Ο Γκούναρ Χέρινγκ (1934-1994) υπήρξε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης, υφηγητής του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ, καθηγητής Ιστορίας της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν και καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Γνώστης των περισσότερων βαλκανικών γλωσσών, ο Χέρινγκ ήταν σε όλη τη ζωή του ένας πολύ καλός φίλος της Ελλάδας. Δημοσίευσε μελέτες για πολιτικά, κοινωνικά, πνευματικά και ιδεολογικά ζητήματα της νεότερης βαλκανικής και ελληνικής ιστορίας και δύο από τα σημαντικότερα έργα του είναι Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα (2006), από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), και Η διαμάχη για τη γραπτή νεοελληνική γλώσσα (2020), από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (ΠΕΚ).
Πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε από τις ΠΕΚ μια ακόμα σημαντική μελέτη του με τίτλο Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους και ο φιλελληνισμός. Ο Χέρινγκ παρέδωσε στον εκδότη του το χειρόγραφο μερικούς μήνες προτού πεθάνει και είναι ευτύχημα που τώρα το έχουμε στα χέρια μας, σε μετάφραση Αγαθοκλή Αζέλη, στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 χρόνων από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821.
Αφού προχωρήσει σε ένα σύντομο όσο και εξαιρετικά πυκνό διάγραμμα του Αγώνα και των δρόμων τους οποίους ακολούθησαν οι επαναστάτες μέχρι να φτάσουν στην ίδρυση και τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, ο Χέρινγκ εξετάζει τον ρόλο τον οποίο έπαιξαν οι φιλέλληνες στη σχεδόν δεκάχρονη προσπάθεια για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.
Οι φιλέλληνες δεν αποτέλεσαν ένα τυχαίο ή συγκυριακό φαινόμενο και η συμμετοχή τους στις επαναστατικές διεργασίες πήρε πολλές μορφές. Ξεκινώντας από την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ελβετία, τη Ρωσία και τη Δανία και φτάνοντας μέχρι την απέναντι όχθη του Ατλαντικού, τις ΗΠΑ, οι φιλέλληνες έλαβαν μέρος στον Αγώνα ποικιλοτρόπως: γράφοντας διακηρύξεις και τυπώνοντας φυλλάδια, δημοσιεύοντας ποιήματα και βιβλία, σχηματίζοντας επιτροπές συμπαράστασης, συγκεντρώνοντας μεγαλύτερα ή μικρότερα οικονομικά ποσά (είναι χαρακτηριστικό το πόσο περισσότερα χρήματα και σε πόσο συντομότερο διάστημα μάζεψαν οι Αμερικανοί φιλέλληνες αν συγκριθούν με τους Βρετανούς ομολόγους τους), όπως και θέτοντας εαυτούς υπό την υπηρεσία των πολεμικών αναγκών της Επανάστασης με την οποία και μοιράστηκαν γενναία το σύνθημα «ελευθερία ή θάνατος».
Βύρων, Πέρσι Μπις Σέλλεϊ, Ιωάννης Γαβριήλ Εϋνάρδος, Τζορτζ Φίνλεϊ, Τόμας Κόχραν, Ντελακρουά, Ουγκό, Φαβιέρος, Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ: αυτά είναι μερικά μόνο από τα ονόματα των ανθρώπων που κατάφεραν να αποτυπωθούν στη δημόσια μνήμη του φιλελληνισμού: από ποιητές, ζωγράφους, δημοσιογράφους και ιστορικούς μέχρι τραπεζίτες και αξιωματικούς της στεριάς και της θάλασσας. Οι φιλέλληνες, όμως, επώνυμοι και ανώνυμοι, συγκροτούν ένα άθροισμα μεγαλύτερο από τα μέρη του και μπορεί, ακόμα κι όταν δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στην Ελλάδα, να έδωσαν την καρδιά και την ψυχή τους στο ανταριασμένο πνεύμα της απ’ όπου κι αν βρίσκονταν. Ποια ήταν, ωστόσο, η κοινωνική καταγωγή των φιλελλήνων; Μα, ασκούσαν τα πιο διαφορετικά επαγγέλματα και καταλάμβαναν τις πιο διαφορετικές κοινωνικές θέσεις (από γιατροί, διπλωμάτες και ευπατρίδες μέχρι αστοί, φοιτητές και λόγιοι) και ανήκαν σε όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος (ριζοσπάστες και εξεγερμένοι, δημοκράτες και φιλελεύθεροι, συντηρητικοί και βασιλόφρονες), εκφράζοντας τις πλέον αναπάντεχες γνώμες.
Όπως συχνά επαναλαμβάνει ο Χέρινγκ, οι φιλέλληνες μπορεί στη μεγάλη τους πλειονότητα να ξεκινούσαν από τον θαυμασμό για την αρχαία Ελλάδα, αλλά πολύ συχνά συνταίριαζαν την Επανάσταση του 1821 με τις πολιτικές έγνοιες της εποχής τους: με τον πόθο για τη διεύρυνση των δημοκρατικών κατακτήσεων ή για την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων, με την πίστη στην απελευθέρωση των καταπιεσμένων εθνών ή με τη θέρμη της υιοθέτησης των ιδεών του Διαφωτισμού. Το αρχαίο ελληνικό κλέος αποτελούσε έτσι μόνο ένα στοιχείο της ιδεολογίας του φιλελληνισμού κι εκείνο που προέχει και σήμερα για να κατανοήσουμε την υπόθεσή του είναι να δούμε τους εκπροσώπους του σαν το οργανικό κομμάτι (ακόμα κι αν αυτό το κομμάτι ήταν πολιτικά και στρατιωτικά αδύναμο) ενός αγώνα ο οποίος κατόρθωσε να διεθνοποιήσει γρήγορα τα δίκαιά του και να τα εντάξει σε μια παγκόσμια ατζέντα για την αυτοδιάθεση, την ανεξαρτησία και την ελευθερία.