Ένας ιδιαίτερος τόπος λατρείας είναι το υπαίθριο ιερό του Δία στην Αρκαδία. Βρίσκεται σε μία από τις κορυφές του Λυκαίου Όρους, στον Προφήτη Ηλία (1.382 μ.), όπου, σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, αναπτύχθηκε το αργότερο το 1500 π.Χ. «Είναι μια φωτεινότατη κορυφή, κυριολεκτικά λουσμένη στο φως τις περισσότερες μέρες του χρόνου. Σε τέτοιες ψηλές βουνοκορφές ο άνθρωπος αισθανόταν ότι επικοινωνούσε καλύτερα με το θείο», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η δρ Άννα Καραπαναγιώτου, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων (ΕΦΑ) Αρκαδίας, διευθύντρια του ερευνητικού ανασκαφικού προγράμματος ελληνοαμερικανικής συνεργασίας που τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείται στην περιοχή. Πρόσφατα, στο αρχαιολογικό συνέδριο που διοργάνωσε το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού στο Μέγαρο Μουσικής, παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα του προγράμματος, η δεύτερη φάση του οποίου ξεκίνησε το 2016 και ολοκληρώνεται το 2020.
«Στον Προφήτη Ηλία του Λυκαίου συγκεντρωνόταν ο αγροτοποιμενικός πληθυσμός της ευρύτερης περιοχής και εκδήλωνε την ευλάβειά του προς τη θεότητα με θυσίες ζώων προς τιμήν της. Τα διαδοχικά στρώματα-αποθέσεις που περιλαμβάνουν στάχτες από τις φωτιές για τις θυσίες, τα υπολείμματα από τα καμένα οστά ζώων και το χώμα σχημάτισαν με το πέρασμα του χρόνου τον Βωμό τέφρας που αντικρίζει κανείς ακόμα και σήμερα στην κορυφή. Αυτός ο υπαίθριος βωμός διατηρήθηκε σε αυτή την αρχέγονη μορφή ως το τέλος της αρχαιότητας. Ποτέ δεν απόκτησε μία μνημειακή αρχιτεκτονική μορφή, γεγονός που υποδεικνύει την ύψιστη ιερότητά του», συνεχίζει η κα Καραπαναγιώτου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Τα νεότερα ανασκαφικά στοιχεία έφεραν στο φως πολλά σημαντικά στοιχεία. «Στην τρέχουσα φάση του προγράμματος τεκμηριώθηκε καλύτερα ότι ανθρώπινη δραστηριότητα στην κορυφή υπήρχε πολύ πριν από το 1500 π.Χ., τουλάχιστον από το 4000 π.Χ. και εξής. Απαιτείται περαιτέρω μελέτη για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα για τη φύση αυτής της ανθρώπινης δραστηριότητας στον Προφήτη Ηλία πριν από τη Μυκηναϊκή εποχή. Εκείνο που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι οι λατρευτικές εκδηλώσεις πάνω στο Βωμό δεν σταμάτησαν μετά την κατάρρευση των περίφημων μυκηναϊκών ανακτόρων, δηλαδή μετά το 1100 π.Χ., αλλά συνεχίστηκαν κανονικά και στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, δηλαδή από τον 11ο έως τον 9ο αιώνα π.Χ. Πρόκειται για μία από τις ελάχιστες τέτοιες περιπτώσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου μπορούμε να παρακολουθήσουμε και να τεκμηριώσουμε τις λατρευτικές τελετουργίες από μία χρονική περίοδο σε μία άλλη», υπογραμμίζει η κα Καραπαναγιώτου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Και αργότερα; «Σύμφωνα με τα νεότερα ανασκαφικά στοιχεία, από τον 7ο αι. π.Χ. και εξής η λατρευτική δραστηριότητα αρχίζει να επεκτείνεται και πέρα από την κορυφή. Αναπτύσσεται ένα μεγάλο ιερό μέσα στην κοιλάδα, σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από την κορυφή του όρους, στο οποίο ιδρύονται οικοδομήματα που εξυπηρετούσαν τους αθλητικούς αγώνες οι οποίοι λάμβαναν χώρα στην περιοχή κάθε τέσσερα χρόνια: στοά, διοικητήριο, ιππόδρομος, στάδιο, χώροι προετοιμασίας των αθλητών κ.λπ. Αυτό το λεγόμενο “Κάτω ιερό”, όπως είναι γνωστό στην έρευνα, ήταν αφιερωμένο στον Πάνα, τον κατεξοχήν Αρκάδα αρχαίο θεό. Πρέπει, εδώ, να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με την αρκαδική παράδοση, ο Παν ήταν δίδυμος αδελφός του Αρκάδα, του επώνυμου ήρωα της χώρας, και οι δυο γιοι του Δία. Επομένως, στο Λύκαιο Όρος έχουμε μία δίδυμη λατρεία, του Δία στην κορυφή και του Πάνα στην πεδιάδα», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Ανθρωποθυσίες» και «λυκάνθρωποι»
Όσον αφορά την ταφή έφηβου άνδρα που αποκαλύφθηκε το 2016 κοντά στο κέντρο του βωμού, γεγονός που είχε δημιουργήσει συζητήσεις περί πιθανής ένδειξης ανθρωποθυσίας (αρχαίες πηγές έχουν αναφερθεί σε ανθρωποθυσίες), τα νεότερα δεδομένα δείχνουν ότι δεν ισχύει ως ενδεχόμενο. «Για τη χρονολόγηση του ανθρώπινου σκελετού έχει προς το παρόν πραγματοποιηθεί μία ανάλυση ραδιοχρονολόγησης στο AMS Laboratory του Πανεπιστημίου της Αριζόνα. Από την πρώτη αυτή μελέτη προκύπτει μία χρονολόγηση του σκελετού μετά το 1453 μ.Χ. Θα ακολουθήσουν και άλλες μελέτες καθώς και συνολική επιστημονική αξιοποίηση των δεδομένων από τη συνεργάτιδά μας βιοαρχαιολόγο δρα Ελεάννα Πρεβεδώρου, έτσι ώστε να έχουμε τα τελικά συμπεράσματα. Πιθανότατα θα δρομολογήσουμε αναλύσεις και σε ένα δεύτερο εργαστήριο, όπως είναι η συνήθης πρακτική», διευκρινίζει η προϊσταμένη της ΕΦΑ Αρκαδίας.
