Ο Αμερικανός φωτογράφος Ρόμπερτ Μακέιμπ (Robert McCabe) αγάπησε την Ελλάδα από την πρώτη φορά που την επισκέφθηκε, το καλοκαίρι του 1954. Άνθρωποι, μνημεία και τοπία άσκησαν τέτοιο μαγνητισμό στον 20χρονο τότε φοιτητή του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, ώστε χρησιμοποίησε κάθε μεταφορικό μέσο για να φτάσει στα πιο δυσπρόσιτα μέρη της χώρας μας, την οποία έκτοτε επισκέφθηκε αμέτρητες φορές. Σήμερα μοιράζεται το χρόνο και τη ζωή του μεταξύ Νέας Υόρκης και Αθήνας, θεωρώντας τον εαυτό του Αμερικανό και Έλληνα, όπως ενημερωθήκαμε κατά την ξενάγηση που έγινε πρόσφατα για τους δημοσιογράφους στο κτίριο της Αρχαιολογικής Εταιρείας (Πανεπιστημίου 22), στο πλαίσιο του αφιερώματος του Ρόμπερτ Μακέιμπ.
Πρόκειται για τη «Χρονογραφία – Έκθεση για τα 180 χρόνια (1837-2017) της Αρχαιολογικής Εταιρείας», που εγκαινιάστηκε τον Δεκέμβριο με σκοπό να αναδειχθεί ο διαχρονικά καίριος ρόλος της Εταιρείας ως καθοριστικού θεσμού για τη διαμόρφωση της εθνικής μας αυτογνωσίας. Ο ίδιος ο φωτογράφος, εξάλλου, ξεχωρίζει την Αρχαιολογική Εταιρεία ως τον κρατικό θεσμό με τη μεγαλύτερη βαρύτητα για τους Έλληνες ως προς τη διαμόρφωση της εθνικής τους συνείδησης. Έτσι, μέσα από αυτό το αφιέρωμα, που περιλαμβάνει 53 ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τα έτη 1954-55, περιοχές έντονου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, όπως η Ακρόπολη, η Αρχαία Αγορά, το Σούνιο, η Κνωσός, η Σαντορίνη, οι Μυκήνες, η Επίδαυρος και η Δήλος, «καλωσορίζουν» τον επισκέπτη σε μια Ελλάδα που από τη μία παραμένει αναλλοίωτη (τα μνημεία δεν έχουν αλλάξει, εκτός βέβαια από τις αναστηλωτικές επεμβάσεις που έχουν υποστεί) και από την άλλη είναι σχεδόν αγνώριστη, όπως πολύ συχνά δείχνουν τα γύρω τοπία.
Αυτός είναι κι ένας από τους πολλούς λόγους που αξίζει να επισκεφθεί κανείς την έκθεση, ιδιαίτερα τις ημέρες των ξεναγήσεων οι οποίες θα πραγματοποιηθούν για το κοινό δύο Σάββατα, στις 16 Φεβρουαρίου και στις 9 Μαρτίου 2019 (ώρα 11:30) από τις δημοσιογράφους Κατερίνα Λυμπεροπούλου και Μαργαρίτα Πουρνάρα. Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία θα υποδεχθεί επίσης και μαθητικό κοινό σε εκπαιδευτική ξενάγηση την Πέμπτη 7 Μαρτίου. Υπενθυμίζεται ότι η έκθεση, που έχει ελεύθερη είσοδο, ολοκληρώνεται στις 29 Μαρτίου (ώρες λειτουργίας, πλην Σαββάτου και Κυριακής, 10.00-18.00).
Ο φωτογράφος αφηγείται…
Η μοναδική έγχρωμη φωτογραφία που πλαισιώνει την έκθεση προϋπαντεί τον επισκέπτη. Έχει τραβηχτεί από το σπίτι του Ρόμπερτ Μακέιμπ στην Πλάκα, ένα σούρουπο του Δεκεμβρίου 2016, δέκα λεπτά προτού δύσει ο ήλιος. «Η γυναίκα μου κι εγώ περιμέναμε για 45 λεπτά, καθώς ο ουρανός ήταν εντελώς σκοτεινός από σύννεφα. Πού και πού έσκαγε ο ήλιος. Έπιασα με τον φακό μια τέτοια στιγμή περίπου 10 λεπτά προτού δύσει ο ήλιος. Είναι στην Πνύκα, είναι μια βόλτα που κάνουμε συχνά. Αποφάσισα να την αφήσω έγχρωμη καθώς είναι η πιο πρόσφατη και ενδεχομένως να μείνει εκεί και μετά την έκθεση. Το ζεστό αυτό φως δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε ασπρόμαυρη εκτύπωση», ανέφερε ο ίδιος στις δύο δημοσιογράφους, οι οποίες μετέφεραν τα λόγια του κατά την ξενάγηση.
