Δεδέαγατς ή Αλεξανδρούπολη; Μενίδι ή Αχαρναί; Πόσοι άραγε γνωρίζουν τα παλαιά και τα νέα ονόματα οικισμών της Ελλάδας και πόσοι τις φορές που άλλαξαν από το 1831-2011; Στα ερωτήματα αυτά έρχεται να απαντήσει μία ψηφιακή εφαρμογή, μία βάση δεδομένων που δημιούργησε το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) και περιέχει 4.981 μετονομασίες οικισμών της Ελλάδας από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα. Στην ιστοσελίδα του ερευνητικού προγράμματος «Μετονομασίες Οικισμών της Ελλάδας, 19ος – 21ος αιώνας» οι επισκέπτες μπορούν να αναζητήσουν πληροφορίες για το νέο και το παλαιό όνομα των οικισμών.
«Η ιδέα προέκυψε από την ανάγκη. Στο πλαίσιο του προγράμματος “Ιστορία των οικισμών της Ελλάδας” που δημιουργήθηκε από τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΙΙΕ/ΕΙΕ) τη δεκαετία του 1980 μελετάμε τη γεωγραφία, τον πληθυσμό, τη διοικητική και οικονομική συγκρότηση των οικισμών του ελληνικού χώρου. Βρισκόμασταν λοιπόν καθημερινά απέναντι στο πρόβλημα της ταύτισης των χωριών διαφόρων περιοχών της Ελλάδας, αφού οι ονομασίες τους στο πέρασμα του χρόνου παρουσίαζαν μεγάλες διαφορές. Υπήρχαν ορισμένα εργαλεία που βοηθούσαν στην ταύτιση, κυρίως επίσημες εκδόσεις, στατιστικές και χάρτες, όμως αυτά ήταν διάσπαρτα, συχνά δύσχρηστα και κυρίως δεν επέτρεπαν να σχηματιστεί μια καθαρή και τεκμηριωμένη εικόνα του φαινομένου. Υπήρξε λοιπόν η ανάγκη για τη συγκρότηση ενός εργαλείου για εμάς και για κάθε άλλο ενδιαφερόμενο», επισημαίνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο διευθυντής Ερευνών του ΙΙΕ / ΕΙΕ, Δημήτρης Δημητρόπουλος.
Για να συγκεντρωθεί όλο αυτό το υλικό και οι πληροφορίες χρειάστηκε αρκετός καιρός. Ωστόσο το 2008 δημιουργήθηκε μια πρώτη ψηφιακή εφαρμογή στο πρόγραμμα Πανδέκτης του ΙΙΕ/ΕΙΕ που αφορούσε τις μετονομασίες της περιόδου 1913-1997. Σημαντικό είναι και το έργο της ΕΕΤΑΑ που στην ιστοσελίδα της έχει αναρτήσει πλούσιο υλικό για τις διοικητικές μεταβολές των δήμων, κοινοτήτων και οικισμών. Σήμερα με τη συμβολή του ερευνητικού έργου «Καινούρια Ονόματα – Καινούριος Χάρτης: Ζητήματα μετονομασιών των οικισμών της Ελλάδας 1831-2011» που χρηματοδοτήθηκε από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση 2014-2020», δημιουργήθηκε από το ΙΙΕ/ΕΙΕ μια νέα ψηφιακή πλατφόρμα που περιλαμβάνει τις επίσημες μετονομασίες που έγιναν από το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του μέχρι το 2011, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ιστορικής αναζήτησης.
Στον ίδιο ιστότοπο εκτός από τις ίδιες τις μετονομασίες μπορεί να βρει κανείς και άλλο πληροφοριακό υλικό, όπως μια ιστορική παρουσίαση του φαινομένου, ένα ανθολόγιο τεκμηρίων που αφορούν το θέμα, και τη συζήτηση για επιμέρους σχετικά ζητήματα. «Ο σχεδιασμός ήταν ο ιστότοπος αυτός να παραμένει ανοικτός σε νέες προσθήκες και να εμπλουτίζεται συνεχώς με νέο υλικό. Ταυτόχρονα στο τυπογραφείο βρίσκεται και ένας συλλογικός τόμος με μελέτες που εξετάζει ιστορικά το θέμα των μετονομασιών στην Ελλάδα, και σε γειτονικές χώρες (την Τουρκία, την Αλβανία και την Ιταλία)», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Δημητρόπουλος.
Σύμφωνα με τον κ. Δημητρόπουλο, οι μετονομασίες στο ελληνικό κράτος είναι μια πρακτική που γνώρισε εξάρσεις και υφέσεις. Η εκάστοτε ενσωμάτωση νέων εδαφών στο ελληνικό κράτος πυροδότησε νέα κύματα μετονομασιών με πιο ισχυρό αυτό που ακολούθησε τους Βαλκανικούς πολέμους. Το 70% των 4.980 μετονομασιών που συνολικά έγιναν διενεργήθηκε την περίοδο 1910-1940, με τη Μακεδονία να κατέχει τα πρωτεία στα χωριά που άλλαξαν όνομα. Σε αρκετές περιπτώσεις -427 συνολικά- οι οικισμοί δεν άλλαξαν μόνο μία φορά όνομα. Μετά την πρώτη μετονομασία, το νέο όνομα άλλαξε και πάλι είτε με επιστροφή στο παλαιό είτε με την καταφυγή σε κάποιο νέο. Για παράδειγμα ο οικισμός Τορσουνλάρ Λαρίσης, το 1919 μετονομάστηκε σε Θωμαΐ, το 1957 σε Νεράιδα και το 1959 σε Ραχούλα.
