Οι ρύποι των αυτοκινήτων που διέρχονται νυχθημερόν από την Εγνατία Οδό, τα περιττώματα των περιστεριών που κουρνιάζουν στις κόγχες της και τα μικρά φυτἀ (ριζίδια) που φυτρώνουν ανάμεσα στις ρωγμές, φθείρουν και απειλούν το μνημείο της Καμάρας (Αψίδα του Γαλερίου) στη Θεσσαλονίκη.
Ένα από τα σημαντικότερα μνημεία-τοπόσημα της πόλης, που άντεξε στο πέρασμα 17 αιώνων από σεισμούς, πυρκαγιές και τα έντονα καιρικά φαινόμενα και φαίνεται να γλίτωσε από το φαινόμενο της «γυψοποίησης», είναι τώρα… θύμα νέων ρύπων του περιβάλλοντός της και χρειάζεται επειγόντως μέτρα να προστατευτεί και να διασωθεί, όπως διαπιστώνει, πρόσφατη εργασία πολυμελούς επιστημονικής ομάδας του ΑΠΘ, η πρώτη που διεξήχθη σε τόσο υψηλό επίπεδο.
Την τελευταία αυτή εργασία, τα συμπεράσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στο «Science of the Total Environment», προκάλεσε πριν από δύο χρόνια ένα… πετραδάκι. Ένα μικρό κομμάτι μαρμάρου, που κύλησε από το μνημείο κάποια μέρα και μπορεί να μην έγινε αντιληπτό από περαστικούς και τουρίστες αλλά ανησύχησε –στο βαθμό που χρειαζόταν– τους υπεύθυνους της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Γι’ αυτό απευθύνθηκαν στους ειδικούς επιστήμονες του ΑΠΘ ζητώντας απαντήσεις για την κατάσταση του μνημείου, 25 χρόνια μετά την τελευταία μελέτη-αποκατάσταση που είχε γίνει στην «Αψίδα του Γαλερίου» με αφορμή την ανάδειξη της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης το 1997.
Στη διατμηματική ερευνητική εργασία, η οποία είχε κύριο στόχο να μελετήσει τους παράγοντες της φθοράς στο εμβληματικό μνημείο της Θεσσαλονίκης, εστιάζοντας στην εμφανή μαύρη κρούστα (καπνιάς και ρύπων) που καλύπτει το μαρμάρινο τμήμα της, συμμετείχαν συνολικά οχτώ μέλη από το Τμήμα Γεωλογίας, το Τμήμα Χημείας και το Τμήμα Φυσικής του ΑΠΘ, καθώς και από το τμήμα Συντήρησης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης.
Συνοπτικά, όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Γεωλογίας του ΑΠΘ Βασίλης Μέλφος, «οι εργαστηριακές μελέτες (έγιναν όλες στο ΑΠΘ) μας έδωσαν περισσότερα στοιχεία απ’ όσα έως τώρα γνωρίζαμε… Σήμερα, οι κυριότεροι παράγοντες που συνεχίζουν να επηρεάζουν τη φθορά μνημείου είναι: πρώτον τα περιττώματα των περιστεριών και τα ριζίδια των μικρόφυτων και κατόπιν τα μεταλλικά αντικείμενα από τα οχήματα (κυρίως τα σωματίδια που αποσπώνται από τα φρένα τους και περιέχουν σίδηρο, βανάδιο, χρώμιο, μόλυβδο), οι αέριοι ρυπαντές (π.χ. NO3, SO4, Cl), καθώς και η ίδια η φύση του μαρμάρου. «Απ’ αυτούς τους ρύπους που μεταφέρονται με τον αέρα κι επικάθονται στο μνημείο, ο χειρότερος είναι ο σίδηρος καθώς επιταχύνει τις αντιδράσεις στο μάρμαρο», αναφέρεται στην εργασία.
Η επιστημονική ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι το μάρμαρο της Καμάρας υπέστη σημαντική καταστροφή μέχρι και τον 19ο αι. από τις πυρκαγιές των ξύλινων κτισμάτων που στηρίζονταν στους πεσσούς του μνημείου. Η επιστημονική ομάδα εντόπισε μάλιστα και ιστορικές πηγές που μαρτυρούν γι’ αυτή την καταστροφή πριν από 200 χρόνια. Πρόκειται για τις καταγραφές (1823) Αυστριακού περιηγητή, που αναφέρεται στις επιπτώσεις –στη βόρεια πλευρά του μνημείου, προς τη Ροτόντα– των συχνών πυρκαγιών στα ξύλινα σπίτια (διακρίνονται σε παλιές φωτογραφίες του 19ου αι.) που στηρίζονταν πάνω σε τμήματα της Καμάρας και οι οποίες έχουν αφήσει τελικά μια… φλούδα μαρμάρου στο μνημείο.
Ωστόσο, η έρευνα είναι καθησυχαστική όσον αφορά τη «γυψοποίηση» που ήταν ο κύριος παράγοντας φθοράς του μαρμάρου (και απειλούσε με καταστροφή την Αψίδα), όπως είχε προκύψει από την προηγούμενη μελέτη του 1995. Σύμφωνα με τον καθηγητή Γεωλογίας δεν υφίσταται πλέον στον ίδιο βαθμό, λόγω της δραστικής μείωσης του SO2 (διοξειδίου του θείου) στην ατμόσφαιρα που οφείλεται στην αποθείωση των υγρών καυσίμων τα τελευταία 20 χρόνια. «Δημιουργεί», διευκρίνισε, «ένα μικρό πρόβλημα αλλά όχι τόσο σημαντικό πλέον».
Η Εφορεία Αρχαιοτήτων πρόκειται να προχωρήσει σύντομα στον καθαρισμό και την προστασία του μνημείου (από τα περιστέρια και τα περιττώματά τους), ενώ για πρώτη φορά προσδιορίστηκε με ορυκτολογικές-γεωχημικές μεθόδους η πηγή προέλευσης του μαρμάρου που είναι το λατομείο της Αλυκής στη Θάσο, αν και γενικά αυτό ήταν αποδεκτό, χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί», ανέφερε ο κ. Μέλφος.
Στη διατμηματική αυτή εργασία, που χαρακτηρίζεται από εφαρμογές μιας πολυαναλυτικής προσέγγισης, χημικής ανάλυσης ιχνοστοιχείων και ιοντικών ειδών, ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης, φασματομετρία ακτίνων Χ για την απόκτηση πληροφοριών σχετικά με τη μικρομορφολογία και τη χημική σύσταση συμμετείχαν οι καθηγητές Κωνσταντίνη Σαμαρά, Βασίλειος Μέλφος, Λαμπρινή Παπαδοπούλου, Ελένη Παυλίδου, οι ερευνητές Αθανάσιος Κούρας, Ειρήνη Καράλη και από το τμήμα συντήρησης οι Μαρία Κυρανούδη και Γεωργία Ζαχαροπούλου.