατό του, όλο σχεδόν το έργο του εξυμνούσε τη ζωή, το φως και τα τοπία της Ελλάδας.
Πριν από την έλευση του μαζικού τουρισμού, ο Τζον Κράξτον απολάμβανε την επιβίωση του μυθικού στοιχείου στην καθημερινότητα της ελληνικής επαρχίας, η οποία έμοιαζε απαράλλαχτη από τα χρόνια του Ομήρου. Είχε πολλούς διάσημους φίλους και σχεδίασε περίφημα εξώφυλλα για τα βιβλία του Πάτρικ Λη Φέρμορ καθώς και ένα μπαλέτο για τη Μαργκότ Φοντέιν. Προτιμούσε, όμως, να ζωγραφίζει τους απλούς ανθρώπους –βοσκούς μαζί με τις οικογένειές τους, ναυτικούς και στρατιώτες– με τους οποίους του άρεσε να περνάει τον χρόνο του.
Μετά από πολλές περιπλανήσεις –και μεγάλα διαστήματα φιλοξενίας στο αρχοντικό του πιο στενού καλλιτέχνη φίλου του, του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, στην Ύδρα– μετακόμισε σε ένα παλιό σπίτι στο λιμάνι των Χανίων. Φημιζόταν για το ιδιαίτερο χιούμορ του, είτε μιλούσε αγγλικά είτε ελληνικά. Είχε πει κάποτε: «Όταν δεν είχα μοτοσικλέτα, ένιωθα σαν Κένταυρος που μεταμορφώνεται σε κουνιστό αλογάκι». Παρά την ευρυμάθειά του, αποτέλεσμα προσωπικής μελέτης παρά συστηματικών σπουδών, ουσιαστικά ήταν ένας αφελής ξένος. Το μεγάλο του θάρρος ή η αμεριμνησία του τον έβαζαν σε μπελάδες. Όταν εξορίστηκε από την Ελλάδα κατά την περίοδο της Χούντας, ειπώθηκε πως το είχε παρατραβήξει με τα αστεία του – πόσες φορές μπορούσε να χλευάσει την εξουσία και να τη βγάλει καθαρή;
Κατά τα σχεδόν δέκα ανήσυχα χρόνια της εξορίας του ταξίδεψε στο Εδιμβούργο –«την Αθήνα του Βορρά»– προκειμένου να σχεδιάσει και να επιβλέψει τη δημιουργία μιας ταπισερί που απέτινε φόρο τιμής στην παραδοσιακή κρητική υφαντουργία και στη μυθολογία, το κλίμα, τα τοπία και τον αισθησιασμό της Ελλάδας. Η ταπισερί Τοπίο με στοιχεία της φύσης θα ταξιδέψει για πρώτη φορά από τη Σκωτία στην Ελλάδα και θα αποτελέσει το κεντρικό έκθεμα της έκθεσης.
Η επιστροφή του στην Ελλάδα, κατά τη Μεταπολίτευση, ήταν για εκείνον το πιο πολύτιμο δώρο στην πορεία της καλότυχης ζωής του. Μετά την επανεγκατάστασή του στο σπίτι του στα Χανιά, η αέναα εξελισσόμενη τέχνη του αναγεννήθηκε. Αφομοίωσε σταδιακά όλες τις εποχές της ελληνικής δημιουργικότητας –τη γλυπτική της αρχαιότητας, τα βυζαντινά ψηφιδωτά, την εικονογραφία της Κρήτης– και έσμιξε μαζί το αρχαίο και το σύγχρονο, μέσα στην ίδια μεγαλεπήβολη εικόνα. Εξέφραζε με παιχνιδιάρικο τρόπο τη βαθιά του αγάπη για τους ανθρώπους, τις κατσίκες και τις γάτες.
Ο Τζον Κράξτον περιφρονούσε τη φήμη του καλλιτέχνη. Δεν νοιαζόταν καν να ολοκληρώσει τους πίνακές του, πόσο μάλλον να τους πουλήσει. Εάν το έργο του φανερώνει ένα πράγμα για εκείνον, είναι ότι προτιμούσε τη ζωή από την τέχνη: τη ζωή στην Ελλάδα, πάνω απ’ όλα.
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 11 Σεπτεμβρίου 2022.