Το χωριό Πιάδα γίνεται Νέα Επίδαυρος
Πότε όμως συνέβη η πρώτη μετονομασία οικισμού; Όπως τονίζει ο κ. Δημητρόπουλος η πρώτη μετονομασία οικισμού είναι μία εμβληματική, πανηγυρική πράξη που πραγματοποιήθηκε με τον νόμο υπ. αρ. 15 στις 9 Μαΐου 1822. Σύμφωνα με αυτόν αποφασίστηκε το χωριό Πιάδα (ή Πεδιάδα), ο τόπος δηλαδή σύγκλησης της Α’ Εθνοσυνέλευσης, να μετονομαστεί σε Νέα Επίδαυρο. «Είναι μία ενέργεια απόδοσης ευχαριστιών στους κατοίκους του χωριού που φιλοξένησαν τους πληρεξούσιους της Εθνοσυνέλευσης, κυρίως όμως είναι μία πράξη με μεγάλο συμβολικό φορτίο καθώς συνδέει το νέο κράτος που δημιουργείται με την κλασική αρχαιότητα. Ταυτόχρονα σηματοδοτεί την απαρχή μίας πρακτικής, που απέβλεπε στην αλλαγή και ενσωμάτωση του χώρου στις ανάγκες του νέου κράτους, την έναρξη ενός αγώνα προσαρμογής του χάρτη στις εθνικές προτεραιότητες, μέσω του γλωσσικού ευπρεπισμού και της απαλοιφής ενοχλητικών ιχνών της μακράς διαδρομής του τόπου», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Δημητρόπουλος.
Τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο των μετονομασιών φθίνει, χωρίς να σημαίνει ότι έχει πλήρως εξαλειφθεί. Από τον 21ο αιώνα και μέχρι το 2011 οι μετονομασίες κυρίως αφορούν διορθώσεις ή διολισθήσεις στη δημοτική, για παράδειγμα το χωριό Πινακάται Ιωαννίνων σε Πινακάτες. Υπάρχουν όμως και κάποιες αλλαγές ονομασιών. Πιο πρόσφατη περίπτωση: τον Μάρτιο του 2020 μετονομάστηκε ο οικισμός Νεοχώρι Αρκαδίας (στον Δήμο Βόρειας Κυνουρίας) σε Κάτω Κούτρουφα (τα).
Γιατί γίνονταν οι μετονομασίες
Σκοπός των μετονομασιών διαχρονικά ήταν να εξελληνιστεί ο χάρτης ώστε να απαλειφθούν τα ξενικά, «κακόηχα» ονόματα. Τα πρώτα χρόνια από την ίδρυση του ελληνικού κράτους κύρια προσπάθεια ήταν οι μετονομασίες να αποδώσουν ονόματα από την κλασική αρχαιότητα, στοιχείο αυτονόητο για το νέο κράτος που επιθυμούσε να ενισχύσει τους δεσμούς με αυτήν. Στις αρχές του 20ού αιώνα η ενσωμάτωση εκτεταμένων νέων περιοχών στην ελληνική επικράτεια δημιούργησε την ανάγκη μαζικότερων και ταχύτερων διαδικασιών στις μετονομασίες. «Έτσι χωρίς να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια αναζήτησης αρχαίων γειτονικών τοπωνυμίων, αναζητήθηκαν απλώς “εύηχα και όμορφα ονόματα”, την αναζήτηση των οποίων ανέλαβε ειδική επιτροπή με τη συνδρομή καθηγητών πανεπιστημίων, αρχαιολόγων, τοπικών λογίων και στελεχών της Διοίκησης. Ήταν μια διαδικασία εργώδης, που δεν συνάντησε ουσιαστικά μεγάλες αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες, βρήκε όμως σοβαρό αντίλογο σε διανοούμενους που αντιτάχθηκαν σε αυτή την πρακτική που επιχειρούσε με διοικητικό τρόπο να απαλείψει όψεις της ιστορίας ενός τόπου», επισημαίνει ο κ. Δημητρόπουλος.
Η χαρτογράφηση των μετονομασιών αποτελεί ένα ζητούμενο στο οποίο προγραμματίζεται να επεκταθεί η έρευνα. Για παράδειγμα, στον Νομό Δράμας, από την ενσωμάτωσή της στην επικράτεια μέχρι το 2011 και συγκεκριμένα ανάμεσα στο 1920 και 1960, πραγματοποιήθηκαν συνολικά 222 μετονομασίες, όταν σύμφωνα με την απογραφή του 1928 οι οικισμοί του νομού ήταν συνολικά 196 και σύμφωνα με την απογραφή του 2011, μόλις 120. Ένα ακόμη παράδειγμα αποτελεί ο οικισμός Σαράτσι της υποδιοίκησης Λαγκαδά του Νομού Θεσσαλονίκης που το 1920 μετονομάστηκε σε Φάλαρα και το 1927 σε Περιβολάκι. Το Γκίμποβο ή Γκίμνοβο, βόρεια της Νάουσας, μετονομάστηκε διαδοχικά σε Λευκόγεια το 1929, σε Νέα Στράντζα το 1940, σε Ροδακινιά το 1954. Αντίστοιχα και το Γκρόπινο (Γρόπινο) στον νομό Πέλλης το 1928 μετονομάστηκε σε Τρόπινο, το 1940 σε Βαλτολείβαδο και το 1961 σε Δάφνη.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι κάποιες από τις νέες ονομασίες των οικισμών κατάφεραν να καθιερωθούν και κάποιες άλλες όχι, γι’ αυτό και πολλές φορές συνυπάρχουν παλαιά και νέα ονόματα πόλεων και χωριών, δημιουργώντας συχνά σύγχυση στην ταύτιση τους.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε εδώ.