Όμως, πού μπορεί να οφείλονται οι παραδόσεις οι οποίες αναφέρονται σε λυκανθρωπία, ανθρωποθυσία και αυστηρές ποινές για τους παραβάτες του ιερού αυτού τόπου; «Το Λύκαιο Όρος συγκαταλέγεται στα πλέον πολυδιαφημισμένα ιερά στον τομέα της μυθοπλασίας. Από τον 5ο αι. π.Χ. και εξής, και ιδίως από την ελληνιστική εποχή, “κατασκευάζονται” τέτοιες παραδόσεις. Η κοινωνική ανθρωπολογία σε συνδυασμό με τα ανασκαφικά ευρήματα και την κριτική μελέτη των γραπτών πηγών μάς βοηθούν να κατανοήσουμε την ιστορική πραγματικότητα πίσω και μέσα από τον μύθο», απαντά στην ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ η κα Καραπαναγιώτου.
Και συνεχίζει: «Το τελευταίο διάστημα και με αφορμή πολλά ερωτήματα δημοσιογράφων μου έχει κινήσει το ενδιαφέρον η μορφή του λυκανθρώπου, με τα ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά, που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και στις παραδόσεις του Λυκαίου Όρους. Η αρχαιότερη εκδοχή του μύθου της λυκανθρωπίας που σχετίζεται με το Λύκαιο Όρος θεωρώ ότι έχει ένα συμβολικό υπόστρωμα και συνδέεται πιθανότατα με διαβατήριες τελετές που αφορούν στην κρίσιμη μετάβαση των εφήβων από την ηλικία της παιδικότητας στη φάση της ενηλικίωσης. Όπως διδασκόμαστε και από την ψυχολογία, η διαδικασία αυτή περιελάμβανε τρία στάδια: Αρχικά απομόνωση, αποκοπή από την κοινότητα, στη συνέχεια απώλεια των βασικών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης υπόστασής του και, τέλος, έπειτα από σειρά δοκιμασιών επιτυγχανόταν η επανένταξη μέσα από την αποδοχή της κοινότητας. Όχι μόνο σε αυτή αλλά και σε άλλες περιπτώσεις αρχαίων κοινωνιών, αυτό το ευαίσθητο κομβικό σημείο της εφηβείας συνοδευόταν από συμβολισμούς και οδήγησε στη δημιουργία ιδιαίτερων τελετουργιών».
Πρώτος ανασκαφέας του ιερού ήταν ο Έλληνας αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης. Περίπου έναν αιώνα αργότερα, ξεκίνησε ένα μακρόπνοο ερευνητικό πρόγραμμα ελληνοαμερικανικής συνεργασίας, το οποίο περιλαμβάνει ανασκαφές, συντηρήσεις, αποκαταστάσεις μνημείων και επιστημονική τεκμηρίωση ενός πανάρχαιου αρκαδικού ιερού, το οποίο από τον 5ο αιώνα π.Χ. και εξής αναδεικνύεται στο θρησκευτικό κέντρο των Αρκάδων με διεθνή ακτινοβολία.
Το πρόγραμμα τελεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, με συνδιευθυντές από αμερικανικής πλευράς τους καθηγητές του Πανεπιστημίου της Αριζόνα, David Gilman Romano και Mary E. Voyatzis. Σύμφωνα με την κα Καραπαναγιώτου, μετά το 2020 θα ακολουθήσει μία περίοδος έρευνας γραφείου κατά την οποία, μεταξύ άλλων, προγραμματίζονται μελέτη του πλούσιου και σπουδαίου αρχαίου υλικού που προέκυψε από τις ανασκαφές 2016-2020, καθώς και η ωρίμανση, μελετητικά, ενός ολοκληρωμένου σχεδίου διαχείρισης του αρχαιολογικού χώρου σε συνεργασία με θεσμικούς και τοπικούς φορείς, το οποίο θα αποτελέσει τμήμα του υπό θεσμοθέτηση φυσικού και πολιτιστικού Πάρκου της περιοχής. Πρόκειται για το Παρράσιο Πάρκο, που πήρε το όνομά του από την Παρρασία, την πανάρχαιη περιοχή της δυτικής Αρκαδίας.