Στη συμβολή των οδών Άρμεν και Αγαμέμνονος στη Δράμα, ένα πέτρινο κτίριο με περίτεχνο ζωγραφικό διάκοσμο στην πρόσοψη καθηλώνει το βλέμμα του επισκέπτη της ακριτικής πόλης. Το κτίριο αυτό, που κάθε πέτρα του αποκαλύπτει –σαν κομμάτι ενός σύνθετου παζλ– ψήγματα της μακραίωνης ιστορίας του, δεν είναι άλλο από το Σαντιρβάν τζαμί, ένα μικρό τέμενος με αυλή, που βρισκόταν στην άλλοτε μουσουλμανική συνοικία της πόλης.
Το Σαντιρβάν τζαμί ανακαινίστηκε, σύμφωνα με την κεντρική επιγραφή που κοσμεί την είσοδό του, το 1806 από τον Μεχμέτ Αλί Αγά, πιθανόν πατέρα του Μαχμούτ-πασά Δράμαλη, λειτούργησε ως τζαμί μέχρι τη δεκαετία του ’20 και από το 1927-’28 έως και το 1981 στέγασε την ιστορική τοπική εφημερίδα «Θάρρος». Ανακηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο το 1983, ωστόσο η έλλειψη συντήρησής του είχε ως αποτέλεσμα να καταρρεύσει η στέγη του και να αφεθεί στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου.
Ώσπου, το 2012, η εταιρεία Raycap του Δραμινού επιχειρηματία Κώστα Αποστολίδη, μια ελληνική επιχείρηση που σχεδιάζει και κατασκευάζει καινοτόμα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας για την ηλεκτρική προστασία τηλεπικοινωνιακών, ενεργειακών δικτύων και άλλων υποδομών, αποφάσισε να τού δώσει μια δεύτερη ευκαιρία «ζωής». Η εταιρεία με το έντονο κοινωνικό «αποτύπωμα» στην πόλη καταγωγής του ιδρυτή της, αγόρασε το κτίριο και ανέλαβε την αποκατάστασή του και την ανάδειξή του σε χώρο πολιτισμού.
«Βλέπαμε να καταρρέει και θα χάναμε ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του τόπου. Αυτός ήταν ο λόγος που αποφασίστηκε η αγορά, για να το διατηρήσουμε και να το σώσουμε», εξηγεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Σάκης Γαλόπουλος, στέλεχος της Raycap, μιας εταιρείας με παρουσία σε πολλές γωνιές του πλανήτη (σ.σ. η εταιρεία διαθέτει εργοστάσια στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Σλοβενία, την Κύπρο και στην πόλη της Δράμας).
Οι εργασίες αποκατάστασης ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2015 και διήρκεσαν έως τον Σεπτέμβριο του 2018. Είχαν προηγηθεί οι απαραίτητες μελέτες και η έκδοση των απαιτούμενων αδειών από το υπουργείο Πολιτισμού. Στόχος πλέον της εταιρείας είναι η ολοκλήρωση των εργασιών και στον εξωτερικό χώρο προκειμένου να ανοίξει το Σαντιρβάν τζαμί τις πύλες του σε κατοίκους και επισκέπτες της πόλης και να αρχίσει να φιλοξενεί διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
«Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι να στηθεί στον εξωτερικό χώρο ένας κήπος, όπως συνηθιζόταν να έχουν τα τεμένη, με τα αντίστοιχα φυτά και δέντρα και να αποδοθεί στο κοινό για να το χαίρεται και η κοινωνία της Δράμας», αναφέρει ο κ. Γαλόπουλος και μας δείχνει τα σχέδια για την τελική μορφή που θα πάρει το έργο. Σχέδια που χαρακτηρίζονται από τον σεβασμό στην ιστορία του μνημείου αλλά και τη λεπτομέρεια, αφού έχουν επιλεγεί με προσοχή ακόμα και τα φυτά που θα κοσμούν την αυλή (σ.σ. η μελέτη για τον περιβάλλοντα χώρο έχει γίνει από την Έλλη Παγκάλου, βραβευμένη διεθνώς αρχιτεκτόνισσα τοπίου).
Παράλληλα με τον κήπο, όπως αποκαλύπτει ο κ. Γαλόπουλος, υπάρχουν σκέψεις να φιλοξενηθούν στο Σαντιρβάν τζαμί τα αυθεντικά φύλλα της ιστορικής τοπικής εφημερίδας «Θάρρος», το αρχείο της οποίας ψηφιοποιείται με πρωτοβουλία της Raycap.
Αποκατάσταση με πυξίδα το σεβασμό στην ιστορία του μνημείου
«Η μελέτη και η αποκατάσταση του τεμένους της οδού Άρμεν στη Δράμα υπήρξε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αντικείμενο, λόγω της σημασίας του κτιρίου για την πόλη και της κατάστασης διατήρησής του», αναφέρει, από την πλευρά της, η Δραμινή αρχιτεκτόνισσα Κοραλλία Ηρ. Παπαϊωάννου, στο γραφείο της οποίας εμπιστεύτηκε η Raycap το έργο.
