Οι εργασίες για το αποχετευτικό σύστημα της Λάρνακας φέρνουν, συνεχώς, στο φως αρχαιολογικά ευρήματα από το αρχαίο Κίτιο. Κάποια εξ αυτών θεωρούνται άκρως σημαντικά και μεγάλης ιστορικής αξίας, όπως είναι, για παράδειγμα, τμήμα του αμυντικού τείχους της αρχαίας πόλης του Κιτίου, το οποίο εντοπίστηκε στην οδό Τεύκρου.
Υπενθυμίζεται ότι το 2016 αποκαλύφθηκε μοναδικό ψηφιδωτό της Ρωμαϊκής εποχής, μήκους 19×4,60 μ., που αναπαριστά τους Άθλους του Ηρακλή.
Όπως είχε δηλώσει η δρ Μαρίνα Ιερωνυμίδου-Σολωμίδου, διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων, πρώτη φορά βρέθηκε στην Κύπρο ψηφιδωτό με αυτό το θέμα, δηλαδή τους Άθλους του Ηρακλή, ο οποίος συνδέεται συνήθως με λουτρά. Σύμφωνα με την ίδια υπάρχουν πέντε πίνακες, οι δύο έχουν αποκαλυφθεί ολοκληρωτικά και οι άλλοι τρεις αποσπασματικά. Τα τελευταία δύο χρόνια οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να ξεπεράσουν κάποια πρακτικά θέματα, αφού το ψηφιδωτό προχωρεί διαγώνια προς πολυκατοικίες και μια κατοικία, ώστε να αποκαλυφθεί όλο το έργο.
Σύμφωνα με έγγραφο που έστειλε πριν από μερικές μέρες στην κυπριακή Βουλή η υπουργός Μεταφορών, Βασιλική Αναστασιάδου, οι εργασίες για το αποχετευτικό σύστημα της Λάρνακας έχουν αποκαλύψει πλήθος αρχαίων αντικειμένων από διάφορα υλικά. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν πολλά πήλινα αγγεία, τα οποία, ως συνήθως, αποτελούν την πλειονότητα των ευρημάτων, μεταλλικά εργαλεία και αντικείμενα κύρους όπως οστέινα εργαλεία και κοσμήματα, αντικείμενα από φαγεντιανή και από εισηγμένες πρώτες ύλες, όπως ημιπολύτιμους λίθους, και χρυσά κοσμήματα. Τα ευρήματα κάθε ανασκαφής εξετάζονται από ειδικούς κάθε κατηγορίας υλικού, για παράδειγμα, τα κεραμικά από ειδικούς κεραμολόγους αλλά και κατά ομάδες εύρεσης, όπως τα ευρήματα ενός τάφου, ώστε να προσεγγιστούν, κατά το δυνατό, οι ιστορικές συνθήκες που διαμόρφωσαν ένα αρχαιολογικό σύνολο, κάτι που αποτελεί το βασικό ζητούμενο της επιστημονικής αρχαιολογικής έρευνας.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στα συγκεκριμένα χρυσά κοσμήματα, που ζήτησε σχετική ενημέρωση ο βουλευτής Χρίστος Ορφανίδης, η κα Αναστασιάδου, σύμφωνα με την εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», αναφέρει στην επιστολή της ότι σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες ευρημάτων, τα χρυσά κοσμήματα είναι μικρά αντικείμενα, περιορισμένα σε αριθμό, τα οποία βρέθηκαν σε τάφους των ελληνιστικών (310-58 π.Χ.) και ρωμαϊκών χρόνων (58 π.Χ.-330 μ.Χ.). Ο μικρός τους αριθμός και το γεγονός ότι έχουν βρεθεί σποραδικά σε ταφές και όχι σε μεγάλα σύνολα μαρτυρεί ότι πρόκειται για σημαντικά αντικείμενα για τους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι θα ήταν απλά μέλη της κοινωνίας του αρχαίου Κιτίου.
Πρόσθετα, εντοπίστηκαν δεκάδες αρχαίοι λαξευτοί τάφοι που χρονολογούνται από την Κλασική μέχρι τη Ρωμαϊκή περίοδο στην οδό Γρίβα Διγενή (περιοχή Δροσιάς) και στις οδούς Αγησιλάου, Αιόλου, Γορδίου Δεσμού, Λιπέρτη και Κουλτούρ.
Τα περισσότερα από τα ταφικά μνημεία που έχουν ανασκαφεί ήταν ασύλητα και ειδικότερα, οι 10 τάφοι που βρέθηκαν στην οδό Γορδίου Δεσμού. Γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στο Τμήμα Αρχαιοτήτων να συγκεντρώσει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τα ταφικά έθιμα στο αρχαίο Κίτιο.
Κατά τις ανασκαφές του αποχετευτικού συστήματος στην οδό Τεύκρου βρέθηκαν και αρκετά πήλινα γυναικεία ειδώλια, τα οποία πιθανολογείται ότι προέρχονται από το λεγόμενο ιερό των Καμηλαρκών, το οποίο εντοπίστηκε και ανασκάφηκε το 1894 από τον Βρετανό αρχαιολόγο J.L. Myres. Η ανασκαφή του δημοσιεύτηκε το 1897 στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Hellenic Studies». Οι ανασκαφές αυτές, εντόπισαν στην περιοχή Καμηλάρκα, σημερινή συμβολή οδών Τεύκρου και Νικόδημου Μυλωνά, τα θεμέλια ενός ιερού με πολλά θραύσματα από λίθινα και πήλινα αγάλματα και ειδώλια. Στην επιστολή της η υπουργός αναφέρει ότι τα περισσότερα από αυτά τα αγάλματα και ειδώλια ανήκουν σε γυναικείους τύπους απεικόνισης και παριστάνουν τη «θεά με υψωμένα χέρια», διάφορους τύπους Αστάρτης, την έγκυο θεά, κουροτρόφους, γυναίκες αναθέτες, μουσικούς και λίγες ανδρικές μορφές (μουσικούς, αναβάτες, αναθέτες κ.λπ.). Τα ευρήματα χρονολογούν τη χρήση του χώρου ως ιερού από την Κυπροαρχαϊκή μέχρι την Ελληνιστική περίοδο (7ος-3ος αι. π.Χ.).
Για το Τμήμα Αρχαιοτήτων δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι βρίσκονται διαρκώς αρχαιολογικά κατάλοιπα μεγάλης ιστορικής αξίας, καθώς είναι γνωστό ότι κάτω από τη σύγχρονη πόλη της Λάρνακας βρίσκονται στρώματα της παλαιότερης ιστορίας του χώρου, ο οποίος πρωτοκατοικήθηκε στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ. Όσον αφορά τα κατασκευαστικά έργα του αποχετευτικού, το Τμήμα Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας προβαίνουν –όπου κρίνεται απαραίτητο– στην αλλαγή όδευσης των σωλήνων του αποχετευτικού ώστε αυτά τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που δεν μπορούν να μετακινηθούν, να διατηρηθούν αλώβητα μέσα στο υπέδαφος και να είναι διαθέσιμα στο μέλλον στους ερευνητές.