Για 35η χρονιά συνεχίστηκε και φέτος η ανασκαφή του Πανεπιστημίου Αθηνών στην αρχαία Αλάσαρνα, σύγχρονη Καρδάμαινα, της Κω. Πρόκειται για την πλέον μακροχρόνια, συνεχή συστηματική αρχαιολογική έρευνα στο νησί της Κω, αλλά και μια από τις μακροβιότερες πανεπιστημιακές ανασκαφές στην Ελλάδα. Σε αυτήν έχουν εκπαιδευτεί, από το 1985 έως σήμερα, εκατοντάδες Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων, πολλοί από τους οποίους στελεχώνουν την Αρχαιολογική Υπηρεσία ή διδάσκουν σε Πανεπιστημιακά Ιδρύματα, στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Πολωνία, την Αυστραλία και αλλού.
Η προνομιακή θέση της αρχαίας Αλάσαρνας, δίπλα στη θάλασσα, απέναντι από τη Νίσυρο και τη χερσόνησο της Κνίδου, προσέλκυσε από την αρχαιότητα την ανθρώπινη κατοίκηση και συνδέθηκε με την αρχαιότερη λατρεία των Κώων, αυτή του γενάρχη Απόλλωνα Πυθαίου ή Πυθαέως. Για το λόγο αυτό, στα ελληνιστικά χρόνια ανεγέρθηκαν λαμπρά λατρευτικά οικοδομήματα και ανιδρύθηκε πλήθος επιγραφών και αγαλμάτων και άλλων αναθημάτων. Μετά τους αλλεπάλληλους καταστροφικούς σεισμούς που έπληξαν το νησί και την επικράτηση του Χριστιανισμού, ο χώρος του ιερού καταλήφθηκε από τμήμα του ακμαίου πρώιμου βυζαντινού οικισμού που αναπτύχθηκε στην περιοχή, ενώ ο εξαιρετικής ποιότητας πηλός και η θέση του οικισμού πάνω στον θαλάσσιο δρόμο τού σιταριού από την Αίγυπτο στην Κωνσταντινούπολη συντέλεσαν σε νέα ακμή, μέχρι την οριστική εγκατάλειψη τον 7ο αι. μ.Χ., λόγω των αραβικών επιδρομών.
Η φετινή ανασκαφική ομάδα, υπό τη διεύθυνση των ομοτίμων καθηγητριών Γ. Κοκκορού-Αλευρά, Σ. Καλοπίση-Βέρτη και Μ. Παναγιωτίδου-Κεσίσογλου, αποτελούμενη από 45 άτομα, διδάκτορες, μεταπτυχιακούς και προπτυχιακούς φοιτητές, εργάστηκε για έναν μήνα. Συνεχίστηκε η αποκάλυψη του μνημειακού περιβόλου (Κτίριο Ε) που φαίνεται ότι περιέβαλλε έναν μεγαλοπρεπή ελληνιστικό ναό (Κτίριο Γ), πιθανόν τον μαρτυρούμενο από τις επιγραφές ναό του Απόλλωνα, διερευνήθηκαν κατασκευαστικά και χρονολογικά ζητήματα του ναού των ρωμαϊκών χρόνων (Κτίριο Δ) που έχει εντοπιστεί εκτός περιβόλου και, τέλος, ανασκάφηκαν επιλεγμένοι τομείς για την πληρέστερη κατανόηση του πρώιμου βυζαντινού οικισμού που κατέλαβε το χώρο του ιερού από το 400 μ.Χ. και εξής, αν όχι νωρίτερα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποκάλυψη ενός ακόμη κτιρίου ρωμαϊκών χρόνων στα δυτικά του ρωμαϊκού ναού (κτιρίου Δ) που μαρτυρεί μεγαλύτερη ακμή του ιερού κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους από όσο τεκμηριωνόταν ανασκαφικά μέχρι σήμερα.
Από τα φετινά ευρήματα ξεχωρίζουν πήλινο ειδώλιο Έρωτα, ελληνιστικός ανάγλυφος σκύφος, λυχνάρια, νόμισμα της εποχής του Αυγούστου, αρχιτεκτονικά μέλη, σπαράγματα τοιχογραφημένων κονιαμάτων, πρώιμοι βυζαντινοί αμφορείς με graffiti και άλλα.
Παράλληλα, συνεχίζεται η μελέτη και δημοσίευση των κινητών και ακινήτων ευρημάτων της ανασκαφικής έρευνας, καθώς προχωρά η έκδοση των τόμων που απαρτίζουν τη σειρά Αλάσαρνα (Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Αριστείας ΘΑΛΗΣ), εντάσσοντας την πανεπιστημιακή ανασκαφή της Καρδάμαινας στις λίγες μέχρι στιγμής ελληνικές συστηματικές ανασκαφές που διαθέτουν πολύτομη σειρά δημοσιεύσεων, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με τις ανασκαφές των ξένων αρχαιολογικών σχολών στην Ελλάδα.
Η ανασκαφή εποπτεύεται από την οικεία Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου και χρηματοδοτείται ετησίως από τη Γενική Γραμματεία Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής ενώ τυγχάνει όλο και θερμότερης υποστήριξης από την τοπική αυτοδιοίκηση, την κοινωνία της Καρδάμαινας και τους εκπαιδευτικούς και πολιτιστικούς φορείς της Κω. Απώτερος στόχος παραμένει η ανάδειξη του χώρου και η απόδοσή του στους κατοίκους και τους επισκέπτες του νησιού.