Το θέμα της καταστροφής και αρπαγής ελληνικών αρχαιοτήτων από τους κατακτητές το διάστημα 1940-1944 παρουσιάζεται πρώτη φορά ολοκληρωμένα στο πεντάτομο έργο Το Παρελθόν σε Δεσμά του ακαδημαϊκού Βασιλείου Χ. Πετράκου, Εφόρου Αρχαιοτήτων ε.τ. και γενικού γραμματέα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Το έργο –που εξέδωσε η Αρχαιολογική Εταιρεία– περιλαμβάνει ελληνικά, γερμανικά και ιταλικά έγγραφα της περιόδου, δημοσιεύματα και προσωπικά αρχεία, σχηματίζοντας την πρώτη, πραγματική, εικόνα της ιστορίας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της δράσης των λίγων Εφόρων και Επιμελητών Αρχαιοτήτων των χρόνων του Πολέμου και της Κατοχής. «Όλα τα έγγραφα που παραθέτω στο Παρελθόν φανερώνουν, για πρώτη φορά, ενέργειες, βλάβες, ζημίες των αρχαίων, αλλιώς δεν θα είχε νόημα η προσπάθεια. Οι ευτυχείς δεν έχουν ιστορία», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συγγραφέας, για τον οποίο «το πλέον εντυπωσιακό μετά την Απελευθέρωση είναι η λήθη των όσων έγιναν». Όσο για τα αρχαία που έχουν αρπαγεί, υποστηρίζει ότι «θα επανακτηθούν όσα παρουσιαστούν σε κοινή θέα».
Ακολουθεί η συνέντευξη του Βασιλείου Χ. Πετράκου στη δημοσιογράφο Ελένη Μάρκου για το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ε.: Πόσο χρόνο σας πήρε η συγκέντρωση του υλικού για Το Παρελθόν σε Δεσμά; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η συνέχεια του βιβλίου σας που κυκλοφόρησε το 2012: Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο, 1940-1944;
Α.: Έχοντας ζήσει τον Πόλεμο και την Κατοχή σε ηλικία κατά την οποία τα γεγονότα της ζωής εντυπώνονται έντονα, σε αντίθεση με άλλους που ξέχασαν ίσως σωστά, και προχώρησαν, εγώ διατήρησα αδιάπτωτο το ενδιαφέρον μου για βαθύτερη γνώση εκείνων που έζησα. Συγκεντρώνω αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά έως σήμερα. Τον κορμό της ύλης του έργου μου άρχισα να τον σχηματίζω το 1959, όταν διορίστηκα Επιμελητής των Αρχαιοτήτων. Το πρώτο μου σχετικό κείμενο, «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον Πόλεμο 1940-1944», επετειακό για τα 50 χρόνια από την Απελευθέρωση, δημοσιεύτηκε στον Μέντορα (31, 1994) και είναι προοίμιο του έργου του 2021.
Ε.: Η τύχη των αρχαιοτήτων της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Πολέμου και της Κατοχής, κυρίως όσον αφορά το θέμα της απόκρυψης για την προστασία τους, είναι ένα θέμα που έχει συζητηθεί και ερευνηθεί αρκετά, από νωρίς. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τα άλλα θέματα που πραγματεύεστε στο έργο σας. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτή η «καθυστέρηση» στην έρευνα;
