Τι ακριβώς είναι η αρχαιοελληνική τραγωδία και πώς μπορούμε εμείς, χιλιάδες χρόνια μετά, να επικοινωνήσουμε μαζί της; Ποιες δυνατότητες έχουμε να ανακαλύψουμε στον λόγο της, πώς θα εντοπίσουμε τους συνδετικούς της κρίκους με το παρόν και με ποιον τρόπο θα βρούμε την εποχή μας (αν καταφέρουμε όντως να τη βρούμε) στις περιπέτειές της; Αυτά είναι τα ερωτήματα που θέτει ο Simon Critchley στο βιβλίο του Η τραγωδία, οι αρχαίοι Έλληνες κι εμείς, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση του ποιητή Γιάννη Δούκα. Ας σημειωθεί πως ο Critchley είναι μέλος του ΔΣ του Ιδρύματος Ωνάση και παρουσίασε πριν από μερικές ημέρες το βιβλίο του στην Αθήνα.
Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1960 στην Αγγλία και σπούδασε φιλοσοφία την οποία σήμερα διδάσκει στο New School University της Νέας Υόρκης ενώ συνεργάζεται τακτικά με εφημερίδες και περιοδικά του αγγλοσαξονικού κόσμου. Η αφετηρία κατά συνέπεια της μελέτης του δεν είναι οι κλασικές σπουδές, αλλά η φιλοσοφία. Η εμπειρία επίσης της συνεργασίας του με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, καθώς και τα ενδιαφέροντά του για το ποδόσφαιρο και την πανκ ροκ, απομακρύνουν τη γλώσσα του από την ιδιόλεκτο των ειδικών, διευκολύνοντάς τον να στήσει μια γέφυρα συνεννόησης με το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
Η αρχαιοελληνική τραγωδία, λέει ο Critchley, σημαίνει πάντοτε μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ή τρεις πλευρές, με την αλήθεια να επιμερίζεται σε ισάριθμες εκδοχές. Ο διχασμένος και διχοτομημένος τραγικός ήρωας οδηγείται υπό αυτή την έννοια σε έναν μόνιμο αναδιπλασιασμό. Η αμφιλογία και η αμφιστομία των τραγικών δείχνουν πως η τραγωδία δεν αποτελεί ένα εξωτικό φρούτο το οποίο οι σύγχρονοι δεν θα κατανοήσουν ποτέ. Αντιθέτως, η τραγωδία συνδέεται, αν όχι σε ευθεία πάντως σε τεθλασμένη γραμμή, με τον σχετικισμό του παρόντος, με την απόλυτη αδυναμία της εποχής μας να συλλάβει και να εννοήσει την πραγματικότητα ως ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Ο άνθρωπος της τραγωδίας δεν ελέγχει τη λογική του, είναι ασταθής και η μοίρα του εξαρτάται εν πολλοίς από τους θεούς. Η σημερινή φιλοσοφία της τραγωδίας βάζει στο κέντρο του στοχασμού της την αποσπασματικότητα, τον κατακερματισμό και την ηθική αμφισημία, κάτι που ήξερε καλά ο ώριμος Νίτσε, αλλά ήταν αδύνατον να συμμεριστούν ο Πλάτων, ο Χέγκελ και ο Χάιντεγκερ. Ο συγγραφέας μάς παροτρύνει να θυμηθούμε εδώ τους αρχαίους σοφιστές, τον Πρωταγόρα, που θεωρεί πως μέτρο για όλα τα πράγματα είναι ο άνθρωπος, και τον Γοργία, που αρνούμενος οποιαδήποτε οντολογία πιστεύει μόνο στη ρητορική της πειθούς και την αμφιλογία της – όπως ακριβώς το βλέπουμε να συμβαίνει και στις τραγωδίες του Ευριπίδη, πολύ μακριά από τον Πλάτωνα, ο οποίος παραμένει ακράδαντα πεπεισμένος πως ο ορθός λόγος, η λογική και η θεία χάρη έχουν την ικανότητα να υπηρετήσουν και να θεραπεύσουν τα πάντα.
