Οι ανασκαφικές έρευνες το 2019 στο Χιλιομόδι Κορινθίας, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Αρχαίας Τενέας», αποκάλυψαν μέρος του κεντρικού ιστού της πόλης με δημόσια κτίρια συνολικής έκτασης 600 τ.μ. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, ανασκάφηκε τμήμα δημόσιου λουτρικού συγκροτήματος ρωμαϊκών χρόνων, καθώς και μέρος δημόσιου κτιρίου λατρευτικής χρήσης αρχαϊκών χρόνων. Τα φετινά αρχαιολογικά κατάλοιπα εντοπίστηκαν δυτικά και σε μικρή απόσταση από τις οικιστικές εγκαταστάσεις που ανασκάφηκαν το 2018 και προσφέρουν σημαντικά στοιχεία για τους κεντρικούς δημόσιους χώρους της αρχαίας πόλης. Ταυτόχρονα διενεργήθηκε ευρείας κλίμακας επιφανειακή έρευνα που απέδωσε πολλές καινούργιες πληροφορίες για την τοπογραφία της περιοχής. Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζουν ασημένια και χάλκινα νομίσματα της Ελληνιστικής περιόδου.
Το λουτρό έχει προσανατολισμό Β-Ν. Φέτος διερευνήθηκαν επτά χώροι του, οι οποίοι καλύπτουν έκταση 500 τ.μ. Οι χώροι αυτοί αποτελούν τμήμα μόνο του συνόλου των λουτρικών εγκαταστάσεων, οι οποίες φαίνεται να επεκτείνονται στα νότια και δυτικά του ανεσκαμμένου χώρου.
Συγκεκριμένα, στο βόρειο τμήμα του ανεσκαμμένου χώρου εντοπίστηκαν τρεις κατά σειρά αίθουσες στον άξονα Α-Δ, οι οποίες επικοινωνούν μεταξύ τους με θυραία ανοίγματα και ταυτίζονται με τους θερμούς χώρους του λουτρού (caldarium). Σε όλες διατηρείται το υποδαπέδιο σύστημα θέρμανσης με υπόκαυστα κυκλικής και τετράγωνης διατομής και σε όλες εντοπίζεται στοά εφοδιασμού και καθαρισμού των υποκαύστων (praefurnium). Επιπλέον, πήλινοι αεραγωγοί περιστοιχίζουν εσωτερικά τους τοίχους τους. Στο μεγαλύτερο τμήμα των χώρων διατηρείται σε καλή κατάσταση το υπερυψωμένο δάπεδό τους από πήλινες πλάκες, που σε αρκετά σημεία τους φέρουν διακόσμηση με ερυθρό χρώμα. Τέλος, σε δύο από τις αίθουσες, διαμορφώνονται αψίδες οι οποίες εσωτερικά έχουν υπερυψωμένα τοιχάρια που φέρουν μαρμαροθετήματα. Γενικότερα, σε όλους τους χώρους του λουτρού βρέθηκαν στο στρώμα καταστροφής σπαράγματα μαρμαροθετημάτων και ψηφίδες, γεγονός που καταδεικνύει την πολυτέλεια του συγκροτήματος, το οποίο είχε πολλαπλές φάσεις κατασκευής.
Στο νότιο ανεσκαμμένο τμήμα του συγκροτήματος εντοπίστηκαν τέσσερις αίθουσες. Από αυτές μία φέρει κτιστά θρανία περιμετρικά στους τοίχους της και διατρέχεται από κιονοστοιχία με κατεύθυνση Α-Δ. Στο δάπεδό της βρέθηκε καταπεσμένο ιωνικό κιονόκρανο και ένας κίονας. Η αίθουσα αυτή επικοινωνεί στα ανατολικά με μια δεύτερη, η οποία φέρει λουτήρες, και αυτή με τη σειρά της επικοινωνεί στα βόρεια με το caldarium και στα νότια με κολυμβητική δεξαμενή, της οποίας ένα μόνο τμήμα διερευνήθηκε φέτος. Ανατολικά αποκαλύφθηκε τρίτη αίθουσα, η οποία περιλαμβάνει λουτήρα και εκτεταμένο πήλινο δάπεδο, το οποίο διατηρείται σε εξαιρετικά καλή κατάσταση. Κάτω από το δάπεδο εντοπίστηκε μολύβδινος αγωγός στην επιφάνεια του οποίου αναγράφεται το όνομα του κατασκευαστή. Η αίθουσα αυτή εκτείνεται σε όλο το μήκος του διερευνηθέντος λουτρικού συγκροτήματος στον άξονα Β-Ν. Στο εσωτερικό της εντοπίστηκε σε στρώμα καταστροφής καταπεσμένο δωρικό κιονόκρανο και κίονας με ραβδώσεις. Τέλος, στο νοτιοδυτικό τμήμα του λουτρού βρέθηκε χώρος στον οποίο απολήγει αγωγός απορροής υδάτων που διατρέχει υποδαπέδια τις παραπάνω αίθουσες. Στον τελευταίο αυτό χώρο εντοπίστηκαν αποθέσεις χρηστικών αγγείων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, κεφαλή πήλινου ειδωλίου, πληθώρα θραυσμάτων γυάλινων μυροδοχείων, καθώς και αποτμήματα υαλοθετημάτων επάνω σε κονίαμα. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής των λουτρών βρέθηκαν 130 νομίσματα που χρονολογούνται από την Ελληνιστική έως και την Υστερορωμαϊκή περίοδο. Ορισμένα από αυτά ανήκουν σε νομισματικούς θησαυρούς.