Όπως και τα παρακάτω, που αφορούν την πρώτη φωτογραφία του από τη Σαντορίνη, η οποία και φιγουράρει στην αφίσα της έκθεσης. «Είναι τραβηγμένη στις αρχές του ’60 μετά το σεισμό. Αυτό φαίνεται και από την προσπάθεια αποκατάστασης του κτιρίου που φαίνεται (σ.σ. στη φωτογραφία) και είναι το μοναστήρι. Σήμερα όλη αυτή η περιοχή έχει πλημμυρίσει από κτίσματα και η παραλία έχει ομπρέλες. Είναι διαφορετική εικόνα. Η φωτογραφία αυτή είναι τραβηγμένη στην Αρχαία Θήρα. Φαίνεται ο Νεοϋορκέζος γιατρός Τάνι και ο φίλος μας Ρόμπερτ Ντίλον Κόρνικ, Γάλλος στην καταγωγή, παλιός συμμαθητής μας», σημείωσε ο Ρ. Μακέιμπ για την εικόνα που δείχνει τους δυο άνδρες να κάθονται στην άκρη τοιχοποιίας, πιθανόν του υπό αναστήλωση μοναστηριού, ενώ από κάτω ξετυλίγεται μια παντελώς αδόμητη Περίσσα.
Οι Μυκήνες αποτελούν μια μεγάλη ενότητα της έκθεσης. Ενδιαφέρον έχουν κι αυτά που λέει ο ίδιος στις δύο δημοσιογράφους για τη φωτογράφιση του Ταφικού Κύκλου Α, λήψη που σήμερα δεν θα μπορούσε να γίνει από κάποιον επισκέπτη. «Η γυναίκα του Πάτρικ Λι Φέρμορ, Τζόαν, που ήταν φωτογράφος, είχε τραβήξει την ίδια φωτογραφία από την ίδια γωνία λήψης. Το είχε κάνει προτού πάω εγώ. Σε πολλές φωτογραφίες ταυτιζόμαστε και το ανακάλυψα στην πρόσφατη έκθεση στο Μπενάκη. Τους είχα γνωρίσει ως ζεύγος και είχα πάει 1-2 φορές στο σπίτι τους στην Καρδαμύλη. Εκείνη την εποχή δεν ήξερα ότι ασχολείτο με τη φωτογραφία. Καταλαβαίνω ότι πρέπει να είχε πάει πριν από μένα καθώς κάποιες πέτρες που εγώ φωτογράφισα δεν είχαν μπει ακόμα στη θέση τους. Σήμερα κανείς δεν μπορεί να σκαρφαλώσει για να μπορέσει να πάρει τέτοιες λήψεις».
Ανάλογης δυσκολίας ήταν και η λήψη του Αρχαίου Θεάτρου Επιδαύρου, που έγινε πριν από την αποκατάστασή του, το 1954. «Σκαρφάλωσα κάπου για να βγάλω τη φωτογραφία, σε ένα μέρος που δεν είχε μονοπάτι και μετά όταν νύχτωνε δυσκολεύτηκα πολύ να κατέβω. Τότε δεν είχαμε την πολυτέλεια του φθηνού φιλμ και έπρεπε να είσαι και τυχερός στις λήψεις σου. Είχε (σ.σ. το φιλμ) 12 λήψεις και μετά έπρεπε να το βγάλεις από τη μηχανή σε ένα σκοτεινό μέρος. Και όταν το εμφάνιζες έπεφτες επάνω σε πολλές εκπλήξεις, κάποιες φορές καλές, κάποιες φορές κακές. Κάποια φιλμ τα εμφάνισα στην Αθήνα μέσα στο σημερινό κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, κάποια στην Αμερική», είπε ο κ. Μακέιμπ, διά στόματος των δύο ξεναγών του, ξετυλίγοντας τις μνήμες του.
Περισσότερα για ό,τι απεικονίζεται στις φωτογραφίες, αλλά και για τις ιστορίες που τις συνοδεύουν, μπορεί κανείς να ανακαλύψει στις ξεναγήσεις που θα γίνουν για το κοινό στις 16 Φεβρουαρίου και στις 9 Μαρτίου.