Ο Critchley δεν υιοθετεί, παρά την αγάπη του για τον Νίτσε, την ιδέα του για τη διονυσιακή και την εκστατική καταγωγή της τραγωδίας – για τη θεατρική σκηνή όπου η δημοκρατία αναπαριστά τον εαυτό της, τρομάζοντας αυτή τη φορά τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, που σπεύδουν να αποκηρύξουν τη «θεατροκρατία» και να ζητήσουν την αποβολή των ποιητών από την ιδανική τους πολιτεία. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο Όμηρος και ιδίως η τραγωδία παραμορφώνουν διά της μιμήσεως τους θεούς, απειλούν με τον θρήνο τους (ακόμα και με το γέλιο ή με την κωμωδία) την ενδεδειγμένη αυτοσυγκράτηση των πολιτών (τα εν οίκω μη εν δήμω), διαταράσσουν με την πολλαπλότητα των φωνών τους την ισορροπία του κράτους και της κοινωνίας και προετοιμάζουν την έκπτωση και τη μετατροπή του πολιτεύματος από δημοκρατία σε τυραννία. Μίμηση μιμήσεως (τρίτον από της αληθείας) ονομάζει ο Πλάτων την ποιητική τέχνη, λέγοντας πως αν ο ξυλουργός κατασκευάζει μια μορφή αντικειμένου ή πράγματος, ο ποιητής επινοεί είδωλα. Και αν μας αρέσουν και μας συγκινούν τα είδωλα, αυτό οφείλεται στο παραδοσιακό εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας, το οποίο ο Πλάτων θέλει να ανατρέψει εκ θεμελίων.
Και για τον Αριστοτέλη η τραγωδία συνιστά μίμηση, αλλά πρόκειται για μίμηση «πράξεως σπουδαίας και τελείας». Όσο για την περιλάλητη αριστοτελική κάθαρση, η «κάθαρσις» δεν είναι ηθική αποκατάσταση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζει το δράμα τον θεατή, προκαλώντας του το «έλεος» και τον «φόβο» μέχρι την ώρα που αμφότερα θα κατασιγαστούν ως πάθη και θα υποχωρήσουν, με την πλοκή (μύθος) να υπερτερεί των χαρακτήρων (ήθος). Κι αν ο Ευριπίδης είναι για τον Αριστοτέλη «τραγικότατος» είναι επειδή καταλήγει, όπως εν μέρει και ο Σοφοκλής, να διαστρέψει την τραγωδία και να την κάνει να αγκαλιάσει το τερατώδες, το αποκρουστικό και το αηδιαστικό. Ο Critchley βιάζεται τώρα να επιστρέψει στο θέατρο του καιρού μας και στο σύγχρονο τερατώδες. Ο Αριστοτέλης δεν θέλει να χρεώσει στην τραγωδία και κάτι επιπλέον, το παράλογο, σκοντάφτοντας εκ νέου στον Ευριπίδη, ο οποίος τοποθετεί τον παραλογισμό στο κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης και των τραγωδιών του. Ο Αριστοτέλης, βέβαια, δεν μάχεται εντέλει την τραγωδία, όπως ο Πλάτων και κατά έναν τρόπο ο Νίτσε, είναι περισσότερο ένας φορμαλιστής που μελετά επιστημονικά ένα είδος έντεχνης έκφρασης. Αναλόγως και ο Critchley, που είναι ένας στοχαστής ο οποίος μελετά φιλοσοφικά την τραγωδία, αναζητώντας στις θεατρικές χειρονομίες και στο νόημά της ίχνη του σημερινού ανθρώπινου δράματος. Δράμα το οποίο δεν μπορεί να ζήσει, όπως πολύ καλά ήξερε και ο Αριστοτέλης, δίχως το αντιθετικό του δίδυμο, την κωμωδία.