Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν γενικά αποδεκτό ότι η εγγύτητα σε φυσικούς πόρους όπως το νερό ή ή εύφορη καλλιεργήσιμη γη είναι καθοριστική στα μοτίβα εγκατάστασης. Μια νέα δημοσίευση όμως στο επιστημονικό περιοδικό Frontiers in Political Science έρχεται να αμφισβητήσει την ιδέα αυτή, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα μιας αρχαίας πόλης στο σημερινό νότιο Μεξικό.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το Μόντε Αλμπάν (Monte Albán), η μεγαλύτερη πόλη στην περιοχή για περισσότερα από χίλια χρόνια, δεν βρισκόταν κοντά σε ιδιαίτερα εύφορες γεωργικές εκτάσεις, αλλά προσέλκυσε και διατήρησε τον πληθυσμό του λόγω της οχυρής του τοποθεσίας στην κορυφή ενός λόφου αλλά της ιδιαίτερα συλλογικής μορφής διακυβέρνησής του.

«Θέλαμε να καταλάβουμε γιατί ιδρύθηκε το Μόντε Αλμπάν εκεί που ήταν», λέει η Linda Nicholas, η κύρια συγγραφέας της μελέτης και επικουρική επιμελήτρια στο Field Museum του Σικάγου.

Το Μόντε Αλμπάν βρίσκεται στην κοιλάδα της Οαχάκα στο νότιο Μεξικό. Ιδρύθηκε το 500 π.Χ., αναπτύχθηκε γρήγορα και άντεξε ως η κύρια μητρόπολη της περιοχής για 1.300 χρόνια, περισσότερο από τις περισσότερες, αν όχι όλες, άλλες προϊσπανικές μεσοαμερικανικές πόλεις. «Εργαζόμαστε στην κοιλάδα της Οαχάκα για 40 χρόνια και εμείς και οι συνάδελφοί μας αναρωτηθήκαμε τι τράβηξε τόσους πολλούς ανθρώπους να μετακομίσουν στο Μόντε Αλμπάν και τη γύρω περιοχή και τι επέτρεψε στην πόλη να συντηρηθεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα», λέει ο Gary Feinman, επιμελητής ανθρωπολογίας στην έδρα MacArthur του Field Museum και συν-συγγραφέας της μελέτης, προσθέτοντας ότι ανά διαστήματα έχουν προταθεί ορισμένες υποθέσεις ως απάντηση στο ερώτημα. 

Μια τέτοια υπόθεση που εξηγεί την ταχεία ανάπτυξη στο Μόντε Αλμπάν είναι ο εξαναγκασμός – η ιδέα ότι ισχυροί ηγεμόνες ανάγκασαν τους υπηκόους τους να μετακομίσουν εκεί. Μια άλλη πιθανή εξήγηση ήταν ότι οι άνθρωποι πήγαιναν εκεί επειδή η γη ήταν καλλιεργήσιμη. Για να εξετάσουν την εγκυρότητα αυτών των πιθανών εξηγήσεων, οι Nicholas και Feinman επανεξέτασαν δεδομένα από έρευνες δεκαετιών τόσο του Μόντε Αλμπάν όσο και της γύρω κοιλάδας της Οαχάκα.

Για να αξιολογήσουν το επιχείρημα ότι το Μόντε Αλμπάν προσέλκυσε κόσμο λόγω της ποιότητας του εδάφους του, οι ερευνητές βασίστηκαν σε μελέτες σύγχρονης χρήσης γης στην κοιλάδα για να χαρτογραφήσουν το έδαφος ανά διαφορετικές κατηγορίες, με βάση τη διαθεσιμότητα και τη μονιμότητα του νερού, τον πιο σημαντικό παράγοντα για την αποδοτική καλλιέργεια στην κοιλάδα. Η “καλή”, αρόσιμη γη ήταν κατανεμημένη σε όλη την κοιλάδα, έτσι ώστε ορισμένες περιοχές να είχαν πολύ υψηλότερες πιθανότητες απόδοσης από άλλες. Οι οικισμοί πριν από το Μόντε Αλμπάν ήταν συγκεντρωμένοι στα πιο παραγωγικά μέρη της κοιλάδας, το Μόντε Αλμπάν όμως δεν ήταν! Φαίνεται λοιπόν ότι την εποχή της ίδρυσης του Μόντε Αλμπάν η ποιότητα της γης ήταν λιγότερο υπολογίσιμος παράγοντας στην επιλογή χώρου για κατοίκηση.

