Στη Ρήνεια, ένα μικρό νησί δίπλα στη Δήλο, που συνδέθηκε με την ιστορία των γεννήσεων και των θανάτων του γειτονικού της, φημισμένου νησιού, αλλά λειτούργησε και ως χώρος καραντίνας τον 19ο και έως τις αρχές του 20ού αιώνα, επικεντρώνεται το πενταετές πρόγραμμα έρευνας πεδίου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, που άρχισε το 2019.
Σήμερα η Ρήνεια (ή «Μεγάλες Δήλες» για τους Μυκονιάτες, ονομασία που δηλώνει τη διαχρονική σχέση των δύο νησιών) είναι χωρισμένη σε «παρτίδες», δηλαδή σε αγροτικές εκτάσεις τις οποίες ο Δήμος Μυκόνου εκμισθώνει σε Μυκονιάτες για αγροτική και κτηνοτροφική χρήση.
Η Ρήνεια υπήρξε τόπος με ιδιόρρυθμη ιστορία στην αρχαιότητα. Γνωστή και με το όνομα Ορτυγία, ήταν η γενέτειρα της δίδυμης αδελφής του Απόλλωνα, της Άρτεμης, σύμφωνα με τον μύθο. Το νότιο τμήμα (οι «Κάτω Δήλες») ανήκε στην επικράτεια της αρχαίας Δήλου και λειτούργησε ως τόπος ταφής και γέννησης των κατοίκων της. Στο ίδιο τμήμα το ιερό του Δηλίου Απόλλωνα κατείχε αγροτικές εκτάσεις που τις μίσθωνε σε ιδιώτες αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη, σύμφωνα με τις δηλιακές επιγραφές. Επίσης είχε και ένα ιερό αφιερωμένο στην Άρτεμη. Στο βόρειο τμήμα της Ρήνειας (στις σημερινές «Επάνω Δήλες»), υπήρχε η πόλη της Ρήνειας, με τα νεκροταφεία, τις αγροικίες, τις ποικίλες πηγές πλούτου και τα ιερά της.
Περιορισμένες, αλλά σημαντικές ανασκαφές στη Ρήνεια, έγιναν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα από τους δύο πρώτους Εφόρους Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Δημ. Σταυρόπουλλο και Δημ. Πίππα, οι οποίοι ωστόσο δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν την τεκμηρίωση των ευρημάτων τους. Σημειακές έρευνες και εργασίες στη δηλιακή νεκρόπολη και την πόλη της Ρήνειας πραγματοποιήθηκαν αργότερα από την πρώην ΚΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων καθώς και τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.
Ο Σταυρόπουλλος ξεκίνησε τις έρευνές του στην ανατολική ακτή της νότιας Ρήνειας το 1898. Οι αρχαιότητες είχαν λεηλατηθεί για αιώνες από τους τυμβωρύχους με αποτέλεσμα σήμερα να συναντά κανείς επιτύμβιες στήλες της Ρήνειας όχι μόνο σε ελληνικά μουσεία αλλά και σε μουσεία και συλλογές του εξωτερικού, στη Βενετία, τη Βερόνα, το Λονδίνο, την Οξφόρδη, το Κέιμπριτζ, το Παρίσι, τη Βιέννη, το Όσλο, την Οδησσό, την Πετρούπολη, την Κοπεγχάγη.
Ο Σταυρόπουλλος ανέσκαψε τάφους αποκαλύπτοντας τμήμα της «μοναδικῆς ταύτης πόλεως τῶν γεννήσεων καὶ τῶν θανάτων». Οδηγός του υπήρξε το περίφημο χωρίο του τρίτου βιβλίου των Ιστοριών του Θουκυδίδη ο οποίος περιγράφει πώς οι Αθηναίοι, το χειμώνα του 426/5 π.Χ., προχώρησαν σε ολοκληρωτική κάθαρση της Δήλου (μία πρώτη, μερική κάθαρση είχε ήδη διενεργήσει ο Πεισίστρατος) «σηκώνοντας όλους τους νεκρούς και τα φέρετρά τους από τη Δήλο, διατάζοντας στο εξής ούτε να πεθαίνει κανείς, ούτε να γεννιέται στο νησί, αλλά οι ετοιμοθάνατοι και οι ετοιμόγεννες να μεταφέρονται στη Ρήνεια».
