Η Τέχνη ως μέσο κατανόησης της Ιστορίας και η Ιστορία ως υπόβαθρο για να κατανοήσουμε την Τέχνη. Και ο Πάμπλο Πικάσο στο κέντρο τους για εξηγήσει τα πάντα. Αυτή θα μπορούσε να είναι η σύνοψη της μνημειώδους έκθεσης «Ο Πικάσο και η εξορία. Μία Ιστορία της ισπανικής αντιστασιακής τέχνης», που παρουσιάζεται στο μουσείο Les Abattoirs της Τουλούζης.
Η έκθεση αφηγείται μέσα από τη ματιά του Πικάσο μία από τις μελανότερες σελίδες της ισπανικής ιστορίας – την υποχώρηση των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου, τα 80 χρόνια από τη λήξη του οποίου γιορτάζουμε φέτος και την εξορία που ακολούθησε. Αλλά παράλληλα παρουσιάζει και μία άλλη πτυχή του αστείρευτου έργου του μεγαλοφυούς καλλιτέχνη, τοποθετώντας το στους χρόνους εκείνους της αντίστασης και της πολιτικής στράτευσης.
Ο στόχος της έκθεσης επιτυγχάνεται μέσα από περίπου 30 έργα του ίδιου του Πικάσο (πίνακες, σχέδια, χαρακτικά, γλυπτά και βιβλία) και δεκάδων άλλων από εξόριστους καλλιτέχνες που σχετίζονταν με τον διάσημο καλλιτέχνη, όπως οι Όσκαρ Ντομίγκεθ, Ρεμέδιος Βάρο, Χούλιο Γκονθάλεθ, Ζοάν Μιρό. Επίσης, εκτίθεται ένας μεγάλος αριθμός από φωτογραφίες -ορισμένες εντυπωσιακότατες και πολύ λίγο γνωστές- και ντοκουμέντα της εποχής, όπως η αλληλογραφία του ζωγράφου με την οικογένειά του κατά τη διάρκεια του πολέμου και ορισμένες ανέκδοτες επιστολές που αντάλλαξε με τον Πολ Ελυάρ και τον Αντόνι Κλαβέ.
Η έκθεση καλύπτει ένα χρονικό διάστημα που εκτείνεται από τον Εμφύλιο –με τη διάσημη «Γκερνίκα» και τις περιοδείες του για τη συγκέντρωση πόρων για τη δημοκρατική κυβέρνηση, την ήττα και τα φριχτά στρατόπεδα προσφύγων (ο θεατής μπορεί να δει επιστολές ζωγράφων που ο Πικάσο βοήθησε να ξεφύγουν από εκεί και ζωγραφικά έργα αιχμαλώτων) – και φτάνει έως τα μέσα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα από την έκθεση μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τον ξεριζωμό μιας ολάκερης γενιάς, έως την επιστροφή της δημοκρατίας στην Ισπανία και μαζί με αυτήν και τον επαναπατρισμό της «Γκερνίκα».
Τα έργα έχουν συγκεντρωθεί από το Μουσείο Πικάσο του Παρισιού, την ισπανική Accion Cultural, ενώ υπάρχουν κι έργα από το Les Abbatoirs, το Reina Sofia της Μαδρίτης, το Μουσείο Πικάσο της Βαρκελώνης και την Tate Modern του Λονδίνου.
Όλη η έκθεση περιστρέφεται γύρω από το γιγάντιο έργο «Η σορός του Μινώταυρου με κοστούμι Αρλεκίνου», ένα θεατρικό σκηνικό ύψους 13,25 μ., που φιλοτέχνησε ο Πικάσο κατόπιν παραγγελίας του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου για τη σκηνική αναπαράσταση ενός έργου του Ρομαίν Ρολάν στις 14 Ιουλίου 1936, μόλις τέσσερις ημέρες μετά το πραξικόπημα του Φράνκο στην Ισπανία. Το έργο δώρισε το 1965 ο ίδιος ο καλλιτέχνης, έπειτα από μια έκθεσή του στην Τουλούζη για το έργο του και το θέατρο, και αποτέλεσε έκτοτε το κύριο έκθεμα των παλαιών σφαγείων (Les Abattoirs) που μετατράπηκαν στο σημερινό μουσείο, τονίζει ο επιμελητής της έκθεσης Βαλεντέν Ροντριγκέζ, που συνεργάστηκε με την Αναμπέλ Τενέζ.
Το όνομα του επιμελητή, που είναι γόνος μεταναστών από την Ανδαλουσία, είναι ενδεικτικό της έκτασης της προσφυγικής εξόδου από την Ισπανία σε μία πόλη όπως η Τουλούζ και την ευρύτερη περιοχή της Οξιτάν, που υποδέχθηκε πάνω από 400.000 Ισπανούς κατά την υποχώρηση των δημοκρατικών και όπου δημιουργήθηκαν οκτώ στρατόπεδα προσφύγων ή, όπως ο ίδιος ο Ροντριγκέζ προτιμά, «στρατόπεδα συγκέντρωσης».
Μολονότι ο Πικάσο δεν μπορεί να θεωρηθεί καθαυτό «εξόριστος» ζωγράφος, όπως εξηγεί ο Ροντριγκέζ, ο Εμφύλιος Πόλεμος τον μετέτρεψε σε «απάτριδα» καλλιτέχνη. Ο ίδιος επέδειξε «μία σαφή αντίθεση στον φρανκισμό» και αυτοπροσδιοριζόταν ως «εξόριστος» το 1944, όταν ανακοίνωνε την ένταξή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Για το λόγο αυτό, εκτός από τα έργα της εποχής της αντίστασης –τη «Γκερνίκα» ή το «Όνειρο και ψεύδος του Φράνκο», που εκτέθηκαν το 1937– στην έκθεση εκτίθενται και τα κατοπινά αντιπολεμικά έργα του Πικάσο, όπως το «Περιστέρι της Ειρήνης», ή κάποια άλλα πιο υπαινικτικά, όπως το «Γάτος που τρώει περιστέρι», που φέρει χαραγμένη την ημερομηνία 22 Μαΐου 1939, δηλ. την ημέρα που η Ναζιστική Γερμανία και η Φασιστική Ιταλία υπέγραφαν τη συμμαχία που έχει γίνει γνωστή ως Χαλύβδινο Σύμφωνο.
Επίσης, πέρα από το ιστορικό της μέρος, η έκθεση αναδεικνύει το κομμάτι εκείνο της νοσταλγίας για την πατρίδα που πολύ αργότερα φιλοτέχνησε ο Πικάσο και σχετίζονται με τους κλασικούς πίνακες του Πράδο (όπως τη δική του ματιά στις «Λας Μενίνας» του 1957), τις ταυρομαχίες, τις λογοτεχνικές φιγούρες της Κάρμεν, του Δον Κιχώτη και της Θελεστίνα.