«Η ανάλυση της Linda για τη χρήση γης δείχνει πολύ ξεκάθαρα ότι το Μόντε Αλμπάν δεν βρισκόταν κοντά στην πιο πλούσια γη. Είτε κοιτάξεις απλώς τη γη, είτε την επεξργάζεσαι για να βρεις τον τρόπο να την εκμεταλλευτείς, η αγροτική παραγωγικότητα δεν μπορεί να εξηγήσει την επιλογή του Μόντε Αλμπάν», λέει ο Feinman.

Καθώς λοιπόν η υπόθεση για την εύφορη γη δεν ισχύει για το Μόντε Αλμπάν, οι δύο ερευνητές εξέτασαν την πιθανότητα της εξαναγκαστικής οίκησης της περιοχής, με βάση στοιχεία από έρευνες πολλών δεκαετιών. 

«Στη δεκαετία του 1960, οι αρχαιολόγοι άρχισαν να κάνουν διαφορετικές ερωτήσεις για τις αρχαίες κοινωνίες πέρα ​​από τη συλλογή και την κατηγοριοποίηση των αντικειμένων», λέει ο Nicholas. “Όταν ανασκάπτει κανείς μια τοποθεσία, παίρνει μόνο μια εικόνα ενός πολύ μικρού τμήματος του χώρου, ενώ η διαδικασία είναι καταστροφική και κοστίζει.”

«Αν προσπαθεί κανείς να απαντήσει σε ερωτήματα σχετικά με το πώς σχηματίστηκαν οι πρώιμες πόλεις και πόσο διήρκησαν, η ανασκαφή με την περιορισμένη πρόσβαση που δίνει στο παρελθόν δεν τις απαντά», λέει ο Feinman. «Αν θέλει κανείς να μάθει για την πόλη του Σικάγου, η ανασκαφή ενός σπιτιού, ενός οικοπέδου ή ακόμα και μιας γειτονιάς δεν θα έδινε πληροφορίες σχετικά με την ανάπτυξη του κέντρου της πόλης σε σχέση με τον ποταμό Σικάγο και τη λίμνη Μίσιγκαν ενώ δεν θα έδειχνε πώς σχετίζεται η πόλη με ένα ευρύτερο δίκτυο οικισμών στο βόρειο Ιλινόις και όχι μόνο. Με τις αρχαίες πόλεις είναι το ίδιο- χρειάζεται κανείς μια, μακρο-οικονομικά, πιο πλεονεκτική θέση για να κατανοήσει το πώς προέκυψε η ανάπτυξη και η παρακμή τους σε σύγκριση με τις περιοχές γύρω τους». Για να αποκτήσουν αυτή την ευρύτερη εικόνα του πού ζούσαν οι άνθρωποι και πώς άλλαξαν τα πρότυπα των οικισμών τους με την πάροδο του χρόνου, οι Nicholas και Feinman συνεργάστηκαν με τους Richard Blanton και Stephen Kowalewski στην Οαχάκα για να ερευνήσουν μια από τις μεγαλύτερες περιοχές σε συνεχή μελέτη στον κόσμο.

«Για τη συστηματική μας έρευνα, χρησιμοποιήσαμε αεροφωτογραφίες και χάρτες για να μας καθοδηγήσουν καθώς περπατούσαμε σε ολόκληρη την κοιλάδα. Όταν βρήκαμε αρχαιολογικούς χώρους, σημειώσαμε τι βρήκαμε και πού και συλλέξαμε υλικό ώστε να καθορίσουμε τις περιόδους εγκατάστασης», λέει η Nicholas. «Εμείς και οι συνάδελφοί μας ολοκληρώσαμε την έρευνα καλύπτοντας χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα στην κοιλάδα της Οαχάκα και σε παρακείμενες περιοχές». Με τα χρόνια, η έρευνα συμπληρώθηκε με περισσότερες ανασκαφές από πολλούς ερευνητές σε καίριες τοποθεσίες.

