Η Στήλη της Ροζέτας, ως ένα παράθυρο στην αρχαία Αίγυπτο, είναι ένα από τα εμβληματικότερα αρχαιολογικά ευρήματα.
Η Στήλη κατασκευάστηκε από γρανοδιορίτη το 196 π.Χ. Το κείμενό της είναι ένα διάταγμα για τη θέσπιση της θεϊκής λατρείας του Πτολεμαίου Ε΄, το οποίο είναι γνωστό ως Διάταγμα της Μέμφιδας. Το κείμενο αναγράφεται σε δύο γλώσσες, Ελληνικά και αρχαία Αιγυπτιακά, και τρεις γραφές, αιγυπτιακή ιερογλυφική, αιγυπτιακή δημοτική και ελληνική αλφαβητική. Τα τρία κείμενα ωστόσο δεν αποτελούν πιστή μετάφραση αλλά άριστη απόδοση το ένα του άλλου, γενονός που δυσκόλεψε το έργο των επίδοξων αποκρυπτογράφων της Στήλης. Οι ημερομηνίες που αναγράφονται στα τρία κείμενα επίσης δεν αντιστοιχούν απόλυτα η μία στην άλλη. Ως αντικείμενο, δεν σώζεται ολόκληρη. Λείπει ένα μεγάλο μέρος του ιερογλυφικού κειμένου και η επίστεψη, καθώς και μικρό μέρος του δημοτικού και του ελληνικού κειμένου.
Η Στήλη αποκαλύφθηκε τυχαία στις 15 Ιουλίου του 1799, από Γάλλους, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο. Εντοπίστηκε από τον στρατιωτικό μηχανικό Pierre-François-Xavier Bouchard στο πλαίσιο γαλλικής στρατιωτικής οχυρωματικής επιχείρησης. Μαζί με άλλα ευρήματα ανήκε στο γαλλικό Ινστιτούτο της Αιγύπτου (Institut d’Égypte) μέχρι και την επικράτηση των Άγγλων στην Αίγυπτο.
Μέσα στο ιστορικό πρίσμα της εποχής και την αντιμαχία της Γαλλίας με την Αγγλία, η ιδιοκτησία της Στήλης έγινε πολιτικό ζήτημα. Με τη νίκη των Άγγλων, το πολύτιμο εύρημα πέρασε νόμιμα στους νικητές, με τη Συνθήκη της Αλεξάνδρειας το 1801. Οι ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες η ίδια η Στήλη βρέθηκε σε αγγλικά χέρια παραμένουν ακόμη αινιγματικές. Το σίγουρο είναι ότι μεταφέρθηκε στην Αγγλία το 1802. Εκεί παρουσιάστηκε σε επιστημονικό κοινό και αργότερα μεταφέρθηκε στο Βρετανικό Μουσείο, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα. Στη συλλογή του Μουσείου η Στήλη της Ροζέτας καταχωρήθηκε στα μέσα του 19ου αι. με τον αριθμό ΕΑ 24.
Παρά την κατάληξη της Στήλης στην Αγγλία όμως, ο αποκρυπτογράφος της έμελλε να είναι Γάλλος. Το 1799, χρονιά της αποκάλυψής της, ο Jean-François Champollion ήταν μόλις οκτώ ετών. 23 χρόνια μετά (1822), ο χαρισματικός μελετητής βρισκόταν στη γαλλική Ακαδημία των Επιγραφών και Καλών Γραμμάτων. Ανακοίνωνε ότι είχε ξεκλειδώσει το μυστικό των δύο άγνωστων τότε γραφών της Στήλης, δουλεύοντας πάνω στη μία γνωστή της, την ελληνική.
Ο Champollion δεν ήταν ο μόνος μελετητής των αιγυπτιακών γραφών. Ήταν μάλλον ο πλέον τυχερός και μεθοδικός από μια σειρά ερευνητών. Ήδη από το 1801 το κείμενο απασχολούσε διάφορους ερευνητές στην Ευρώπη. Η μετάφραση του ελληνικού τμήματος δημοσιεύτηκε στα αγγλικά το 1802. Την ίδια χρονιά ταυτοποιήθηκε η φύση της δημοτικής γραφής. Όσο για τα ιερογλυφικά, ο Champollion εργαζόταν σχεδόν ταυτόχρονα με τον Βρετανό Thomas Young, ο οποίος ερευνούσε το ίδιο κείμενο. Μάλιστα οι δυο τους διατηρούσαν για κάποιο διάστημα αλληλογραφία. Ο Young κατάφερε να ταυτίσει ορισμένους φωνητικούς χαρακτήρες. Ο Champollion τον πρόλαβε με τη δημιουργία του πρώτου φωνητικού αλφαβήτου για ιερογλυφικά, το 1821 (Lettre à M. Dacier). Λέγεται μάλιστα ότι κατά την πρώτη επίσημη παρουσίαση της ερμηνείας του Champollion στην Ακαδημία το 1822, ο Υοung ήταν στο ακροατήριο.