Α.: Η απόκρυψη των αρχαίων κατά τον Πόλεμο έχει περιγραφεί για το Εθνικό Μουσείο συνοπτικά πολύ νωρίς από τη Σέμνη Καρούζου και εκτενώς από μένα για τα σπουδαιότερα μουσεία της Ελλάδας το 1994. Τώρα, το 2021, πραγματεύομαι στο σύνολό του το θέμα των αρχαίων κατά τον πόλεμο και μετά. Η «καθυστέρηση», για την ακρίβεια η άρνηση, των Ελλήνων αρχαιολόγων (εννοώ ως αρχαιολόγους πάντοτε τα μέλη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, οι λοιποί, πανεπιστημιακοί κυρίως, έχουν ειδικότητες, ιστορικοί της τέχνης, επιγραφικοί, αλλά όχι αρχαιολόγοι κατά την ελληνική πραγματικότητα) να ασχοληθούν με το θέμα οφείλεται στο ότι τα πράγματα που ζούμε δεν τα βλέπουμε ως ιστορία αλλά ως καθημερινή ζωή και σπάνια τα εξιστορούμε γιατί δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Κατά την περίοδο που εξετάζουμε πολλοί βάστηξαν ημερολόγια, τυπωμένα πολλά από αυτά, στα οποία παρουσιάζεται η προσωπική άποψη των πραγμάτων. Δεν υπάρχει κάτι το συνθετικό και το γενικότερο γραμμένο τότε ή λίγο μετά – και κυρίως αρχαιολογικό. Ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος, δύσκολες περίοδοι, που σκέπασαν τον Πόλεμο και την Κατοχή. Οι αρχαιολόγοι ήθελαν, εκ των πραγμάτων, να ξεχάσουν ό,τι έγινε και να αποκαταστήσουν τις σχέσεις με τους πρώην κατακτητές, κυρίως τους Γερμανούς, αλλά και τους Ιταλούς. Ποιος θυμάται σήμερα ότι όσοι, μετά τον Πόλεμο, δεν εισάγονταν στο Πολυτεχνείο, πήγαιναν οι περισσότεροι στην Ιταλία για σπουδές; Οι αρχαιολόγοι πήγαιναν για μεταπτυχιακά στη Γερμανία, με λίγες πρώιμες εξαιρέσεις, που πήγαν στη Βρετανία (Καλλιπολίτης, Φιλιππάκη, Ανδρόνικος, Καμπίτογλου).
Όλα τα έγγραφα που παραθέτω στο Παρελθόν φανερώνουν, για πρώτη φορά, ενέργειες, βλάβες, ζημίες των αρχαίων, αλλιώς δεν θα είχε νόημα η προσπάθεια. Οι ευτυχείς δεν έχουν ιστορία. Η αγωνία του Μηλιάδη για την Ακρόπολη, ο αγώνας του μοναχικού Χρήστου Πέτρου στο Ναύπλιο, η απομόνωση του Παπαδημητρίου στην Κέρκυρα, το απρόσιτο των Κυκλάδων, της Σάμου, η αδυναμία της Υπηρεσίας να προλάβει το κακό, αφού μόνον με ελάχιστους Εφόρους μπορούσε να επικοινωνήσει, όλα φανερώνουν μία πρώτη φορά. Η Αθήνα αγνοούσε τι γινόταν στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας.
Ε.: Από την έρευνά σας, τι είναι αυτό που σας εντυπώθηκε; Με άλλα λόγια, τι ανακαλύψατε που δεν το περιμένατε;
Α.: Το πλέον εντυπωσιακό μετά την Απελευθέρωση είναι η λήθη των όσων έγιναν. Φοιτητής από το 1951 και Επιμελητής των Αρχαιοτήτων από το 1957, δεν θυμούμαι κανέναν καθηγητή ή παλαιότερό μου Έφορο ή Επιμελητή να μου μίλησε για τα όσα συνέβησαν στην Υπηρεσία κατά τον Πόλεμο και την Κατοχή. Όλοι ήθελαν να τα ξεχάσουν.
Ε.: Θα μπορούσατε να κάνετε έναν μικρό απολογισμό των καταστροφών (και κλοπών) ελληνικών αρχαιοτήτων από τους κατακτητές; Πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτή η καταστροφική τάση;
Α.: Πλήρης απολογισμός δεν υπάρχει και ούτε είναι, πλέον, δυνατόν να γίνει. Γνωρίζουμε ό,τι γράφεται στα υπηρεσιακά έγγραφα. Αλλά σε μεγάλα τμήματα της χώρας δεν υπήρχαν πρόσωπα της Υπηρεσίας, λ.χ. Λακωνία, Μεσσηνία, Δυτική Ελλάδα, Θράκη. Στην αναίρεση της κριτικής του τόμου «Ζημίαι» από τον Hampe μνημονεύω τις περισσότερες από τις καταστροφές.
