Το συνδρομητικό περιοδικό «Αρχαιολογία και Τέχνες» μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 131).
Το τεύχος του Δεκεμβρίου ανοίγει με τη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό ο ιστορικός τέχνης, καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, Κώστας Ιωαννίδης, ο οποίος περιγράφει και εξερευνά μαζί μας θεωρητικούς προβληματισμούς γύρω από την τέχνη της φωτογραφίας.
Στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος» η Αθηνά Γεωργαντά (Αναπλ. Καθηγήτρια Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, Dipartimento dei Beni Culturali, Πανεπιστήμιο Πάδοβας) παρουσιάζει το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, το δεύτερο αρχαιότερο πανεπιστήμιο της Ιταλίας, το οποίο «στους αιώνες του Ουμανισμού και της Αναγέννησης, λόγω και των στενών δεσμών του ελληνισμού με τη Βενετία (…) έμελλε να εξελιχθεί σε φημισμένο κέντρο ελληνικών σπουδών».
«Η έντονη δραστηριότητα των Ελλήνων και των Κυπρίων στην Πάδοβα επί πολλούς αιώνες μαρτυρείται με έργα ποιητικά και πεζά, χειρόγραφα και εκδεδομένα – γραμμένα είτε στην ελληνική γλώσσα, αρχαΐζουσα και δημώδη, είτε στα λατινικά της Αναγέννησης. Μαρτυρείται επίσης με επιστολές και με επίσημους λόγους, με εκκλήσεις για την απελευθέρωση του ελληνορθόδοξου χώρου, καθώς και με ποικίλες εικαστικές μαρτυρίες. Μάλιστα, το πιθανότερο είναι ότι στα Αρχεία και τις Βιβλιοθήκες –του πανεπιστημίου και της πόλης– κρύβεται ακόμη μεγάλος θησαυρός άγνωστων ελληνικών κειμένων» γράφει η Αθηνά Γεωργαντά.
Η Γεωργία Καραμαργιού, ο Γεράσιμος Μακρής, ο Παντελής Φέλερης, ο Γεώργιος Κούρος και η Γεωργιάννα Μωραΐτου στο άρθρο τους με τίτλο «Επουλώνοντας τις πληγές ενός θεού» μας παρουσιάζουν τις πολλαπλές συντηρήσεις του χάλκινου Ποσειδώνα της Λιβαδόστρας, που τον Μάρτιο του 1987 βρέθηκε στον όρμο του Αγ. Βασιλείου της Βοιωτίας, με το σώμα σπασμένο σε 19 κομμάτια.
«Από την επανασυντήρηση του Ποσειδώνα της Λιβαδόστρας το 2016 αντλήθηκαν πληροφορίες, δημιουργήθηκαν όμως και προβληματισμοί σχετικά με τις διαδοχικές και επάλληλες προηγούμενες συντηρήσεις του αγάλματος, καθώς και για την αρχαία τεχνολογία κατασκευής του» γράφουν χαρακτηριστικά.
«Ναυτικό εμπόριο στο πέτρινο Λιοντάρι του Πόρου. Ο Υστερομυκηναϊκός οικισμός στη βραχονησίδα Μόδι» είναι ο τίτλος άρθρου της αρχαιολόγου Ελένης Κονσολάκη-Γιαννοπούλου. «Τα αποτελέσματα των ανασκαφικών και επιφανειακών ερευνών δείχνουν ότι το νησάκι Μόδι, το οποίο κατέχει νευραλγική θέση πάνω στους θαλάσσιους δρόμους που συνδέουν τον Αργοσαρωνικό με τον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου, είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιήθηκε στην Υστερομυκηναϊκή εποχή ως διαμετακομιστικός σταθμός για τη διακίνηση εμπορικών προϊόντων από και προς τη βορειοανατολική Πελοπόννησο και τα νησιά του Αργοσαρωνικού» γράφει σχετικά.
Η αρχαιολόγος Βίβιαν Στάικου στο δεύτερο άρθρο της για τα «Ετρουσκικά αρχαϊκά κοσμήματα» εστιάζει στην ιωνική φάση τους.
