«Δεν είναι πολύς καιρός που διάβασα σ’ ένα σπάνιο βιβλίο για το μνημείο με τις Μαγεμένες, τις Las Incantadas, όπως τις έλεγαν οι ισπανόφερτοι εβραίοι της πόλης μας. Είδα και όσα σχέδια διασώζονται: ένα χτίσμα στολισμένο με κόρες και άλλα αγάλματα, χωμένο ανάμεσα σε σπίτια και σπιτάκια, εκεί σε μια γωνιά της σημερινής πλατείας Δικαστηρίων. Τα ’χουν ξεσηκώσει, βέβαια, κι αυτά τα λείψανα, εδώ κι έναν αιώνα περίπου, και τώρα βρίσκονται, ποιος ξέρει πού πεταμένα, στο μουσείο του Λούβρου…» Είναι μια μόνο μικρή παράγραφος από το έργο του Γιώργου Ιωάννου Η Σαρκοφάγος (δημοσιευμένο το 1971).
Oι «Μαγεμένες», «Las Incantadas» (ή «Encantadas» όπως διορθώθηκε πρόσφατα), οι «Καλοκυράδες της αγοράς», τα «είδωλα», οι «Φιγούρες αγγέλων», οι «sureth maleh» (η «νέα» τουρκική πρόταση) είναι τα τέσσερα αμφίπλευρα αγάλματα (της Μαινάδας, του Διονύσου, της Αριάδνης, της Λήδας, του Γανυμήδη, ενός εκ των Διόσκουρων, της Αύρας και της Νίκης). Πρόκειται για τα γλυπτά μιας ρωμαϊκής κιονοστοιχίας της Θεσσαλονίκης, που το 1864 αποσπάστηκαν από τον παλαιογράφο Εμανουέλ Μιλέρ, κατέληξαν στο Λούβρο και επέστρεψαν ως αντίγραφα προ τριετίας σχεδόν στην πόλη και βρίσκονται πλέον τοποθετημένα στο αίθριο του Αρχαιολογικού Μουσείου, έως ότου εντοπιστεί η ακριβής «γενέθλια» θέση τους. Τα γλυπτά αυτά αποτέλεσαν το αντικείμενο του πρώτου σχετικού επιστημονικού συνεδρίου υπό τον τίτλο «The work of magic art: Ιστορία, χρήσεις και σημασίες του μνημείου των Incantadas της Θεσσαλονίκης».
Στην επιστημονική διημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης (Αίθουσα Μανόλης Ανδρόνικος) και στο μουσείο της Αρχαίας Αγοράς, επιστήμονες από πανεπιστήμια της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Γαλλίας, αρχαιολόγοι, ιστορικοί, αρχιτέκτονες, συλλέκτες, ερευνητές της εβραϊκής παρουσίας στην πόλη, επιχείρησαν μέσα από τη γοητευτική ιστορία των «Μαγεμένων» να ανασυνθέσουν το παρελθόν αλλά και το παρόν της πόλης. Παρελθόν αρχαίο, συνυφασμένο με τη ρωμαϊκή και βυζαντινή Θεσσαλονίκη, παρελθόν οθωμανικό, συνδεδεμένο με τις διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες που ζούσαν στην πόλη από τον 15ο αιώνα έως τις αρχές του 20ού, παρελθόν νεότερο, η ιστορία της Θεσσαλονίκης ως «συμπρωτεύουσας» του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
«Τα μνημεία δεν εξαντλούνται στο παρελθόν, αλλά κυρίως στο πώς χρησιμοποιούνται στο παρόν. Συχνά αποτελούν εκφραστές του σύγχρονου συλλογικού πνεύματος. Η πρόσφατη εκστρατεία για την επιστροφή των “Μαγεμένων” απαντούσε σε συλλογικές αγωνίες μιας μάχιμης ομάδας πολιτών σε περίοδο κρίσης της πόλης. Ο βίος των μνημείων ενεργοποιείται συνεχώς και τα ίδια μπορούν να λειτουργήσουν ως δείκτες μνήμης, ως ζωντανά τοπόσημα που αναδεικνύουν, εν προκειμένω, την πολυπολιτισμικότητα της πόλης σε όλες της τις εκφράσεις» είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η εκ των διοργανωτών του συνεδρίου Στυλιάνα Γκαλινίκη, αρχαιολόγος ΑΜΘ, δρ Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ.
