Το συνδρομητικό περιοδικό «Αρχαιολογία και Τέχνες» μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 130).
Το τεύχος του Αυγούστου ανοίγει με τη συνέντευξη που μας έδωσε ο ιδιωτικός ερευνητής Γιώργος Τσούκαλης, ο οποίος από το 1991 είναι στρατευμένος στην πάταξη της αρχαιοκαπηλίας. Ο Γ. Τσούκαλης μίλησε για τις εμπειρίες του και παρουσίασε άγνωστες πτυχές πολύκροτων υποθέσεων. «Η υπόθεση της αρχαιοκαπηλίας δεν είναι ένα απλό θέμα, όπως νομίζει ο κόσμος, έχουμε την πληροφορία, ειδοποιούμε την Ασφάλεια ή κάνουμε δυο παρακολουθήσεις και τελείωσε. Εδώ το ζητούμενο είναι να προσεγγίσεις όλους αυτούς τους ανθρώπους. Και όχι μόνο να τους προσεγγίσεις, να τους πείσεις ότι δεν είσαι η Αστυνομία» είπε μεταξύ άλλων.
Στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος» η αρχαιολόγος Κωνσταντίνα Ζήδρου μας παρουσιάζει εξαιρετικά έργα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας από τη συλλογή του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης, όλα τους υψηλής καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας.
«Η περιοχή της Άνω Μεσσηνίας είναι ένας εξαιρετικά γοητευτικός τόπος, τόσο λόγω της μορφολογίας του εδάφους και της φυσικής της ομορφιάς όσο και λόγω των αρχαιότατων μυθικών παραδόσεων που ταυτίζονται με το απώτατο παρελθόν του τόπου. Όμως τα λιγοστά ανασκαφικά ευρήματα στην περιοχή αφήνουν ακόμη ανοικτό το θέμα της ταύτισης με τις αρχαίες θέσεις, που είναι γνωστές από τις αρχαίες πηγές ως Ανδανία, Οιχαλία, Καρνάσιον Άλσος και Στενυκληρικό ή Στενυκλάριο Πεδίο» γράφει η Ξένη Αραπογιάννη στο άρθρο της «Αρχαιολογική τοπογραφία της Άνω Μεσσηνίας».
Οι συντηρητές αρχαιοτήτων και έργων τέχνης Μελίνα Φωτοπούλου και Παναγιώτης Κωσταλούπης στο άρθρο τους με τίτλο «Αυλαία ξανά!» παρουσιάζουν τις εργασίες συντήρησης της αυλαίας του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. «Η ζωγραφισμένη αυλαία […] είναι έργο του σκηνογράφου Θεόδωρου Αρμενόπουλου (1880-1942) που δραστηριοποιήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Χρονολογείται στο 1926 και ως σήμερα αποτελεί το μοναδικό γνωστό δείγμα ζωγραφισμένης θεατρικής αυλαίας στον ελλαδικό χώρο και παράλληλα μοναδικό δείγμα της τέχνης της σκηνογραφίας από την περίοδο του Μεσοπολέμου» γράφουν χαρακτηριστικά.
«Ποιο ένδυμα χαρακτηρίζεται ως “ιερό”» ή “ιερατικό”; Διακρίνουμε “ιερατική” ένδυση στον αιγαιακό χώρο της 2ης χιλιετίας π.Χ. και ποιες είναι οι πηγές πληροφόρησης;» Στο άρθρο της με τίτλο «Ιερό ένδυμα στο προϊστορικό Αιγαίο», η Τίνα Μπολώτη επιχειρεί να προσεγγίσει πτυχές των ενδυματολογικών πρακτικών στο Αιγαίο εκείνη τη μακρινή χιλιετία.
«Τέχνη και τεχνολογία στα ψηφιδωτά της Κύπρου» είναι ο τίτλος άρθρου που υπογράφουν η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου Μαρίνα Σολομίδου-Ιερωνυμίδου και ο συντηρητής Ελευθέριος Χαραλάμπους.
