Η πολιτική του πολιτισμού στην εποχή της μοντέρνας βαρβαρότητας, δηλαδή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της ναζιστικής κατοχής, ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίο στράφηκε η ενδιαφέρουσα επιστημονική ημερίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2018 στην Αίθουσα του Βωμού, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
«Αρχαιολογία και Πολιτική του Πολιτισμού στην Εποχή της Βαρβαρότητας (1940-44)», ήταν ο τίτλος της ημερίδας που διοργάνωσε το ΥΠΠΟΑ για να τιμήσει την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, πιστεύοντας, όπως ανέφερε στην ανακοίνωση που τη γνωστοποιούσε, «ότι η γνώση της εποχής εκείνης, που περνάει στις νεώτερες γενιές σήμερα είναι ο προσφορότερος τρόπος για να αποτίσουμε φόρο τιμής στην Αντίσταση και τις θυσίες των Ελλήνων».
«Η πολιτισμική αυτή πολιτική, όπως αναλύθηκε πολυεπίπεδα από τους ομιλητές, έχει μια ευρεία έννοια, ευρύτερη τουλάχιστον από αυτή που έχουμε συνηθίσει συνήθως να κουβεντιάζουμε. Μας οδηγεί να σκεφτούμε μέσα σε ένα βαθύ πολιτισμικό πεδίο, που επηρεάζει τις σχέσεις και διαμορφώνει υποκείμενα. Υπάρχει μια διαπραγμάτευση υποκειμένων στο βάθος αυτό. Γιατί δεν είναι μόνο η καταστροφή των αρχαιοτήτων, η λογοκρισία, η εκφυλισμένη τέχνη […]. Σήμερα αυτό που κυρίως έχουμε καταλάβει είναι η διαμόρφωση της ταυτότητας των ανθρώπων. Δηλαδή πόσο βαθιά πηγαίνει μέσα στα υποκείμενα όλο αυτό το εσωτερικό περιβάλλον και οι επιταγές του για να αλλάξουν τα ίδια. Γιατί αν δεν αλλάξουν, αν δεν πειθαρχήσουν δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτός ο απολυταρχισμός», δήλωσε, μεταξύ άλλων, η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Μυρσίνη Ζορμπά, στο τέλος της ημερίδας, κάνοντας έναν μικρό απολογισμό των όσων ακούστηκαν.
«Άλλες πλευρές που πιστεύω ότι έχουν σημασία είναι η διείσδυση των ιδεών (σσ. του ναζισμού και του φασισμού) στο χώρο των επιστημόνων και των διανοουμένων, οι φαντασιακές σχέσεις των ναζί με την ελληνική και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Και σε όλα αυτά στόχος είναι ο “νέος άνθρωπος” όπως τον φαντάζονται εκείνοι, οι νέες υποκειμενικότητες όπως μπορούμε να τις φανταστούμε εμείς. Υπάρχει μια “κόκκινη γραμμή” που αν την περάσουμε, τότε γίνεται επικίνδυνη η πολιτισμική πολιτική και αυτή είναι η διαμόρφωση των υποκειμενικοτήτων, δηλαδή να μπούμε μέσα στην ψυχή των ανθρώπων, να κρίνουμε τις προτιμήσεις τους, τις σεξουαλικές και αισθητικές αντιλήψεις τους, τις αντιλήψεις τους για το σώμα, πόσο πειθαρχικοί ή απείθαρχοι είναι, ποιες είναι οι συμπεριφορές τους, οι στάσεις τους. Από εκεί και πέρα ο απολυταρχισμός μπορεί να κυριαρχήσει», συμπλήρωσε.
Η εναρκτήρια ομιλία της ημερίδας ήταν του Χάγκεν Φλάισερ, ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εισηγητή της συστηματικής μελέτης της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, μέσα κυρίως από τα γερμανικά αρχεία. Ο ίδιος έχει γράψει εκτεταμένα για τις ελληνογερμανικές σχέσεις και τη μνήμη του πολέμου, και έχει δημιουργήσει μια σχολή μαθητών που συνεχίζουν το έργο του. Ο κ. Φλάισερ μίλησε για την περίοδο του λυκόφωτος των φασισμών ως προς τις πολιτιστικές δραστηριότητες της ναζιστικής Γερμανίας, καθώς και των σημαντικότερων εκπροσώπων και υπηρεσιών της. Ο ίδιος επιχείρησε μια συνοπτική και συγκριτική αντιπαράθεση στην αντίστοιχη πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και άλλων Δυνάμεων στην εν λόγω εποχή της βαρβαρότητας, με τη μελέτη να τελειώνει με σύντομες αναφορές στη μεταπολεμική εξέλιξη.
Η γενική γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, αναφέρθηκε στην «Αρπαγή των αρχαιοτήτων στην κατοχή και στον αγώνα για την επιστροφή τους». Μίλησε, μεταξύ άλλων, για τις προσπάθειες της ελληνικής πλευράς να καταγράψει, αλλά και να αποκαταστήσει τις αδικίες σε βάρος της πολιτιστικής της κληρονομιάς, προσπάθειες που τελεσφορούν, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, καθώς παραδείγματα επιτυχών επιστροφών μαρτυρούν τη μεταστροφή του διεθνούς κλίματος αλλά και την αποτελεσματικότητα των πρωτοβουλιών της χώρας μας.