Αυτή η ευρύτερη ματιά στη ζωή στο Μόντε Αλμπάν και τις γύρω περιοχές, που αντλήθηκε τόσο από έρευνες όσο και από ανασκαφές, έδωσε στους ερευνητές νέες ιδέες με την πάροδο των ετών. «Μάθαμε ότι στο Μόντε Αλμπάν και σε άλλους οικισμούς στην προϊσπανική Οαχάκα, το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων ζούσε στην επιφάνεια αναβαθμίδων, οι οποίες κατασκευάζονταν στις πλαγιές των λόφων. Από τις ανασκαφές που πραγματοποιήσαμε εμείς και άλλοι, αποκτήσαμε μια προοπτική για τη ζωή στις αναβαθμίδες, όπου οι άνθρωποι έχτιζαν μεμονωμένα σπίτια με πολλά δωμάτια γύρω από ένα αίθριο. Οι οικιακές μονάδες συχνά μοιράζονταν έναν μπροστινό τοίχο αντιστήριξης και οι αποχετεύσεις γενικά χώριζαν τις κατοικίες», λέει ο Feinman. «Οι άνθρωποι όχι μόνο ζούσαν πολύ κοντά, αλλά πρέπει επίσης να ήταν πολύ συνεργάσιμοι από τη μια οικιακή μονάδα στην άλλη, γιατί αν κατέρρεε μέρος του τοίχου αντιστήριξης ή έφραζε  η αποχέτευση, θα έπρεπε να συνεργαστούν για να τα επιδιορθώσουν».

Οι κάτοικοι του Μόντε Αλμπάν ήταν επίσης οικονομικά αλληλοεξαρτώμενοι, ανταλλάσσοντας βιοτεχνικά αγαθά και τρόφιμα, αφού η γεωργική εκμετάλλευση του περιβάλλοντός τους ηταν παρακινδυνευμένη. Παρόλο που δεν έχουν βρεθεί μεγάλες εγκαταστάσεις αποθήκευσης τροφίμων, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι κάτοικοι της πόλης συμμετείχαν σε εμπορικές ανταλλαγές, οι οποίες μπορεί να έρχονταν σε αντιστάθμισμα στη ζημία από τις απρόβλεπτες βροχοπτώσεις της περιοχής. Η “συνεργατική άμυνα” και οι οικονομικές ευκαιρίες σταδιακά προσέλκυσαν ανθρώπους από μακριά στο πρώιμο Μόντε Αλμπάν.

Οι υψηλοί βαθμοί συνεργασίας μεταξύ των οικιακών μονάδων στο Μόντε Αλμπάν απηχήθηκαν σε κάποιο βαθμό στην πολιτική οργάνωσή του συνολικά. «Σε σύγκριση με πιο αυταρχικές κοινωνίες, όπως οι Μάγια της κλασικής περιόδου, το Μόντε Αλμπάν φαίνεται να είχε μια πιο συλλογική μορφή διακυβέρνησης», εξηγεί η Nicholas. Οι αυταρχικές κοινωνίες -αυτές που κυβερνώνται από δεσπότες, όπου μια μικρή ομάδα ανθρώπων ασκούσε όλη την εξουσία – έτειναν να έχουν αρχιτεκτονική ανάλογη με τη μορφή διακυβέρνησής τους, με μεγάλα, φανταχτερά παλάτια και περίτεχνους χώρους ταφής για πλούσιους και ισχυρούς. Οι δεσποτικοί ηγεμόνες χρησιμεύουν ως “τα πρόσωπα” του καθεστώτος τους, το οποίο συχνά εκφράζεται και αντικατοπτρίζεται μέσα από επιβλητικά και εξατομικευμένα μνημεία. Το Μόντε Αλμπάν, ωστόσο, χαρακτηρίζεται από μη οικιστικά δημόσια κτίρια, ναούς και μεγάλες, σχετικά ανοιχτές, κοινόχρηστες πλατείες. Δεδομένης της μακροβιότητας της τοποθεσίας, ο αριθμός των μνημείων που αντιστοιχούν σε μεμονωμένους ηγέτες είναι μικρός.