Μόλις το 1985 ο ιστορικός-καθηγητής του ΑΠΘ, Απόστολος Βακαλόπουλος, δημοσιεύει στις σελίδες των «Μακεδονικών» (τεύχος αρ. 25, 1985/86) υπό τον τίτλο «Ένας Γάλλος Έλγιν στη Θεσσαλονίκη – Νέες μαρτυρίες για την ιστορία της Θεσσαλονίκης κατά τον περασμένο αιώνα», μεταφρασμένα αποσπάσματα από το βιβλίο του Emm. Miller, Le Μont Athos, Vatopedi, L’ile de Thasos (Παρίσι 1889).
Πρόκειται για αποσπάσματα επιστολών που στέλνει στη σύζυγό του στο Παρίσι ο Γάλλος «Έλγιν», στις οποίες καταγράφει την επιχείρηση αποκοπής, μεταφοράς και φόρτωσης των οκτώ μορφών, καθώς «ο μεγάλος βεζίρης Φουάτ Πασάς του ανακοινώνει με τηλεγράφημα ότι ο σουλτάνος του επιτρέπει ν’ αφαιρέσει και να πάρει μαζί του στο Παρίσι τις οκτώ μορφές των Incantadas της Θεσσαλονίκης, που τόσο πολύ τις επιθυμούσε».
Στο ίδιο θέμα επανέρχεται στα 2007 ο Μαρκ Μαζάουερ, συμπεριλαμβάνοντας αποσπάσματα του βιβλίου του Miller στο δικό του πολυσυζητημένο βιβλίο Θεσσαλονίκη – πόλη των φαντασμάτων. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι και Εβραίοι, 1430-1950. «…Ο Έλγιν της Θεσσαλονίκης ήταν ένας Γάλλος σοφός πενήντα ενός χρονών ονόματι Εμανουέλ Μιλέρ, ειδήμων παλαιογράφος με πάθος για τα χειρόγραφα όπως διατεινόταν ο ίδιος. Αργότερα θα γινόταν καθηγητής νέων ελληνικών στο Παρίσι, αυτό όμως συνέβη αφού πρώτα δημοσίευσε πλήθος άρθρα, εξελίχθηκε πολιτικά στους ακαδημαϊκούς του κύκλους και κυρίως επέστρεψε από την Ανατολή με τους καρπούς της πετυχημένης αποστολής του…»
«Στον τόπο με τις “Μαγεμένες” μεταξύ της Παναγίας Χαλκέων και του Μπέη χαμάμ, τα λουτρά “Παράδεισος”, ηλικιωμένοι αυτόκλητοι ρήτορες που κουβαλούν νεανικές μνήμες εθνικών περιπετειών και προδοσίας αναλύουν καθημερινά την πολιτική κατάσταση με διαπληκτισμούς και υψωμένη αρτηριακή πίεση όρθιοι, κρατώντας σακούλες με ζαρζαβατικά, ελιές και ψάρια από τις γειτονικές αγορές Καπάνι και Μοδιάνο…» γράφει ο Χρίστος Ζαφείρης στο Θεσσαλονίκης τοπιογραφία (1993, εκδ. Παρατηρητής).
Την τελευταία εικοσαετία (μετά την ανακίνηση της ιστορίας των «Μαγεμένων» και το αίτημα της επιστροφής τους που αρθρώθηκε από υποψηφίους δημοτικούς άρχοντες, ευρύτερα την τοπική αυτοδιοίκηση κ.ά., οι Incantadas ενέπνευσαν τίτλους και θεματικές ιστορικών μυθιστορημάτων, διηγημάτων σε συλλογές ντόπιων συγγραφέων , αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας και της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης και τροφοδότησαν τις συζητήσεις της επιστημονικής κοινότητας, αλλά και το ενδιαφέρον του κόσμου.
Από τις εισηγήσεις
«Η παλαιότερη γνωστή απεικόνιση των Μαγεμένων του 1754 προσφέρει επίσης μια σπάνια παράσταση για τη μορφή της σεφαραδίτικης κατοικίας στη Θεσσαλονίκη, του cortijo που τις φιλοξενεί. Ο όρος και ο τύπος του κορτίζο (κατοικία με αυλή), μεταφερμένος από τους Σεφαραδίτες από τη χαμένη πατρίδα της Ιβηρικής στις αρχές του 16ου αιώνα, ρίζωσε και εξελίχθηκε, μέσα στο χρόνο, από ατομική κατοικία με αυλή σε συγκρότημα κατοικιών που στέγαζαν πολλές οικογένειες…» ανέφερε στην εισήγησή της στη διημερίδα η ομότιμη Καθηγήτρια του Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ, Βίλμα Χαστάογλου-Μαρτινίδη. Στην ίδια ενότητα ο έφορος του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης, Ευάγγελος Χεκίμογλου, πρότεινε ένα ιστορικό σχεδίασμα για την περιοχή των Ενκαντάδας από τον 15ο-20ό αιώνα, στηριζόμενος στη συνθετική χρήση των δημοσιευμένων πηγών, σε συνδυασμό με αρχειακές μαρτυρίες.
