«(Επανα)Προσδιορίζοντας το μουσείο του αύριο» ήταν ο τίτλος του 11ου διεθνούς συνεδρίου CoMuseum που διοργανώθηκε πριν από λίγες ημέρες στην Ελλάδα από το Μουσείο Μπενάκη, την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ελλάδα και το British Council, διαδικτυακά λόγω κορονοϊού. Στο πλαίσιο της συνάντησης, που περιελάμβανε δυο ημέρες εργαστηρίων με στόχο την εκπαίδευση σε νέα εργαλεία των επαγγελματιών του χώρου, αναλύθηκαν θεματικές όπως η στάση και η συμμετοχή των μουσείων απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα: τον ακτιβισμό και τα κινήματα, την κλιματική κρίση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Κάποιες από τις σημαντικότερες παραμέτρους για την επιλογή της κατεύθυνσης που πρέπει να πάρουν τα μουσεία, προκειμένου να υπηρετούν τις κοινωνίες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται, επιχειρούν να θέσουν με την έρευνα τους η δρ Michelle Mileham και η Emily Johnson από το παράρτημα Τεχνών και Μουσείων της Γιούτα των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι δυο ερευνήτριες διατύπωσαν μια σειρά από κριτήρια ώστε να προσδιορίσουν με μετρήσιμο τρόπο τον κοινωνικό αντίκτυπο των μουσείων στις κοινότητές τους. Όρισαν τον κοινωνικό αντίκτυπο «ως την επίδραση μιας δραστηριότητας στον κοινωνικό ιστό μιας κοινότητας και στην ευημερία των ατόμων και των οικογενειών που ζουν εκεί» και συγκεκριμένα για το σύστημα αξιολόγησής τους χρησιμοποίησαν τέσσερις άξονες: την υγεία και την ευημερία του ατόμου, την αποδοχή και εκτίμηση της διαφορετικότητας στην κοινότητα, την εκπαίδευση και, τέλος, την ενδυνάμωση των σχέσεων του ατόμου. Η έρευνα υπό τον τίτλο «Μέτρηση του Κοινωνικού Αντικτύπου των Μουσείων» (στα αγγλικά Measurement of Museum Social Impact – MOMSI) ξεκίνησε αρχικά σε τοπικό επίπεδο το 2015-2016 και, χάρη στην επιτυχία της, από το 2020 τρέχει πλέον σε όλη την επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών με τη συμμετοχή μουσείων κάθε μεγέθους, θεματικής αλλά με διαφορετικές πηγές χρηματοδότησης, δημόσιας ή ιδιωτικής.
«Τα ευρήματα από μια πιλοτική μελέτη στο Thanksgiving Point (σ.σ.: η πρώτη αρχική έρευνα) και μια μελέτη σε οκτώ μουσεία στη Γιούτα δείχνουν ότι τα μουσεία έχουν θετικό αντίκτυπο στα άτομα που το επισκέπτονται. Η μελέτη της Γιούτα συγκέντρωσε απαντήσεις από σχεδόν 400 επισκέπτες μουσείων, οι οποίες έδειξαν μια στατιστικά σημαντική θετική αλλαγή στο 96% των δεικτών κοινωνικού αντίκτυπου μετά την επίσκεψη σε ένα μουσείο» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η δρ Michelle Mileham, προσθέτοντας: «Η εθνική μας έρευνα, η MOMSI, ελέγχει για να διαπιστωθεί εάν αυτά τα ευρήματα επαναλαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο».
Οι ερευνήτριες επέλεξαν αυτούς τους τέσσερις παράγοντες για την αξιολόγηση των μουσείων με βάση μια ενδελεχή ανασκόπηση της βιβλιογραφίας αλλά και σε συνεργασία με εργαζόμενους στο πεδίο. Όπως εξηγεί η δρ Mileham, «κάθε δήλωση δείκτη για την έρευνα κοινωνικού αντίκτυπου συνδέεται με ένα μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα, αλλά προέρχεται από βραχυπρόθεσμα και ενδιάμεσα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, μια ερώτηση της έρευνας είναι “αναρωτιέμαι πώς λειτουργούν τα πράγματα;”» μετά την επίσκεψη στο μουσείο, η απάντηση της οποίας «συνδέεται με το βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα της γνώσης περιεχομένου, το ενδιάμεσο αποτέλεσμα της διέγερσης της έρευνας ή της περιέργειας και, στη συνέχεια, με ένα μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα συνεχούς μάθησης και αφοσίωσης».
