Για περισσότερο από έναν αιώνα, η γραπτή γλώσσα θεωρούνταν από τους ανθρωπολόγους και άλλους κοινωνικούς επιστήμονες ως καθοριστικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής πολυπλοκότητας ή «προόδου» (όρος που απηχεί έντονα την αποικιοκρατία και τον ρατσισμό). Μια νέα έρευνα όμως, αποκαλύπτει ότι οι κοινωνίες δεν χρειάζονται γραπτές γλώσσες για να είναι μεγάλες ή να έχουν πολύπλοκες κυβερνήσεις.

Η μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο Journal of Social Computing αποτελεί μια συστηματική, συγκριτική έρευνα των προ-αποικιακών κοινωνιών της Κεντρικής Αμερικής, όπου διαπιστώθηκε ότι ορισμένα μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα είχαν συστήματα γραπτής επικοινωνίας, ενώ άλλα όχι. Ταυτόχρονα, τα κέντρα που διέθεταν πιο περίτεχνα συστήματα γραφής και υπολογισμού έτειναν να είναι πιο αυταρχικά (κυριαρχική διακυβέρνηση σε κοινωνία με σαφή κάθετη διαστρωμάτωση) από εκείνα τα οποία στερούνταν αντίστοιχα συστήματα.

«Η ανάπτυξη της γραφής θεωρήθηκε ότι ήταν χαρακτηριστικό πολιτισμών ή κοινωνιών μεγάλης κλίμακας», λέει ο Γκάρι Φάινμαν (Gary Feinman), επιμελητής ανθρωπολογίας στην έδρα MacArthur του Field Museum στο Σικάγο, και ο κύριος συγγραφέας της μελέτης. «Τα ευρήματά μας αμφισβητούν αλλά και βελτιώνουν αυτή τη μακροχρόνια εδραιωμένη υπόθεση, καταδεικνύοντας ότι η σχέση μεταξύ της κλίμακας των κοινωνικών δικτύων και των υπολογιστικών συστημάτων πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τον τρόπο οργάνωσης των ανθρώπων και τα δίκτυα επικοινωνίας που προκύπτουν από αυτόν. Αυτή η σχέση δεν είναι απλώς θέμα αποτελεσματικότητας. Η ιστορία και ο τρόπος οργάνωσης και επικοινωνίας των ανθρώπων είναι καθοριστικής σημασίας».

Το αποτέλεσμα, λέει ο Φάινμαν, είναι ότι «στην προ-ισπανική Μέση Αμερική, η συνολική επεξεργασία υπολογιστικών συστημάτων όπως η γραφή, τα μαθηματικά και τα ημερολόγια δεν συσχετίζονται άμεσα με την κλίμακα των κοινωνιών. Δεν γίνονται απαραίτητα πιο περίτεχνα ή αποτελεσματικά με την πάροδο του χρόνου».

«Πολλά από τα κυρίαρχα παραδείγματα στη μελέτη του ανθρώπινου παρελθόντος απηχούν μια δυτική ή ευρασιατική μεροληψία και δεν στέκουν κατά την αναλυτική εξέταση δεδομένων από άλλα μέρη του κόσμου. Όντας κυρίως αμερικανιστές, γνωρίζουμε ότι ορισμένα “εδραιωμένα” μοντέλα δεν λειτουργούν για το δυτικό ημισφαίριο», λέει ο Ντέιβιντ Καρμπάγιο (David Carballo) από το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, ο οποίος συνυπογράφει τη μελέτη με τον Φάινμαν. Μερικές από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες αυτόχθονων στην Αμερική δεν είχαν γραπτή γλώσσα και «αυτές οι περιπτώσεις, που φαίνονται ανώμαλες σε ένα ευρασιατικό πλαίσιο, μας ώθησαν να διερευνήσουμε γιατί οι άνθρωποι έγραψαν και για τι είδους πράγματα έγραψαν, αντί να υποθέσουμε στενή συσχέτιση με άλλες μορφές κοινωνικής πολυπλοκότητας».

Για τη μελέτη, οι Φάινμαν και Καρμπάγιο συνέκριναν μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα στο σημερινό Μεξικό και την Κεντρική Αμερική από το 1250 π.Χ. έως το 1520 μ.Χ., εξετάζοντας παράγοντες όπως το μέγεθος του πληθυσμού, το μέγεθος της διοικούμενης περιοχής και την πολιτική οργάνωση. Ακόμη και σε κοινωνίες χωρίς γραπτά αρχεία, οι ερευνητές είναι σε θέση να προσδιορίσουν την πολιτική δομή εξετάζοντας τα αρχαιολογικά κατάλοιπα κτιρίων και στοιχείων όπως τα ανάκτορα. Γενικά, αξιολογώντας δείκτες όπως τα ερείπια κατοικιών και δημόσιων κτιρίων, η διάταξη των οικισμών, και τα ταφικά συγκείμενα-μνημεία, οι ερευνητές είναι σε θέση να αντλήσουν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο διακυβέρνησης μιας κοινωνίας και τον τρόπο διανομής της εξουσίας και του πλούτου.

Οι ερευνητές λοιπόν εδώ διασταύρωσαν τους παραπάνω δείκτες με διάφορα συστήματα καταγραφής και υπολογισμού (γραφή, μαθηματικά και ημερολόγια) που χρησιμοποιούσαν οι πληθυσμοί των οικισμών που μελετήθηκαν. Οι σχέσεις που βρήκαν μεταξύ της γραφής και της κοινωνικής πολυπλοκότητας ήταν, με μια λέξη, περίπλοκες. Δεν υπήρχε σαφής γραμμική σχέση μεταξύ του μεγέθους μιας κοινωνίας και του αν είχε γραφή. Βρήκαν όμως μια σύνδεση μεταξύ της γραφής και της πολιτικής οργάνωσης. Η γραφή έτεινε να εμφανίζεται πιο συχνά σε κοινωνίες με αυταρχικούς “παντοδύναμους” ηγέτες παρά σε κοινωνίες όπου η εξουσία κατανεμήθηκε πιο ομοιόμορφα.

