Υστεροαρχαϊκός ναός εντοπίστηκε σε κεντρικό σημείο του ιερού της Αμαρυσίας Αρτέμιδος κατά τη φετινή ανασκαφική περίοδο, που έλαβε χώρα το διάστημα από 20 Ιουλίου έως 28 Αυγούστου 2020 στο πλαίσιο του πενταετούς προγράμματος (2020-2024) αρχαιολογικής έρευνας, υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου Αμαλίας Καραπασχαλίδου και με επικεφαλής από πλευράς της Ελβετικής Αρχαιολογικής Σχολής, τον Karl Reber, Διευθυντή της Σχολής, και με τη συμμετοχή μικρού αριθμού Ελλήνων και Ελβετών φοιτητών, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.
Η ταύτιση του αρχαιολογικού χώρου στη θέση Παλαιοεκκλησιές/ Παλαιοχώρια, στα ανατολικά της σύγχρονης Αμαρύνθου, με το ιερό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, το οποίο αναφέρεται σε διάφορες αρχαίες πηγές και υπήρξε το σημαντικότερο ιερό της Εύβοιας, κατέστη δυνατή το 2017 στο πλαίσιο πενταετούς ανασκαφικού προγράμματος συνεργασίας (2015-2019) μεταξύ της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευβοίας και της Ελβετικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα.
Σε ό,τι αφορά τον υστεροαρχαϊκό ναό που εντοπίστηκε κατά τη φετινή ανασκαφική περίοδο, πρόκειται για κτήριο διαστάσεων 10×30 μ. με μία κιονοστοιχία στον κεντρικό άξονα, από το οποίο σώζεται το συμπαγές θεμέλιο, στο εσωτερικό του οποίου βρέθηκε τοίχος προγενέστερης φάσης και εσχάρα με ίχνη φωτιάς. Κατά το τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.X. σε επαφή με τα θεμέλια του κτηρίου εναποτέθηκαν αναθήματα του 7ου και 6ου αι. π.Χ. και συγκεκριμένα μελανόμορφα αγγεία (όπως ένας αμφορέας με παράσταση Μέδουσας), πήλινα ειδώλια, σφραγιδόλιθοι σε σχήμα σκαραβαίου και ειδώλια από φαγεντιανή εισηγμένα από την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και αγγεία τοπικής παραγωγής όπως πρόχοι με ψηλό λαιμό και υδρίσκες, όμοιου τύπου με αγγεία που έχουν βρεθεί σε μεγάλο αριθμό στις ανασκαφές των αρχαϊκών χώρων λατρείας γυναικείων θεοτήτων στην Ερέτρια. Τα εν λόγω ευρήματα τεκμηριώνουν τη συμμετοχή του ιερού της Αμαρυσίας Αρτέμιδος στις θρησκευτικές πρακτικές των Ερετριέων και των Ευβοέων γενικότερα, καθώς και τις εμπορικές σχέσεις της περιοχής της Αμαρύνθου με την Ανατολική Μεσόγειο.
Εντός του απαλλοτριωμένου χώρου, ολοκληρώθηκε επίσης η ανασκαφή της μεγάλης υστεροκλασικής-ελληνιστικής στοάς. Το μνημειακού χαρακτήρα κτήριο, με 27 δωρικούς κίονες στην πρόσοψή του, έχει μήκος 69 μ. και περιέβαλλε το ιερό προς τα ανατολικά. Στα βόρεια, μια στοά και μία σειρά από τρία κτήρια μικρών διαστάσεων οριοθετούσαν το τέμενος. Πρόκειται ίσως για «θησαυρούς» ή ναΐσκους, που παρουσιάζουν κάτοψη παρόμοια με ανάλογα κτήρια σε άλλα μεγάλα ελληνικά ιερά. Από την έρευνα στα κτήρια δεν υπήρξαν ευρήματα που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν τη χρήση τους, εκτός από ένα θραύσμα μαρμάρινης βάσης αγάλματος με αναθηματική επιγραφή, όπου εμφανίζεται η αρχή του ονόματος της Αρτέμιδος. Το ένα από αυτά τα κτήρια καταστράφηκε από τη δημιουργία ασβεστοκάμινου κατά τα μεσαιωνικά, πιθανόν, χρόνια.
Δυτικά της στοάς εντοπίστηκε ένα παλαιότερο κτήριο, του 7ου αι. π.Χ., ορθογώνιας κάτοψης, μήκους 38 μ. Το κτήριο αυτό λειτουργούσε πιθανότατα ως μνημειώδης είσοδος στο ιερό από τα ανατολικά, αλλά πιθανόν και για λατρευτικές πρακτικές.
Ανάμεσα στα φετινά ευρήματα πρέπει επίσης να αναφερθούν νέα θραύσματα ενσφράγιστων κεραμίδων με το όνομα της Αρτέμιδος, όμοια με αυτά που βρέθηκαν το 2017 και επέτρεψαν τότε την ταύτιση του ιερού. Η ανασκαφική περίοδος που μόλις ολοκληρώθηκε ήταν η πρώτη ενός νέου πενταετούς προγράμματος. Τα επόμενα χρόνια η έρευνα θα επικεντρωθεί στην εξεύρεση των αρχικών φάσεων της λατρείας στο σημαντικό αυτό ιερό της Εύβοιας. Η έρευνα πεδίου συνδυάζεται με ειδικές αναλύσεις όπως η μικρομορφολογική δειγματοληψία και οι αρχαιοβοτανικές μελέτες, σε συνεργασία με το εργαστήριο Wiener της Αμερικάνικης Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Υπεύθυνοι αρχαιολόγοι στο πεδίο είναι από πλευράς ΕΦΑ Ευβοίας, η Όλγα Κυριαζή και από πλευράς Ελβετικής Αρχαιολογικής Σχολής, ο Tobias Krapf.