Όσα έγιναν δεν οφείλονταν σε καταστροφική τάση αλλά στη στρατιωτική ρουτίνα και σε αμάθεια. Οι στρατιωτικοί δεν ήταν αρχαιολόγοι αλλά όταν όριζαν ως στόχο των γυμνασίων του πυροβολικού το φρούριο της Ιθώμης, έβλεπαν βεβαίως ότι ο στόχος ήταν κάτι ασυνήθιστο, κάτι παλιό, αρχαίο. Έπρεπε να διερωτηθούν. Και όμως το κανονιοβολούσαν. Όταν είχαν ενοχλήσεις από αντάρτες που κρύβονταν σε μοναστήρια, βομβάρδιζαν με αεροπλάνα τα μοναστήρια. Ό,τι συνέβη ήταν φυσικό, μας έβλεπαν ως προέκταση της Βρετανίας. Η καταστροφή και η σφαγή του Κομμένου ήταν αντίποινα για την Κολωνία και των Καλαβρύτων αντίποινα για την αντίσταση. Μην ξεχνάμε τους αγγλικούς και αμερικανικούς βομβαρδισμούς των γερμανικών πόλεων και των μνημείων της Γερμανίας που καταστράφηκαν, όπως και τους βομβαρδισμούς των Γερμανών στη Βρετανία. Μνημονεύω μόνο το Λονδίνο και το Canterbury τον Ιούνιο του 1942. Όλα χωρίς λογική για τα μνημεία, αλλά με τη λογική του πολέμου για τους στρατιωτικούς.
Ε.: Οι Έλληνες αρχαιολόγοι αντιστάθηκαν σε αυτές τις βαρβαρότητες;
Α.: Όλοι οι Έλληνες αρχαιολόγοι αντιδρούσαν ενεργώς – και ενίοτε με κίνδυνο προσωπικό για την προστασία των αρχαίων. Μνημονεύω μόνον τον Νικόλαο Πλάτωνα στην Κρήτη, όταν κινδύνεψε να σκοτωθεί προσπαθώντας να ματαιώσει την ανατίναξη του «Λαβυρίνθου». Δεν μπορούσαν οι Έφοροι να αντισταθούν δυναμικά, γιατί δεν βρίσκονταν στον τόπο της καταστροφής την ώρα που γινόταν. Την καταστροφή του πλήθους των μοναστηριών, των Μετεώρων, δεν υπήρχε τρόπος να την προλάβεις – ή τους κανονιοβολισμούς. Δεν γνώριζες πότε θα γίνονταν και πού. Δεν μπορούσες να μπεις σε απαγορευμένη στρατιωτική περιοχή όπου κατασκευάζονταν αμυντικά έργα. Η γερμανική και η ιταλική Υπηρεσία Προστασίας της Τέχνης ήταν ανίσχυρες με τους καθηγητές-ταγματάρχες κατ’ απονομήν ως προϊσταμένους, τους οποίους δεν υπολόγιζε κανένας στρατηγός. Οι στρατοί κατοχής ήταν παντοδύναμοι και ανεξέλεγκτοι. Θυμηθείτε τα Καλάβρυτα, το Κομμένο, το Δοξάτο και τις καθημερινές εκτελέσεις και τις κρεμάλες. Τα αρχαία ήταν μια αδιάφορη λεπτομέρεια.
Ε.: Η Ελλάδα υπήρξε κατεχόμενη χώρα από τρεις δυνάμεις, Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία. Εντοπίστηκαν ομοιότητες και διαφορές στη δράση των κατοχικών δυνάμεων σε σχέση με την πολιτιστική κληρονομιά;
Α.: Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί στρατιωτικοί ενεργούσαν ως κατακτητές και οι καταστροφές που προκάλεσαν στα μνημεία οφείλονταν στις πολεμικές τους, αμυντικές, ανάγκες. Οι Βούλγαροι δεν τα έβαλαν, σκοπίμως, μόνο με τα πράγματα, μνημεία, μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους (Φίλιπποι), αλλά και με τους ανθρώπους τους οποίους προσπαθούσαν να εξοντώσουν για λόγους που ανάγονταν στο ιστορικό παρελθόν, δηλαδή στις μόνιμες επιδιώξεις τους. Θυμηθείτε τις πολύνεκρες διαδηλώσεις στην Ελλάδα για την κάθοδό τους νοτιότερα. Βεβαίως τούτο δεν σημαίνει ότι και οι άλλοι δύο συνεταίροι δεν σκότωναν αδιάκριτα.