Τίτλος της ομιλίας της δρος Αλεξάνδρας Κανκελάιτ, επιστημονικής συνεργάτιδας στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας, ήταν «Γερμανοί αρχαιολόγοι στην Ελλάδα στα χρόνια της Κατοχής». Ήδη από τον 19ο αιώνα οι συνεργάτες του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών ήταν τμήμα ενός πολυδιάστατου δικτύου στην Ελλάδα, του οποίου η ακτίνα δράσης δεν περιοριζόταν μόνο σε επιστημονικές δραστηριότητες. Μετά από το 1933 πολλά μέλη του ινστιτούτου εντάχθηκαν στο ναζιστικό κόμμα. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι ο Walther Wrede που εκτός από διευθυντής του Ινστιτούτου (1937-1944) ήταν ο επικεφαλής της ναζιστικής τοπικής οργάνωσης στην Αθήνα (1935-1944). Κατά τη διάρκεια της κατοχής (1941-44), και υπό τη διεύθυνσή του, το Ινστιτούτο αξιοποίησε τις νέες ισορροπίες δυνάμεων είτε για να συνεχίσει μεγάλες αρχαιολογικές ανασκαφές (Ολυμπία, Κεραμεικός) είτε για να εγκαινιάσει νέα εγχειρήματα (Κρήτη, λήψη αεροφωτογραφιών). Η κα Κανκελάιτ παρουσίασε συνοπτικά τα σημαντικότερα «αποτελέσματα» αυτής της περιόδου, καθώς και τις συνέπειές τους για τις ελληνο-γερμανικές σχέσεις μετά το 1944.
Η ομιλία της δρος Νίκης Σακκά, αρχαιολόγου του ΥΠΠΟΑ, είχε τίτλο «Όψεις της ιταλικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα». Με την ανακοίνωσή της επιχείρησε να σκιαγραφήσει πτυχές της ιστορίας της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ελλάδα, εξετάζοντας τους τρόπους με τους οποίους οι Ιταλοί αρχαιολόγοι αντιλαμβάνονται το ρόλο τους, μεταδίδουν μηνύματα και διαμορφώνουν ή επιδιώκουν να διαμορφώσουν πολιτικές του πολιτισμού στα χρόνια πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη διάρκειά του. Ο δρ Βαλεντίν Σνάιντερ, με σπουδές Ιστορίας και Αρχαιολογίας, αλλά και Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, μίλησε για τις «Νοοτροπίες και πρότυπα συμπεριφοράς των Γερμανών στην κατεχόμενη Ελλάδα με βάση την αλληλογραφία τους». Καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, οι Γερμανοί στρατιώτες και οι οικογένειές τους αντάλλαξαν περισσότερες από 30 δισεκατομμύρια επιστολές, οι οποίες στάλθηκαν μεταξύ πολεμικών μετώπων, κατεχόμενων χωρών και πατρίδας. Η ανάλυση της γερμανικής στρατιωτικής αλληλογραφίας, έτσι όπως παρουσιάστηκε συνοπτικά από τον μελετητή, μπορεί να οδηγήσει σε μια καλύτερη κατανόηση της πολεμικής νοοτροπίας των Γερμανών, της επιρροής της ναζιστικής προπαγάνδας και, τελικά, των πολιτισμικών προτύπων συμπεριφοράς των Γερμανών στις κατεχόμενες χώρες.
Ο δρ Γιάννης Σκαλιδάκης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ και συγγραφέας του βιβλίου «Η Ελεύθερη Ελλάδα. Η εξουσία του ΕΑΜ στα χρόνια της Κατοχής (1943-1944)» (Εκδόσεις Ασίνη), αναφέρθηκε στις «Πτυχές της πολιτικής για τον πολιτισμό στην επικράτεια της Ελεύθερης Ελλάδας». Στην ανακοίνωσή του αναδείχθηκαν ορισμένες πτυχές της ανολοκλήρωτης προσπάθειας που συνδέθηκε με τη συγκρότηση μιας νέας εξουσίας στην επικράτεια της Ελεύθερης Ελλάδας, κατά την οποία προωθήθηκε κατά το δυνατόν και μια αντίληψη για τον λαϊκό πολιτισμό. Η εισήγησή του περιστράφηκε, μεταξύ άλλων, γύρω από τους σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες, οι οποίοι πλαισίωσαν τόσο την πολιτιστική αυτή δραστηριότητα όσο και γενικότερα τη στελέχωση των δομών της νέας εξουσίας, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης.
Τέλος, η δρ Έλλη Παπαγρηγορίου, μουσικός, αναφέρθηκε στους «Θεσμούς της “υψηλής κουλτούρας” και στην άσκηση πολιτιστικής πολιτικής: Οι περιπτώσεις της Ναζιστικής Γερμανίας και της κατεχόμενης Ελλάδας». Μεταξύ άλλων, μίλησε για τις αλλαγές που συνέβησαν σε θεσμικό επίπεδο στο πεδίο της μουσικής στην κατεχόμενη Ελλάδα, με βάση το ερώτημα αν οι αλλαγές αυτές εντάσσονται ή όχι σε μία ευρύτερη άσκηση πολιτιστικής πολιτικής. Διερευνήθηκε επίσης ο ρόλος που διαδραμάτισε ο διευθυντής του Ωδείου Αθηνών και πρώτος διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Φιλοκτήτης Οικονομίδης, αλλά και ο αντιστασιακός συνθέτης Αλέκος Ξένος.