Οι ελπίδες του Σταυρόπουλλου να βρει τις παλιές ταφές των Δηλίων στη Χαρώνεια, όπως ονομάζουν οι δηλιακές επιγραφές την αρχαία νεκρόπολη της Δήλου, δικαιώθηκαν με τον εντοπισμό του περίφημου «βόθρου της καθάρσεως» στον όρμο της Αγίας Κυριακής. Τα εκατοντάδες αγγεία που ήρθαν στο φως και ανήκαν σε ταφές τουλάχιστον 4 αιώνων (8ος-5ος αι. π.Χ.), μαζί με τις πολυάριθμες επιτύμβιες στήλες οδήγησαν στην ίδρυση του Μουσείου Μυκόνου, ενός από τα παλαιότερα στον ελλαδικό χώρο.
120 χρόνια μετά τις πρώτες ανασκαφές, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, διαθέτοντας τα μέσα που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία, επιστρέφει στη Ρήνεια αφενός για να ολοκληρώσει την τεκμηρίωση των παλαιών ερευνών και των λεηλατημένων από αιώνες καταλοίπων της αρχαίας νεκρόπολης των Δηλίων, αφετέρου για να πραγματοποιήσει εντατική επιφανειακή έρευνα σε όλη τη νήσο, με στόχο τον εντοπισμό, την τεκμηρίωση και την ανάλυση του συνόλου των αρχαιολογικών θέσεων και ερειπίων, τη γεωλογική αναγνώριση της Ρήνειας και την ανασκαφική διερεύνηση μίας θέσης στο νότιο τμήμα της. Η μικρή έκταση της Ρήνειας σε συνδυασμό με τις μεγάλες περιόδους οικιστικής εγκατάλειψης αλλά και το πλήθος των πληροφοριών των δηλιακών επιγραφών, καθιστούν τη Ρήνεια μια μοναδική περίπτωση για τέτοιου είδους έρευνες.
Στην περιοχή της δηλιακής νεκρόπολης έγιναν καθαρισμοί στον αγρό με τη μεγάλη σαρκοφάγο της Ρωμαίας Τερτίας Ωραρίας και τον ευμεγέθη λέοντα της Ρήνειας, με στόχο την τεκμηρίωση των πολυάριθμων ορατών ταφικών κατασκευών και των πολυπληθών μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών, βωμών, σαρκοφάγων κ.λπ. Βορειότερα, καθαρίστηκε και αποτυπώθηκε το, ήδη ανεσκαμμένο, μεγάλο υπόγειο ταφικό οικοδόμημα με θήκες (columbarium), καθώς και κατάλοιπα θολωτής επίστεψης τάφου που παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τη μονόπτερη θόλο της αγοράς των Κομπεταλιαστών της Δήλου. Όλες οι αρχαιότητες τεκμηριώθηκαν με ορθοφωτογράφιση και τα ορατά κατάλοιπα καταχωρήθηκαν σε πρόγραμμα γεωγραφικών πληροφοριών με δελτία ανά μνημείο, ενώ για λόγους ασφαλείας περισυνελέγησαν και μεταφέρθηκαν στη Δήλο μικρά τμήματα, κυρίως ανάγλυφων στηλών.
Στο πλαίσιο της επιφανειακής έρευνας, εντοπίστηκαν και τεκμηριώθηκαν ερείπια αρχαίων αγροικιών που ανήκαν στο ιερό του Δηλίου Απόλλωνα καθώς και άγνωστος αρχαίος δρόμος.