Εξαίρει, δε, την πρωτοβουλία της εταιρείας όχι μόνο για τη σωτηρία του καταρρέοντος μνημείου αλλά και για την κίνησή της να αγοράσει άλλα δύο κτίρια πέριξ αυτού και να τα κατεδαφίσει προκειμένου, όπως σημειώνει, να τού δώσει χώρο να «αναπνεύσει».
Το κτίριο βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση διατήρησης λόγω αφενός μεν της κατάρρευσης της στέγης του, αφετέρου δε των ευπαθών υλικών κατασκευής και των μεταγενέστερων παρεμβάσεων, ενώ προβληματική για τις εργασίες αποκατάστασης υπήρξε η ανάπτυξη μιας συκιάς 50 ετών στο σώμα του μιναρέ, ο οποίος αποτελεί προγενέστερη κατασκευή από εκείνη του τεμένους.
«Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η υλοποίηση των εργασιών καθώς υπήρχαν περιορισμοί, όπως ο ζωγραφικός και πλαστικός διάκοσμος», σημειώνει η κα Παπαϊωάννου, επισημαίνοντας πως ο διάκοσμος στη στέψη του τοίχου είχε αλλοιωθεί από τη βροχή ενώ στα χαμηλά τμήματα υπήρχαν καταστροφές από γκράφιτι κ.ά. Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχιτεκτόνισσα, «από τις επεμβάσεις που έχουν γίνει στο μνημείο φάνηκε ότι δόθηκε προσοχή στις τοιχογραφίες στην πρόσοψη του κτιρίου. Δεν τις έχτισαν, απλώς τις κάλυψαν από πάνω. Χαμηλά υπήρχαν κάποια γκράφιτι, τα οποία αφαιρέθηκαν σχετικά εύκολα. Από εκεί και πέρα το δύσκολο σ’ αυτό τον τοίχο ήταν να επέμβουμε» αναφέρει εξηγώντας το εντυπωσιακό αποτέλεσμα της αποκατάστασης στον διάκοσμο του τεμένους.
«Είναι πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις οι αποκαταστάσεις μνημείων. Πρέπει να ξέρουμε τι ακριβώς είναι αυτό που θέλουμε να αποκαταστήσουμε και να το κάνουμε με σεβασμό προς το μνημείο. Να μην κάνουμε κάτι που θα το βλάψει», εξηγεί η κα Παπαϊωάννου.
Το Σαντιρβάν τζαμί αποτελούσε μέρος ενός μεγαλύτερου συγκροτήματος με κοιτώνες, νεκροταφείο και σιντριβάνι, μέσα σε περίκλειστη αυλή και οι οθωμανικές μαρμάρινες πλάκες που βρέθηκαν στα θεμέλια του όμορου κτίσματος που κατεδαφίστηκε επιβεβαιώνουν ότι όντως ο χώρος αυτός χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο. «Κατά την κατεδάφιση του όμορου κτίσματος αποκαλύφθηκε τμήμα αυλόγυρου με απευθείας πρόσβαση στο προστώο του τεμένους, ενώ στην περιοχή βορείως του τεμένους αποκαλύφθηκε δάπεδο από κροκάλες και μια κατασκευή που πιθανόν αντιστοιχεί σε κρήνη. Στην πορεία του έργου αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων κατασκευών, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως δομικά στοιχεία στο τέμενος, αλλά και στοιχεία του ίδιου του τεμένους, διάσπαρτα στον περιβάλλοντα χώρο του», σημειώνει η κα Παπαϊωάννου.
Η αποκατάσταση του κτιρίου έγινε με συμβατά υλικά, σεβόμενη την τεχνολογία δόμησης της εποχής που κατασκευάστηκε, ενώ η αρχιτεκτονική αντιμετώπιση της αποκατάστασης είχε ως στόχο την ανάδειξη των αυθεντικών στοιχείων και τον σαφή διαχωρισμό του παλιού από το νέο. Σημαντική για την επιτυχία του εγχειρήματος ήταν η μελέτη που προηγήθηκε των εργασιών ανακατασκευής. «Εκεί καθορίσαμε το πλαίσιο, ποια πράγματα πρέπει να αναδείξουμε, πού υπάρχουν προβλήματα, οπότε όταν ξεκίνησαν οι εργασίες, το 2015, ξέραμε ακριβώς πού και πώς θα επέμβουμε, ενώ ήμασταν και σε συνεχή και απόλυτη συνεργασία με τους συντηρητές», επισημαίνει η Δραμινή αρχιτεκτόνισσα.
«Με επίμονη προσπάθεια για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα διασώθηκε ένα σημαντικό μνημείο της πόλης» σημειώνει η κα Παπαϊωάννου, η οποία, με άρθρο της στην εξάμηνη περιοδική έκδοση λόγου και τέχνης «Δίοδος» της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης Κοινωνικής, Πολιτιστικής και Τουριστικής Ανάπτυξης του Δήμου Δράμας, αποτυπώνει βήμα βήμα την πορεία αποκατάστασης του τεμένους, που με την ολοκλήρωση των εργασιών και στον προαύλιο χώρο θα είναι έτοιμο για τη νέα του χρήση.