«Τα επιδαπέδια ψηφιδωτά αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο της επιστήμης της αρχαιολογίας και η αντιμετώπισή τους μέχρι σήμερα αφορούσε, ως επί το πλείστον, την έρευνα γύρω από την καθαρά στυλιστική τους απόδοση. Παραμερίστηκε έτσι το σημαντικό κεφάλαιο της τεχνολογίας κατασκευής τους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πληροφορίες και λεπτομέρειες που αφορούν στην προέλευση και τα χαρακτηριστικά των υλικών τους» σημειώνουν οι συγγραφείς.
Για τα «Ετρουσκικά αρχαϊκά κοσμήματα» γράφει η αρχαιολόγος Βίβιαν Στάικου, εστιάζοντας στην ανατολίζουσα περίοδο της τέχνης αυτής.
«Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα πολλοί Ιταλοί χρυσοχόοι, και κυρίως η οικογένεια των Castellani, προσπάθησαν να αντιγράψουν τα χρυσά κομψοτεχνήματα που έρχονταν συνεχώς στο φως από τις ανασκαφές στις πλούσιες ετρουσκικές νεκροπόλεις. H λάμψη και η επίδειξη της τεχνικής δεξιότητας που χαρακτηρίζουν τα ετρουσκικά κοσμήματα εντυπωσιάζουν ακόμη και σήμερα αποτελώντας πηγή έμπνευσης για σύγχρονους δημιουργούς κοσμημάτων» αναφέρει η συγγραφέας του άρθρου.
Στο τεύχος 130 συνεχίζεται το αφιέρωμα του περιοδικού σε «θησαυρούς νομισμάτων», το οποίο έχει επιμεληθεί η επίτιμη διευθύντρια του Νομισματικού Μουσείου Δέσποινα Ευγενίδου.
«Σελευκιδικοί θησαυροί: Η νομισματική παραγωγή του Αντιόχου Γ’» είναι ο τίτλος του άρθρου που υπογράφει ο καθηγητής Αρχαίας και Μεσαιωνικής Νομισματικής Παναγιώτης Ιωσήφ. Ο συγγραφέας αντλεί από τη «Βάση Θησαυρικών Δεδομένων των Σελευκιδών» («Seleucid Hoards Database» – SHD) που «περιλαμβάνει όλους τους θησαυρούς που δημοσιεύθηκαν μέχρι το 2016 και περιέχουν έστω και ένα σελευκιδικό νόμισμα. Σε κάποιους από αυτούς τους θησαυρούς, το σελευκιδικό κομμάτι αποτελεί μόνο ένα μικρό κλάσμα του συνολικού περιεχομένου, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ο θησαυρός περιέχει αποκλειστικά νομίσματα των βασιλέων της Συρίας».
Η Χαρίκλεια Παπαγεωργιάδου, από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, γράφει για «Ρωμαϊκούς θησαυρούς» επισημαίνοντας: «Οι αποκρύψεις των νομισματικών συνόλων που χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς χρόνους και οι πληροφορίες που μπορούν να αντληθούν από αυτά έχουν αποτελέσει το αντικείμενο πολλών συζητήσεων, ανάλογα με τον τρόπο προσέγγισης του φαινομένου του αποθησαυρισμού».
Τέλος, οι αρχαιολόγοι Τώνια Μουρτζίνη και Αθανασία Ράλλη υπογράφουν τον αρχαιολογικό-περιηγητικό Οδηγό στο Λιμένα Κυλλήνης-Γλαρέντζας. «Η θέση, στο βορειοδυτικό άκρο της δυτικότερης χερσονήσου της Πελοποννήσου, βόρεια του ακρωτηρίου Χελωνάτας στον Κυλλήνιο κόλπο, ασφαλής και στρατηγική, αποτέλεσε το μοναδικό λιμάνι της περιοχής από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας και διαχρονική πύλη επικοινωνίας της Ελλάδας με τη Δύση» σημειώνουν.