«Στοιχεία για μία νέα μελέτη της αρχιτεκτονικής των Μαγεμένων» πρότεινε με εισήγησή του ο Michel Sève, Αρχαιολόγος, Ομότιμος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λωραίνης. «Η επιγραφή της κιονοστοιχίας των Μαγεμένων στο πλαίσιο της μεγαλογράμματης γραφής των αυτοκρατορικών χρόνων» ήταν το θέμα της εισήγησης του αρχιτέκτονα, αρχαιολόγου, ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ, Γιώργου Βελένη. Ο Γ. Βελένης ανέλυσε τη σχέση ανάμεσα στην επιγραφή και το αρχιτεκτονικό έργο και πρότεινε μια κατά το δυνατόν στενή χρονολόγηση εντός του ιστορικού πλαισίου των αυτοκρατορικών χρόνων. Τον δημόσιο και επίσημο χαρακτήρα του συγκροτήματος στο οποίο ανήκε άλλοτε η Στοά με την ανάγλυφη πεσσοστοιχία των ανάγλυφων και φυσικού μεγέθους μορφών, την υψηλή ποιότητα της εκτέλεσης και τα στιλιστικά χαρακτηριστικά της λάξευσης παρουσίασε η ομότιμη Καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Θεοδοσία Στεφανίδου-Τιβερίου, οδηγούμενη στο «ασφαλές συμπέρασμα ότι για την εργασία αυτή -αντάξια του μητροπολιτικού χαρακτήρα της μνημειακής φυσιογνωμίας της πόλης κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα μ.Χ.- κλήθηκε συνεργείο από την Αθήνα».
Στη διημερίδα έγιναν επίσης αναφορές μέσω των εισηγήσεων στον «Πέμπτο πεσσό της Στοάς των Ειδώλων – το μοναδικό τμήμα του μνημείου που έχει εντοπιστεί και βρίσκεται σήμερα στην Ελλάδα (Αστέριος Λιούτας, Προϊστάμενος Tμήματος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και Μουσείων, Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης), στις αναφορές στο μνημείο από τους περιηγητές της πόλης, στις νέες πολιτισμικές σημασίες των αρχαιοτήτων, στις «Μαγεμένες» στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, κ.ά.
«Εκατόν έξι χρόνια μετά την ένταξη της Θεσσαλονίκης στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, οι Ενκαντάδας, τα Είδωλα ή αλλιώς οι Μαγεμένες της Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι αποκτούν μια ιδιαίτερη θέση στο δημόσιο λόγο της πόλης, διαμορφώνοντας και επαναπροσδιορίζοντας την ταυτότητα και την πολιτισμική της μνήμη. Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, τα γλυπτά ενδύονται με ποικίλες και συχνά αντικρουόμενες μεταξύ τους σημασίες (άλλοτε παρουσιάζονται ως «εξόριστες Καρυάτιδες» ή ακόμη και ως «τα Ελγίνεια της Θεσσαλονίκης» – σημαντικές αρχαιότητες που δύνανται να συνδέσουν συμβολικά την πόλη με το ένδοξο κλασικό παρελθόν της Ελλάδας και την εμβληματική μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και άλλοτε πάλι, φέρονται να εκφράζουν το πολυεθνοτικό παρελθόν της οθωμανικής Θεσσαλονίκης». Αυτά ανέφεραν η Στυλιάνα Γκαλινίκη (Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη Τμήματος Συλλογών Λίθινων, Τοιχογραφιών και Ψηφιδωτών, ΑΜΘ) και η Εσθήρ Σολομών (Επίκουρη Καθηγήτρια Μουσειολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) στην εισήγησή τους με τίτλο «Συγκροτώντας την ταυτότητα της Θεσσαλονίκης μέσω του δημόσιου λόγου (1985-2018): πολιτισμικές αναλύσεις γύρω από την ”επανακάλυψη” ενός ξεχασμένου μνημείου».