Αυτό μπορεί να φαίνεται παράλογο – “η γνώση είναι δύναμη”, σωστά; Σίγουρα, μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι με τη γραφή οι κοινωνίες θα μπορούσαν να επικοινωνούν καλύτερα σε τεράστιες αποστάσεις και να δίνεται σε περισσότερους ανθρώπους η ευκαιρία για γνώση. Ωστόσο, οι Φάινμαν και Καρμπάγιο δεν βρήκαν κάτι τέτοιο.

«Αν πάρουμε τις περιπτώσεις των πιο περίτεχνων συστημάτων γραφής, όπως η Κλασική των Μάγια, πολλά από τα γραπτά ήταν για να μεταφέρουν μηνύματα μεταξύ ανθρώπων υψηλής θέσης», λέει ο Φάινμαν. «Επειδή είναι ένα περίπλοκο σύστημα γραφής, ο αριθμός των ανθρώπων που είχαν τη δυνατότητα να το κατέχουν περιοριζόταν από τον πλούτο ή την κοινωνική τάξη, και οι πληροφορίες που μεταφέρονταν σε αυτούς τους ανθρώπους νομιμοποιούσαν τον ηγετικό τους ρόλο, ενώ μπορεί να εξέφραζαν τη σχέση τους με άλλες ελίτ». Σε αυτήν την περίπτωση, η γραφή δεν βοηθούσε στην ισότητα, αλλά το αντίθετο.

Διαπίστωσαν επίσης ότι τα συστήματα γραφής δεν συσχετίστηκαν απαραίτητα με κοινωνίες που χρειαζόταν να επικοινωνούν με ανθρώπους μακριά. «Δεν νομίζω ότι η γραφή ήταν κυρίως για να μεταφέρει μηνύματα σε ανθρώπους σε μεγάλες αποστάσεις. Τα περισσότερα γραπτά κείμενα εκείνη την εποχή δεν είχαν τέτοια μορφή ώστε να μεταφέρονται. Αν κάποιος ήθελε να δώσει πληροφορίες σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, εκείνοι θα έρχονταν σε έναν τόπο και εκεί θα πραγματοποιούνταν μια κάποια δραστηριότητα η οποία θα βασιζόταν κυρίως σε λεκτική ομιλία», λέει ο Φάινμαν.

Σε προηγούμενες μελέτες τους ο Φάινμαν και οι συνάδελφοί του είχαν καταδείξει ότι οι κοινωνίες με μεγάλη ανισορροπία ισχύος τείνουν να είναι αυτές που είναι λιγότερο βιώσιμες, και αυτό φαίνεται να συμφωνεί με τα ευρήματα αυτής της μελέτης. «Στη Μεσοαμερική νομίζω ότι είναι αρκετά σαφές ότι οι πιο συλλογικά οργανωμένες κοινότητες με λιγότερα “σύνθετα” συστήματα γραφής τείνουν στην πραγματικότητα να είναι πιο ανθεκτικές, πιο βιώσιμες», λέει.

Ένα άλλο βασικό εύρημα της μελέτης είναι ότι ακόμη και όταν οι κοινωνίες ανέπτυξαν ένα περίτεχνο σύστημα γραφής (όπως η Κλασική των Μάγια), δεν συνέχισαν να το χρησιμοποιούν επ’ αόριστον. «Η υιοθέτηση και εξάπλωση της τεχνολογίας είναι κοινωνικές διαδικασίες», λέει ο Φάινμαν. «Οι τεχνολογίες που φαίνονται πιο περίπλοκες ή “αποτελεσματικές” δεν βρίσκουν ευρεία απήχηση ή και δεν διατηρούνται πάντα».

«Η μελέτη είναι σημαντική σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κατανόησης του ανθρώπινου παρελθόντος για να δείξει ότι η εξέλιξη και η εξάπλωση των τεχνολογιών, συμπεριλαμβανομένων των επικοινωνιών και των υπολογιστών, δεν συμβαίνει πάντα με γραμμικό τρόπο», λέει ο Καρμπάγιο. «Αναπτύσσονται και υιοθετούνται ή απορρίπτονται από ανθρώπους μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά και ιστορικά πλαίσια».

Οι ερευνητές στοχεύουν να επαναπροσδιορίσουν τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαιολόγοι αναζητούν και ορίζουν την κοινωνική πολυπλοκότητα. «Πιστεύω ότι είναι σημαντικό όχι μόνο να εξετάζουμε την παρουσία-απουσία ή την πολυπλοκότητα των συστημάτων επικοινωνίας, αλλά είναι σημαντικό να εξετάζουμε ποιος επικοινώνησε με ποιον και τα είδη των μηνυμάτων που στάλθηκαν», λέει ο Φάινμαν. «Η μελέτη δείχνει τη σημασία του τρόπου με τον οποίο είμαστε οργανωμένοι. Οι άνθρωποι απηχούν έναν πραγματικά μοναδικό συνδυασμό καλής συνεργασίας και εγωισμού. Η δουλειά μας βοηθά να δείξουμε την πολυπλοκότητα αυτής της ισορροπίας, η οποία στηρίζει τους περιορισμούς και τις ροές της ανθρώπινης ιστορίας».

Για προγενέστερες προσεγγίσεις πάνω στην ιστορία και τη λειτουργία της γραφής δείτε το αφέρωμα στο τ. 5 (1982) του περιοδικού μας εδώ.