Σε έναν από τους καλύτερα ερευνημένους και από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους στην Κρήτη αναδεικνύεται η Ζώμινθος (εικ.: 1, 2). Κατά τη φετινή ανασκαφή της Αρχαιολογικής Εταιρείας, υπό τη διεύθυνση της δρος Έφης Σαπουνά-Σακελλαράκη, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πληροφορία για τη λειτουργία του κτηρίου υπήρξε ο εντοπισμός του Αρχείου, με την εύρεση πινακίδας Ιερογλυφικής/Γραμμικής Α Γραφής. Στην πινακίδα αναγράφονται 217 τριποδικά αγγεία, με το ιδεόγραμμα δίπλα στα σύμβολα των αριθμών. Η πινακίδα έχει χαρακτήρα λογιστικό και αποτελεί ασφαλώς καταγραφή αντικειμένων, γεγονός που δηλώνει την οργάνωση του συγκροτήματος. Βρέθηκε σε ένα καίριο σημείο του κτηρίου (εικ. 3), στο οποίο σε παλαιότερες ανασκαφικές περιόδους είχαν βρεθεί κοσμήματα, σφραγίδες και δύο χάλκινα ειδώλια πεσμένα από επάνω όροφο. Κάτω από αυτό βρέθηκαν λείψανα του παλαιότερου ανακτόρου.

Γραφή του ίδιου συστήματος, με πολλά σημεία της Γραμμικής Α γραφής, είναι χαραγμένη και στον λίθινο βωμίσκο που είχε βρεθεί στο δικιόνιο Δωμάτιο 26/53 («Αίθουσα ενεπίγραφου βωμίσκου»), με θρησκευτικό χαρακτήρα, αλλά και σε αγγείο από άλλον χώρο, όπου ίσως δηλώνει το περιεχόμενό του. Αυτά αποτελούν δείγματα της οργάνωσης του ιερατείου και πιθανών επικλήσεων. Οι πινακίδες, όμως, επιβεβαιώνουν και τον οικονομικό χαρακτήρα του κτηρίου εκτός από τον βεβαιωμένο θρησκευτικό.

Ένας από τους στόχους της φετινής ανασκαφής ήταν και η έρευνα γύρω από το κεντρικό ανακτορικό κτήριο, που έδωσε πολλά νέα στοιχεία: Ένα βασικό είναι η επιβεβαίωση ότι κάτω από το κτήριο της Νεοανακτορικής περιόδου υπήρχε παλαιότερο που ιδρύθηκε πάνω σε βράχους (εικ. 4), καταλάμβανε μεγαλύτερη έκταση και έδωσε πλήθος ευρημάτων της περιόδου αυτής.

Στην περίοδο των Νέων ανακτόρων (1700-1600 π.Χ.), μετά από έναν μεγάλο σεισμό έγιναν αρκετές αλλαγές, όπως αυτή στη βορειοανατολική είσοδο με τον εξαιρετικά ενδιαφέροντα πρόδομο με τα θρανία (εικ. 5), που έκλεισε και δημιουργήθηκε μία ράμπα (εικ. 6) η οποία οδηγούσε προς τα ανατολικά. Στον αρχικό χώρο εισόδου βρέθηκαν, πεσμένα από άνω όροφο μαζί με πλήθος αγγείων, τμήμα ενός ειδωλίου ταύρου (εικ. 7), στρογγυλά δισκία (εικ. 8) που όμοιά τους βρέθηκαν διεσπαρμένα σε άλλους χώρους και ένα οστέινο ένθεμα. Όλα αυτά, μαζί με άλλο λίθινο επίμηκες εγχάρακτο πλακίδιο που είχε βρεθεί  στον ίδιο χώρο, αποτελούν ενθέσεις σε Ζατρίκιο, όμοιο με αυτό της Κνωσού.

Στην ίδια περίοδο επισκευών δημιουργήθηκαν μεγάλες βεράντες/αναλήμματα στο νότιο τμήμα του λόφου, προσκολλημένα στον κεντρικό πυρήνα του κτηρίου, από τα οποία, παρά την αρχαιοκαπηλική καταστροφή της δεκαετίας του ’60, σώζονται σημαντικά αρχιτεκτονικά λείψανα (εικ. 9), αλλά και φορητά ευρήματα, όπως λύχνοι, κυλινδρική βάση του τύπου snake tube, χάλκινο αντικείμενο πιθανώς από ειδώλιο ζώου, αφιερωματικό μαχαιρίδιο κ.λπ.

Στη νοτιοανατολική μεγαλοπρεπή είσοδο οι τομές ανέδειξαν (εικ. 10) τις παραστάδες αλλά και αποκάλυψαν πλήρως τον δυτικό χώρο με βωμό και αποθέτη, καθώς και το δάπεδο ορόφου που διατηρήθηκε πεσμένο λοξά προς εξωτερικό χώρο (εικ. 11).

Στη νοτιοδυτική είσοδο αποκαλύφθηκε κάτω από μυκηναϊκά ερείπια προστώο με ημικίονες, που οδηγούσε στην τετρακιόνια αίθουσα, πιθανόν αίθουσα του θρόνου. Διατηρούνται βάσεις του πιθανού καθίσματος. Και εδώ διαπιστώθηκε η χρήση από την Παλαιοανακτορική περίοδο (1900 π.Χ.) μέχρι και τη Μυκηναϊκή (περί το 1400 π.Χ.).

Στη δυτική όψη, δωμάτιο προσκολλημένο στο Κεντρικό Κτήριο, χτισμένο πάνω σε αρχαιότερο κτίσμα, έδωσε μερικά ωραία ευρήματα, όπως τμήμα αγγείου με διακόσμηση ανάγλυφης σπείρας, κρυστάλλινο περίαπτο (εικ. 12) κ.ά.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ήταν η αποκάλυψη χώρου έξω από τη βόρεια πρόσοψη του Κεντρικού Κτηρίου και προσκολλημένου σε αυτό, που έδωσε εκατοντάδες αγγεία, μεταξύ των οποίων ρυτά (τελετουργικά αγγεία) (εικ. 13, 14) και αποτελούσε πιθανώς σκευοφυλάκιο. Ο χώρος, λόγω του πλήθους των ευρημάτων, δεν εξαντλήθηκε στρωματογραφικά.

Πρέπει, ακόμη, να σημειωθεί το άριστο αποχετευτικό σύστημα που διέθετε το κτήριο, όπως δείχνουν τα λείψανα αγωγών γύρω από αυτό.

Τέλος, φέτος επιβεβαιώθηκε η λειτουργία του μεταλλευτικού κλιβάνου που είχε βρεθεί στη δυτική πτέρυγα, όπου υπάρχει εργαστήριο κεραμικής, αλλά και εργαστήριο κατεργασίας οψιανού, με τη γνωμάτευση από ομάδα του Δημόκριτου και του ΙΤΕ Κρήτης ως προς τη χρήση μεγάλων τμημάτων πρωτογενών μεταλλευμάτων και επεξεργασμένων μετάλλων σε όλο το χώρο.