Για την οικοδόμηση των παραπάνω εγκαταστάσεων χρησιμοποιήθηκε και αρχιτεκτονικό υλικό αρχαϊκών, κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, το οποίο αποδομήθηκε πιθανότατα από πρωιμότερες μνημειακές κατασκευές που δέσποζαν στο χώρο. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία από κίονες, κιονόκρανα, τρίγλυφα, επιστήλια, γεισίποδες κ.ά., καθώς και η κεραμική ελληνιστικών, κλασικών και αρχαϊκών χρόνων στα κατώτερα ανεσκαμμένα στρώματα του λουτρού ενισχύουν την παραπάνω άποψη.
Βόρεια του λουτρού, σε άμεση επαφή με αυτό και σε μεγαλύτερο βάθος, εντοπίστηκαν εγκαταστάσεις αρχαϊκών χρόνων, που περιλαμβάνουν πηγάδι με εξάγωνο στόμιο, εντός χώρου που ορίζεται από τοίχους σε διάταξη Π. Στο εσωτερικό του χώρου αυτού, σε στρώμα αρχαϊκής κεραμικής, εντοπίστηκε τμήμα μηρού από μαρμάρινο γλυπτό Αρχαϊκής περιόδου, κατασκευασμένο από παριανό μάρμαρο, τμήμα γλυπτού από τον ώμο πιθανότατα γυναικείου αγάλματος φυσικού μεγέθους, καθώς και πώρινη, πιθανόν εναέτια κεφαλή αλόγου. Αμέσως ανατολικά του πηγαδιού, ανασκάφηκε αποθέτης στο εσωτερικό του οποίου εντοπίστηκε σωρεία κεραμικής του 6ου αι. π.Χ.
Τα ευρήματα είναι κυρίως μικρογραφικά αγγεία, τρία πήλινα ειδώλια αλόγων, ζωόμορφος αρύβαλλος, δακτυλιόσχημος αρύβαλλος με πλαστικό στόμιο που απεικονίζει σειρήνα, αστράγαλος με επίχρισμα ερυθρού χρώματος, δύο σιδερένια ομοιώματα τράπεζας κ.ά. Από το εσωτερικό του πηγαδιού το οποίο διερευνήθηκε σε βάθος 15 μ. ανασύρθηκε μεγάλη ποσότητα αρχιτεκτονικών μελών Αρχαϊκής, Κλασικής και Ελληνιστικής περιόδου, επιζωγραφισμένες σίμες, βάση μαρμάρινου αγαλματιδίου στο οποίο διατηρείται κεφάλι σκύλου και πόδια ανδρικής μορφής, πιθανόν Μελέαγρου, κορμός αγαλματιδίου γυμνής γυναικείας μορφής, πιθανόν Αφροδίτης, άνω τμήμα γυμνού κορμού μαρμάρινου γυναικείου αγαλματιδίου, πάνω από 60 αμφορείς και οινοχόες, κεραμική από τους αρχαϊκούς έως τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, νομίσματα ρωμαϊκών και υστερορωμαϊκών χρόνων και μια αιχμή σιδερένιου δόρατος.
Τα παραπάνω κατά χώραν κατάλοιπα, σε συνδυασμό με τα κινητά ευρήματα που βρέθηκαν στο εσωτερικό τους, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι πρόκειται για χώρους τέλεσης λατρείας, που αποτελούν πιθανότατα μέρος ενός μεγαλύτερου δημόσιου αρχαϊκού συγκροτήματος, το οποίο εκτείνεται σε σημεία που δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί σε βάθος.
Το πρόγραμμα υποστηρίζεται από διεπιστημονική ομάδα αρχαιολόγων, νομισματολόγων, ανθρωπολόγων, τοπογράφων, αρχιτεκτόνων και συντηρητών υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου δρος Έλενας Κόρκα, με φορέα υλοποίησης τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και με υπεύθυνη την Π. Ευαγγέλογλου, αρχαιολόγο της ΕΦΑ Κορινθίας. Για μία ακόμη χρονιά συμμετείχαν φοιτητές από πανεπιστημιακές σχολές της Ελλάδας και του εξωτερικού, οι οποίοι εργάστηκαν και μαθήτευσαν στο πλαίσιο των ερευνητικών εργασιών. Ταυτόχρονα διεξήχθησαν εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές γυμνασίου και λυκείου και ξεναγήσεις σε ενήλικες.