Ο απώτερος στόχος, βέβαια, της έρευνας είναι η κατανόηση της επίδρασης που έχουν τα μουσεία σε μεγαλύτερη κοινωνική κλίμακα. «Ελπίζουμε ότι τα δεδομένα από το εθνικό πρότζεκτ θα μας δώσουν καλύτερη εικόνα για την κατανόηση του αντίκτυπου που έχουν τα μουσεία σε μια μεγάλη ποικιλία επισκεπτών» σημειώνει η δρ Mileham, με την επισήμανση ότι «ορισμένα από τα μουσεία που φιλοξενούν την έρευνα MOMSI προσπαθούν να δέχονται σε αυτήν επισκέπτες μόνο της πρώτης φοράς, ενώ άλλα δέχονται συχνούς επισκέπτες και μέλη. Όταν εξετάζουμε τα δεδομένα ολιστικά, και στα 38 μουσεία υποδοχής, ελπίζουμε ότι θα κατανοήσουμε τον αντίκτυπο για τους νέους επισκέπτες μουσείων και τους συχνούς επισκέπτες». «Προσεγγίζουμε επίσης αυτήν την εργασία γνωρίζοντας ότι οι συμμετέχοντες θα έχουν άλλες εμπειρίες στη ζωή τους κατά τη διάρκεια της έρευνας. Κάθε συμμετέχων καλείται να επισκεφθεί το αντίστοιχο μουσείο τρεις φορές σε χρονικό διάστημα αρκετών μηνών. Ενώ ζητάμε από τους επισκέπτες να απαντήσουν στις δηλώσεις της έρευνας με τρόπο που να μετρά το πώς ένιωθαν πριν από αυτές τις επισκέψεις και μετά από αυτές τις επισκέψεις, δεν γνωρίζουμε και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ποιοι άλλοι παράγοντες μπορεί να επηρεάζουν τις απαντήσεις τους. Το μουσείο μπορεί να είναι μόνο ένα κομμάτι που αλλάζει τη σκέψη και την προοπτική τους. Ωστόσο, και πάλι, το μουσείο θα είχε μια μετρημένη επίδραση» στο άτομο και στην κοινότητα, υπογραμμίζει η δρ Mileham.
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Emily Johnson, επίσης ερευνήτρια του προγράμματος και υπεύθυνη υπηρεσιών μουσείου του παραρτήματος Τεχνών και Μουσείων της Γιούτα, το μεγαλύτερο εμπόδιο και πρόκληση ώστε τα ελληνικά μουσεία να εφαρμόσουν ένα τέτοιο σύστημα αξιολόγησης «αυτή τη στιγμή θα ήταν ο χρόνος. Για να πραγματοποιήσει ένα μουσείο μόνο του ένα πρόγραμμα σαν αυτό, θα χρειαζόταν να αφιερώσει προσοχή στην διαφήμιση, την προβολή και την επικοινωνία, καθώς και τον χρόνο που απαιτείται στη λεπτομέρεια της τήρησης αρχείων και της παρακολούθησης των αιτούντων, των επισκεπτών και των απαντήσεων». Ωστόσο, τα μουσεία που επένδυσαν αρχικά στη συγκεκριμένη έρευνα βγήκαν πολλαπλώς ωφελημένα και «χρησιμοποίησαν τα δεδομένα με διαφορετικούς τρόπους», με μεγάλη επιτυχία «όχι μόνο για την χρηματοδότηση αλλά και στο νομοθετικό επίπεδο» αλλά ακόμα και για να υπερασπιστούν την κοινωνική τους συμβολή. «Ένα μουσείο χρησιμοποίησε τις πληροφορίες για να ανανεώσει το ερμηνευτικό του σχέδιο και να κάνει αλλαγές με βάση τα ευρήματά του. Ένα άλλο μουσείο παρουσίασε τα δεδομένα στα διοικητικά συμβούλια και ενεπλάκη στον στρατηγικό σχεδιασμό» σχολιάζει η Emily Johnson.
«Αυτό που μας διδάσκει η μελέτη της Γιούτα και η εθνική μελέτη είναι ότι τα μουσεία χρειάζονται υποστήριξη για να κάνουν αυτού του είδους την έρευνα και να εργαστούν για τη μέτρηση του κοινωνικού τους αντίκτυπου» τονίζει η δρ Mileham, προσθέτοντας: «Γνωρίζουμε ότι οι χρηματοδότες, οι χορηγοί και οι κυβερνητικοί φορείς που υποστηρίζουν τα μουσεία θέλουν να δουν ποσοτικά δεδομένα και θετικές επιπτώσεις, αλλά πολλά μουσεία δεν έχουν την δυνατότητα να αναλάβουν τέτοιες εργασίες. Όσο περισσότερο μπορούμε να κατανοήσουμε τον κοινωνικό αντίκτυπο των μουσείων και τον όγκο της εργασίας που απαιτείται για τη μέτρηση, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη για περισσότερη χρηματοδότηση για την υποστήριξη αυτού του είδους της έρευνας. Τελικά, τα ίδια τα δεδομένα και τα ευρήματα θα είναι ένας τρόπος ώστε τα μουσεία να λάβουν μεγαλύτερη υποστήριξη». Ωστόσο, παρά τις όποιες προκλήσεις, αυτού του είδους η έρευνα είναι απολύτως απαραίτητη, καθώς, όπως επισημαίνει η δρ Mileham, «καθοδηγώντας τις προσπάθειες για τη μέτρηση του κοινωνικού αντίκτυπου των μουσείων, διαμορφώνουμε το πεδίο για να συνεχίσουμε να θέτουμε αυτές τις ερωτήσεις, να συνεχίσουμε να μετράμε τον αντίκτυπο καθώς αλλάζουμε τις πρακτικές μας, έτσι ώστε ο αντίκτυπος (και ο θετικός αντίκτυπος) να βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου». Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο του 11ου διεθνούς συνεδρίου CoMuseum όχι μόνο παρουσιάστηκε από τις δύο ερευνήτριες η έρευνα MOMSI αλλά επιπλέον ακολούθησαν εργαστήρια εκπαίδευσης για την καλύτερη ενημέρωση στελεχών μουσείων.