Παράλληλα, ξεκίνησε η ανασκαφική διερεύνηση στο Χωμασοβούνι, μια σημαντική θέση στο όριο της δηλιακής νεκρόπολης, με ορατά εντυπωσιακά μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη και θεμέλιο κατασκευής, σε άμεση οπτική επαφή με τη Δήλο. Πρόκειται πιθανώς για τη θέση του σημαντικού δηλιακού ιερού, του Ἀρτεμισίου ἐν νήσῳ. Ανηφορική πρόσβαση –σύμφωνα με τους απολογισμούς των ιεροποιών της Δήλου– οδηγούσε στο ιερό, το οποίο περιελάμβανε, εκτός από τον ναό, βωμό, εστιατόριο και οίκους. Έγινε καθαρισμός ορθοφωτογράφιση και τοπογραφική και σχεδιαστική αποτύπωση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, ενώ παράλληλα πραγματοποιήθηκε αποψίλωση και εντατική επιφανειακή έρευνα σε όλο τον λόφο. Κοντά στην κορυφή, εκεί που πιθανολογείται η θέση του ναού, αποκαλύφθηκε τμήμα θεμέλιου, πιθανώς μεγάλου βωμού. Από την ίδια θέση περισυνελέγησαν αξιόλογα θραύσματα γλυπτών, κυρίως τμήματα από αγάλματα πτηνών, που μεταφέρθηκαν στη Δήλο.
Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας εντάχθηκε και η εκπόνηση γεωλογικού χάρτη του νησιού με στόχο, εκτός των άλλων, και τον εντοπισμό θέσεων λατόμησης. Η έρευνα έδωσε πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα σε σχέση με την προέλευση του δομικού υλικού των κτηρίων όχι μόνο της Ρήνειας αλλά και της Δήλου, όπως π.χ. των θεμελίων του ναού του Απόλλωνα.
Σημαντική πτυχή της έρευνας είναι η τεκμηρίωση και όλων των καταλοίπων βυζαντινών, μεταβυζαντινών και νεότερων χρόνων (αγροικίες, «λάκκες», ξερολιθιές, ξωκλήσια κ.λπ.). Ανάμεσά τους επίκαιρα σήμερα είναι τα ερείπια του δημόσιου λοιμοκαθαρτηρίου της Δήλου (Ρηνείας) στην παραλία με το εύγλωττο τοπωνύμιο Καραντίνα ή Λαζαρέτο. Εκεί παρέμεναν σε κάθαρσιν (προληπτική ή πραγματική, υποχρεωτική καραντίνα 5-40 ημερών) από τα μέσα του 19ου ως τις αρχές του 20ού αιώνα, βάσει διαδοχικών νομοθετικών ρυθμίσεων, μολυσμένα και μη πλοία που κατέπλεαν από λιμάνια της Μεσογείου με προορισμό ελληνικά λιμάνια σε περιόδους έξαρσης επιδημιών χολέρας και πανώλης. Από εκεί μάλιστα πέρασε για δύο ημέρες το 1901 ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. Τα στοιχεία τεκμηρίωσης ενσωματώνονται στο χαρτογραφικό υπόβαθρο της Ρήνειας, και, σε συνδυασμό με την καταγραφή τοπωνυμίων και πληροφοριών της νεότερης παράδοσης καθώς και τις διεπιστημονικές έρευνες στο αρχείο του Δήμου Μυκονίων, το Ιστορικό Αρχείο της Υπηρεσίας και τα ΓΑΚ, παρέχουν ένα εξαιρετικά χρήσιμο υλικό για τις διαχρονικές χρήσεις γης σε ένα ελάχιστα δομημένο από την αρχαιότητα τοπίο, τεκμηριώνοντας περαιτέρω την ιδιαίτερη σημασία της Ρήνειας αλλά και την ανάγκη να παραμείνει αλώβητη από νεότερες επεμβάσεις.
Το ερευνητικό πρόγραμμα υλοποιείται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλαδων, υπό τη συνδιεύθυνση των δρος Δημήτρη Αθανασούλη, δρος Ζώζης Παπαδοπούλου και δρος Μαρίας Σιγάλα. Στην επιστημονική ομάδα συμμετείχαν κατά το πρώτο έτος οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Μαρία Κουτσουμπού, Αγγελική Κουμνά και Μαρία Κονιώτη και η τοπογράφος Μαρία Μπία. Στην έρευνα συμμετείχαν επίσης οι Massimo Osanna, Francesco Muscolino, Amadeo Rossi (Parco Archeologico di Pompei), η Carmela Capaldi (Πανεπιστήμιο της Νάπολης Federico II), οι Claire Hasenhor, Stephanie Maillot, Julien Faguer, Gilberto Da Silva, Lionel Fadin (Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή), καθώς και φοιτητές του ελληνικών και ξένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Το πρόγραμμα υλοποιείται με την οικονομική στήριξη του Δήμου Μυκόνου.