Ε.: Από τις κλεμμένες αρχαιότητες γνωρίζετε κάποιο ποσοστό ανάκτησης; Για τα υπόλοιπα, ποια πιστεύετε ότι ήταν η τύχη τους; Θεωρείτε ότι θα επανακτηθούν κάποιες από αυτές στο μέλλον;
Α.: Δεν γνωρίζω το ποσοστό ανάκτησης των αρχαίων που κλάπηκαν, γιατί δεν δημοσιεύτηκε ποτέ ο πίνακας των αρπαγών. Δεν θυμάμαι να είδα ποτέ στο Αρχαιολογικό Δελτίο σχετική έκθεση. Μην ξεχνάμε ότι μεγάλος αριθμός αρχαίων ήταν λάφυρα προσώπων, στρατιωτικών πάντοτε, των οποίων δεν μάθαμε ποτέ τα στοιχεία, πλην των διοικητών της Κρήτης και των Γερμανών αρχαιολόγων που εργάστηκαν για λογαριασμό τους. Θα επανακτηθούν από τα αρχαία που έχουν αρπαγεί, όσα παρουσιαστούν σε κοινή θέα. Τα περισσότερα είναι κρυμμένα, όπως ο μελανόμορφος πίνακας του Κεραμεικού. Ο θώρακας της Ολυμπίας, που εμφανίστηκε σε δημοπρασία στην Ελβετία, ξαναγύρισε στην Ελλάδα.
Ε.: Μετά τη λήξη του πολέμου, πώς κρίνετε τις ενέργειες του ελληνικού κράτους για την ανάκτηση των κλαπέντων αρχαιοτήτων και την απόδοση ευθυνών για τις καταστροφές που επέφεραν οι κατοχικές δυνάμεις;
Α.: Πλην του τεύχους «Ζημίαι» του 1946, που συντάχθηκε για πολιτικούς και διπλωματικούς λόγους, δεν υπήρξε ποτέ καμία σοβαρή ενέργεια εκ μέρους της Υπηρεσίας για την ανάκτηση των αρχαίων, εκτός της αποστολής του Μαρινάτου στην Αυστρία το 1948, με καλά αποτελέσματα. Οι λόγοι είναι: α) ο νόμος της αδρανείας, β) η πολιτική των κυβερνήσεων που δεν επιθυμούν ασήμαντα θέματα ηθικής να σκιάζουν τις σχέσεις τους με κράτη που τα έχουμε ανάγκη. Τα μάρμαρα της Ακρόπολης είναι άλλη ιστορία, που δεν προκαλεί διπλωματικές συγκρούσεις, είναι κάτι το επαναλαμβανόμενο από το 1836, γ) η νοοτροπία των μελών της κεντρικής υπηρεσίας, που προτιμούν τη γραφειοκρατία από τη μελέτη και τη γνώση της επιστήμης. Απόδοση ευθυνών και διόρθωση των πραγμάτων γίνεται τη στιγμή που πρέπει. Τώρα ως μέλη της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας δεν βλέπω πιθανότητα να ζητήσουμε ευθύνες για ό,τι έγινε πριν από 80 χρόνια, όταν μας αρνούνται την απόδοση του δανείου της κατοχής. Ειδικώς σήμερα, παρά ποτέ άλλοτε, έχουμε ανάγκη τους κατακτητές του 1941-1944.
Ε.: Θα θέλατε κάτι να προσθέσετε;
Α.: Ναι. Η Υπηρεσία σήμερα είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη -36 Έφοροι και Επιμελητές κατά τον Πόλεμο και την Κατοχή, 1.553 οι αρχαιολόγοι σήμερα- και πλούσια. Μπορεί ν’ αποκτήσει δύναμη, για το καλό των μνημείων, αν στραφεί προς την επιστήμη. Τότε θα την υπολογίζουν περισσότερο οι κυβερνήσεις. Το μόνο που μπορούν να προβάλουν οι αρχαιολόγοι είναι η επιστημονική τους υπόσταση και η ανιδιοτέλειά τους. Αλλιώς θα χαθούν μέσα στον μοντερνισμό και μαζί θα χαθούν και τα μνημεία και η επιστήμη. Και ακόμη: Μνημονεύετε Σταματάκη, μνημονεύετε Τσούντα και Παπαδημητρίου και Κοντή.