Αν και η άμυνα ήταν βασικός παράγοντας για την ίδρυση και την τοποθεσία του Μόντε Αλμπάν, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι πρώτοι ένοικοι αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε αυτήν την στριμωγμένη τοποθεσία στην κορυφή του λόφου όπου οι προοπτικές γεωργικής εκμετάλλευσης ήταν κάπως παρακινδυνευμένες, χρειαζόταν συνεχής συνεργασία για τη διατήρηση και μόνο των κατοικιών και ο χώρος διαβίωσης ηταν περιορισμένος. Ωστόσο, τα υγειονομικά μέτρα που μπορεί να τεκμηριώσει η έρευνα δείχνουν ότι οι κάτοικοι του Μόντε Αλμπάν ήταν γενικά σε καλύτερη κατάσταση από τους κατοίκους άλλων προϊσπανικών πόλεων και τα θεσμικά όργανα που ιδρύθηκαν στο Μόντε Αλμπάν συνέβαλαν στην ευημερία, καθώς νέοι κάτοικοι συνέρρεαν από μακριά, παρά τις προκλήσεις.

Εφόσον οι άνθρωποι δεν αναγκάστηκαν να κατοικήσουν στο Μόντε Αλμπάν και δεν ήρθαν για την παραγωγική γη του, γιατί η πόλη μεγάλωσε τόσο γρήγορα αλλά και παρέμεινε ισχυρή και σημαντική για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα;

«Πιστεύουμε ότι έχουμε ένα πλαίσιο που βασίζεται περισσότερο στη συνεργασία», λέει η Nicholas. Με βάση το έργο άλλων μελετητών όπως η Margaret Levi και ο Richard Blanton, ο Feinman υποθέτει «ένα είδος αμοιβαίας σχέσης μεταξύ ανθρώπων που έχουν εξουσία και ανθρώπων που δεν έχουν. Σε αυτή την περίπτωση, οι ισχυροί μπορεί να συντόνισαν την άμυνα, να βοήθησαν στην οργάνωση των ανταλλαγών στην αγορά και να διεξήγαγαν τελετουργικές δραστηριότητες που ενίσχυαν την αλληλεγγύη της κοινότητας. Από την άλλη πλευρά, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της πόλης παρήγαγε τρόφιμα και άλλα αγαθά που συντηρούσαν τον οικισμό και, μέσω των φόρων, υποστήριζαν τη διακυβέρνηση. Ήταν μια διαδικασία συνεργασίας που βασιζόταν στη συμμόρφωση».

Ο Feinman σημειώνει ότι η αρχιτεκτονική της πόλης μπορεί να περιλαμβάνει ενδείξεις για αυτή τη σχέση συνεργασίας μεταξύ των τάξεων που οδήγησαν τους ανθρώπους στο Μόντε Αλμπάν. «Από την ίδρυση της θέσης, υπήρχε μια μεγάλη κεντρική πλατεία όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να συγκεντρωθούν και να εκφράσουν τη γνώμη τους, τουλάχιστον κάποιες φορές. Οι άνθρωποι μπορεί να ενθαρρύνθηκαν να μετακομίσουν εκεί για την άμυνα και τις οικονομικές ευκαιρίες. Αλλά από την άλλη πλευρά, για να σταθεροποιήσουν και να στηρίξουν τους νέους θεσμούς, οι αγρότες έπρεπε πιθανότατα να δώσουν μέρος από το πλεόνασμα τους. Οπότε, πρόκειται για δούναι και λαβείν».

Ενώ οι Nicholas και Feinman  σημειώνουν ότι αυτή η μελέτη είναι μόνο μια περίπτωση, για μια πόλη, έχει κάτι να μας πει. «Το Μόντε Αλμπάν ήταν μια πόλη όπου γράφτηκε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο κατά την ίδρυσή της. Ήταν κάπως πιο δίκαιο και λιγότερο επικεντρωμένο στις ανώτερες τάξεις από οτιδήποτε προηγούμενο», λέει ο Feinman. «Και με τη συλλογική και σχετικά δίκαιη διακυβέρνησή της, η πόλη άντεξε για περισσότερο από μια χιλιετία. Ωστόσο, όταν κατέρρευσε, ο πληθυσμός της πόλης μειώθηκε δραστικά και πολλοί από τους θεσμούς της διαλύθηκαν, εγκαινιάζοντας μια περίοδο πιο αυταρχικής διακυβέρνησης».

Για μια άλλη πρόσφατη μελέτη σχετικά με ζητήματα ισότητας και ανισότητας στις προϊσπανικές κοινωνίας δείτε εδώ.