«Οι επιρροές που δέχεται η Ετρουρία από τα παράλια της Ιωνίας και της Λυδίας, σε συνάρτηση με έναν διαφορετικό τρόπο ζωής που βασίζεται στην “αβροσύνη”, οδηγούν σε μια τάση για εξευγενισμό και εξελληνισμό. Παράλληλα, η ανάδειξη της δυναμικής αστικής τάξης βιοτεχνών και εμπόρων είχε ως αποτέλεσμα τον ευρύτερο καταμερισμό του πλούτου και τον περιορισμό της αλαζονικής επίδειξης. Η εκζήτηση και η συσσώρευση αμύθητων θησαυρών που χαρακτήριζαν την ανατολίζουσα φάση δίνουν τη θέση τους σε μια πιο λιτή κτέριση των νεκρών. Ενώ πολλά από τα κοσμήματα της προηγούμενης φάσης είχαν εκ προοιμίου αποκλειστικά ταφική χρήση, τα κοσμήματα που χρονολογούνται στους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους είναι προσφιλή προσωπικά αντικείμενα του νεκρού που τον συνοδεύουν στην τελευταία κατοικία του».
Στο τεύχος του Δεκεμβρίου ολοκληρώνεται το αφιέρωμα του περιοδικού σε «θησαυρούς νομισμάτων», το οποίο έχει επιμεληθεί η επίτιμη διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου Δέσποινα Ευγενίδου.
«Η μαρτυρία των θησαυρών της Παλαιολόγειας περιόδου» είναι ο τίτλος άρθρου που υπογράφει η βυζαντινολόγος-νομισματολόγος Ελένη Μ. Λιάντα. «Κατά την περίοδο 1261-1453 μ.Χ., απεκρύβησαν 94 θησαυροί, από τους οποίους οι 34 βρέθηκαν στη Βουλγαρία, 24 στην Τουρκία, 20 στην Ελλάδα, τέσσερις στη Βόρεια Μακεδονία, τρεις στη Ρουμανία, δύο στη Σερβία, ένας στην Αγγλία [sic], ενώ έξι θησαυροί είναι άγνωστης προέλευσης» γράφει σχετικά.
Το τεύχος περιλαμβάνει μια εντυπωσιακή σειρά φωτογραφιών του Σωκράτη Μαυρομμάτη με θέμα την Ακρόπολη. Τις συγκλονιστικές εικόνες συμπληρώνει κείμενο του διακεκριμένου φωτογράφου για την «Αρχαιολογική φωτογραφία και την αισθητική της τεκμηρίωσης».
«Η αισθητική της τεκμηρίωσης του αρχαίου κόσμου συμπλέκεται στην εποχή μας με τις σύγχρονες κατασκευές, τα μικρά και μεγάλα κτήρια που αναρριχώνται σε πλαγιές, λόφους και ακροπόλεις. Περικυκλώνουν και συνοδεύουν την αρχαιότητα άλλοτε θωπευτικά, άλλοτε απειλητικά και ενίοτε καταστροφικά. Αρκετά συχνά, σκαλωσιές και εργοτάξια συμπληρώνουν τη γενική εικόνα που μετά τις επεμβάσεις δεν θα είναι ποτέ η ίδια. Οι επεμβάσεις στα μνημεία συνυπάρχουν με ένα σύνολο τεχνικών βοηθημάτων που τα εγκλωβίζει μέσα σε ένα σιδερένιο δάσος ικριωμάτων και γερανών. Αυτή η αναγκαιότητα τεκμηριώνεται ως έργο, αλλά κυρίως ως ιστορική στιγμή μεγάλης σημασίας που έχει τη δική της αισθητική, την “αισθητική της αναστήλωσης”» διαβάζουμε.
Τέλος οι αρχαιολόγοι Χριστίνα Μερκούρη, Ευγενία Τσάλκου, Καλλιόπη Φλώρου και Ελευθερία Ζαγκουδάκη υπογράφουν τον αρχαιολογικό-περιηγητικό Οδηγό στο Αρχαίο Φρούριο Αιγοσθένων, «…ένα μέρος, που όσοι το έχουν δει, το αναπολούν με θαυμασμό και τείνουν να επιστρέφουν», όπως το περιγράφει ο Βρετανός αρχαιολόγος E.F. Benson στα τέλη του 19ου αιώνα.