Η Καλλινίκη Ώττα, αρχιτέκτων MSc, υποψ. δρ του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών, παρουσιάζει την έκδοση: Μιλτιάδης Δ. Πολυβίου, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στο Πήλιο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα (1700-1881), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος 2019, σελ. 258, εικ. 421:
Το βιβλίο πραγματεύεται τη ναοδομία του Πηλίου κατά την περίοδο της προεπαναστατικής ακμής του, καθώς και τη συνέχισή της μετά την Επανάσταση, και αποτελεί καρπό μακρόχρονης έρευνας του συγγραφέα γύρω από το θέμα αυτό. Η μελέτη χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία, όχι μόνο για τον λόγο ότι οι εκκλησίες της εποχής αυτής, ως σύνολο, δεν έχουν μελετηθεί μέχρι σήμερα, αλλά και για τον τρόπο προσέγγισης του θέματος, ο οποίος υπερβαίνει τη στενή οπτική της ανάλυσης των κτισμάτων ως αρχιτεκτονικών υποστάσεων.
Ένας μεγάλος αριθμός μνημείων εξετάζεται μέσα από μία συστηματική καταγραφή, η οποία ξεκίνησε στα πρώτα μεταφοιτητικά χρόνια του συγγραφέα, στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής με το θέμα αυτό, υπό την επίβλεψη του αείμνηστου καθηγητή Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, Χαράλαμπου Μπούρα. Η πολυετής –λόγω του μεγέθους του αντικειμένου– επιτόπια έρευνα κατέληξε σε μία λεπτομερέστατη ανάλυση κάθε μνημείου, για ένα δυσθεώρητο σύνολο 130 ναών (χωρίς να υπολογίζονται οι επιπλέον 20 ναοί που τεκμηριώθηκαν βιβλιογραφικά).
Ωστόσο, από την έρευνα δεν προέκυψε ένα ογκώδες έργο που εξαντλείται σε αρχιτεκτονικές περιγραφές των μνημείων, αλλά επιδιώχθηκε μία περαιτέρω συνθετική θεώρηση του αντικειμένου. Έτσι, πέρα από τη μελέτη που βασίστηκε στην αρχιτεκτονική τεκμηρίωση, πραγματοποιήθηκε μία βαθύτερη ιστορική έρευνα η οποία ασχολήθηκε με την ερμηνεία ενός φαινομένου που άφησε ανεξίτηλο ίχνος στον νεοελληνικό πολιτισμό. Μέσα από την έρευνα αυτή, ανιχνεύονται οι λόγοι που οδήγησαν στην άνθηση της ναοδομίας στον συγκεκριμένο χώρο τη συγκεκριμένη εποχή, οι συνθήκες μέσα στις οποίες αυτή συντελέστηκε, οι φορείς που την εξέφρασαν και εκείνοι που την υλοποίησαν. Ο συγγραφέας αναδεικνύει τα δεδομένα της κοινωνίας που την παρήγαγε και τη λογική μιας τέτοιας έκφρασης, όχι απλώς τον καρπό της.
Το βιβλίο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο για τον εξειδικευμένο επιστήμονα που ασχολείται με τη μελέτη αρχιτεκτονικών μνημείων, αλλά και για τον αναγνώστη που κεντρίζεται από ιστορικό ενδιαφέρον και επιθυμεί να κατανοήσει, μέσα από τη σχέση αιτίου-αιτιατού, τη σύνδεση των μνημείων με τις ιστορικές συνθήκες που τα δημιούργησαν.
Η διάρθρωση του βιβλίου γίνεται σε αυτοτελή κεφάλαια. Στο πρώτο μέρος αναλύεται το ιστορικό πλαίσιο και τα δεδομένα της κοινωνίας του Πηλίου την εποχή αυτή, όπως η οικονομία και αυτοδιοίκηση των οικισμών, οι συντεχνίες, ο αρματολισμός, η παιδεία, η εκκλησία. Επίσης, εξετάζεται το νομικό και διοικητικό καθεστώς, γενικό και ειδικό, που ίσχυε για τη ναοδομία τη συγκεκριμένη εποχή. Στη συνέχεια, αναλύεται η ναοδομική δραστηριότητα, όπως εντάσσεται στα παραπάνω πλαίσια, ως έκφραση της συγκεκριμένης κοινωνίας. Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται το κτητορικό φαινόμενο στο Πήλιο, συλλογικό και ατομικό, φωτίζοντας μία σημαντική διάσταση της λειτουργίας της κοινωνίας, τεκμηριωμένο μέσα από την εξέταση των κτητορικών επιγραφών και άλλων πηγών. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι κατασκευαστές των ναών και γίνεται αναφορά στην καταγωγή, τη σύνθεση και την εργασία των οικοδομικών συνεργείων που ανέλαβαν την οικοδόμησή τους. Τεκμηριώνονται, επίσης, οι περιπτώσεις ναών που οφείλονται στους ίδιους δημιουργούς.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, εξετάζεται η αρχιτεκτονική των εκκλησιών, διαρθρωμένη στα κεφάλαια της τυπολογίας, της κατασκευής, της μορφολογίας και της διακόσμησης. Τα κεφάλαια αυτά τεκμηριώνονται με πλήθος σχεδίων και φωτογραφιών, τόσο των κτισμάτων όσο και λεπτομερειών τους, καλύπτοντας όλες τις υπάρχουσες παραλλαγές και αναδεικνύοντας με πληρότητα τον πλούτο της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής του Πηλίου. Η –αφανής στον αναγνώστη– τεκμηριωτική εργασία βασίστηκε στη σύνταξη από το συγγραφέα μίας πρότυπης καρτέλας καταγραφής των ναών, η τελική μορφή της οποίας αποτέλεσε την απαραίτητη προϋπόθεση για την ουσιαστική προσέγγιση του φαινομένου.
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου διατυπώνεται συμπερασματικά η αντιστοίχιση του φαινομένου της πλήρους και ώριμης αρχιτεκτονικής έκφρασης όπως αναλύθηκε, με την πρωτοποριακή κοινωνία που την παρήγαγε.
Η εν λόγω εργασία θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για την περαιτέρω μελέτη του κάθε ναού ξεχωριστά. Πέραν τούτου όμως, θεμελιώνει ένα πρότυπο έρευνας για τους ερευνητές αντίστοιχων θεμάτων.
* Ο Μιλτιάδης Δ. Πολυβίου, δρ αρχιτέκτων, εργάστηκε επί σειρά ετών στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Αγίου Όρους και Χαλκιδικής, εστιάζοντας στη μελέτη της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής του Αγίου Όρους. Τιμήθηκε το 2000 από την Ακαδημία Αθηνών για τη μελέτη του Το Καθολικό της Μονής Ξηροποτάμου, με την οποία, μέσω της αναζήτησης και της αποκάλυψης ξύλινου προπλάσματος του 18ου αιώνα, τεκμηρίωσε την ύπαρξη οργανωμένου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ήδη από την εποχή αυτή. Η εν λόγω μελέτη αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την ιστορική έρευνα αρχιτεκτονικών μνημείων.