Το βιογραφικό σημείωμα του Άγγελου Δεληβορριά ήταν πάντα λιτό. Αναφέρεται στις λαμπρές του σπουδές στην Ελλάδα, στη Γερμανία, στην Αγγλία, στα ερευνητικά προγράμματα που εκπόνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες, στις εκθέσεις που πρόβαλαν την Ελλάδα στο εξωτερικό, στην πολύχρονη διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη, στη διδασκαλία του στο πανεπιστήμιο (ο ίδιος μνημονεύει πάντα τους δικούς του δασκάλους), στις ανακοινώσεις του και στα δημοσιεύματά του, στις τιμητικές διακρίσεις που έτυχε στη διάρκεια της καριέρας του από Έλληνες και ξένους αποδέκτες του έργου του. Έγραφα, όταν η Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών εξέλεξε ως τακτικό μέλος της τον Άγγελο Δεληβορριά στις 9 Ιουνίου 2016.
Η αληθινή βιογραφία του, ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να διατυπωθεί, γιατί πάντα θα υπάρχουν πτυχές στον άνθρωπο και τον επιστήμονα Άγγελο Δεληβορριά που θα ανακαλύπτουμε, στις οποίες θα επιστρέφουμε και θα αποτελούν σηματωρούς στη ζωή και το έργο μας. Το κεντρικό κτήριο του Μουσείου, το κτήριο της οδού Πειραιώς, το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης, η Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, η Οικία Δέλτα, το Εργαστήριο Γιάννη Παππά, το Μουσείο Παιχνιδιών, ο «Μέντης. Κέντρο διατήρησης παραδοσιακών τεχνικών κλωστοϋφαντουργίας», το Σπίτι του Patrick και της Joan Leigh Fermor αποκαλύπτουν την προσφορά του· το εύρος και το βάθος των γνώσεών του που εκτείνονται από την αρχαιότητα έως τα νεότερα χρόνια· και όλα μαζί, καθώς και πολλά από τα αποκτήματα των Μουσείων καταδεικνύουν την εμπιστοσύνη και την αγάπη χορηγών και κοινού στο πρόσωπο του Διευθυντή.
Η λέξη «διευθυντής» στην περίπτωση του Άγγελου Δεληβορριά είναι πολύ περιοριστική, γιατί ο ίδιος υπήρξε μάνατζερ, δημιουργός πόρων, επιστημονικός υπεύθυνος και εκείνος που χρειάστηκε να δαπανήσει ώρες και ώρες στις δυσκίνητες διοικητικές υπηρεσίες του ελληνικού κράτους, χωρίς ποτέ, ούτε στο ελάχιστο, να δελεαστεί από τις εκάστοτε προτάσεις μιας εξουσίας που θα την κολάκευε να τον θεωρεί δικό της. Kαι ακριβώς όλες αυτές οι ιδιότητες και ικανότητές του πλούτισαν την Ελλάδα – κι όχι μόνον.
Το βιογραφικό του δεν αναφέρει την αφοσίωση στους φίλους του, την παρουσία του στις προσωπικές τους στιγμές, τη συμπαράστασή του σε ανθρώπους που γνώρισε από τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του και που θα έβρισκε πάντα τον χρόνο να ενθαρρύνει την όποια τους προσπάθεια, με λόγια και με έργα. Ούτε την επιβράβευση στα βουρκωμένα του μάτια για το μικρό, σε σύγκριση με το δικό του μεγάλο έργο, που οι φίλοι του και συνεργάτες του επετύγχαναν. Ούτε την προσήλωση στην οικογένειά του, στη Μαρία, σύντροφό του περισσότερο από πενήντα χρόνια, στα δυο του παιδιά και τα εγγονάκια του.
Στο βιογραφικό του υπονοείται η σκληρή εργασία, αλλά ποτέ δεν ανεφέρεται ρητά. «Κατά κάποιο παράδοξο τρόπο, αν και απελευθερώθηκα από τα βάρη του Μουσείου Μπενάκη, φορτώθηκα με όσα άλλα» (μου έγραφε στις 25 Ιουλίου 2016). Και είναι με αυτά τα «βάρη» που μας διδάσκει –όπως κάθε σωστός δάσκαλος με τα έργα και όχι με τα λόγια– ότι σημασία έχει να ευοδώνονται οι προθέσεις· να επισφραγίζονται με πράξεις. Και οι πράξεις του Άγγελου Δεληβορριά, ώστε τίποτα να μην μείνει ημιτελές, είχαν τεράστιο μόχθο και κόστος.
Αναγνώριση αυτού του πολύμοχθου έργου αποτελούσε και η πρόσκληση από την Ακαδημία Αθηνών: «Δημόσια Συνεδρία, Τρίτη 24 Απριλίου. Υποδοχή του Ακαδημαϊκού κ. Άγγελου Δεληβορριά, Ομότιμου Καθηγητού Ιστορίας της Τέχνης του Πενεπιστημίου Αθηνών. Προσφώνηση από τον Πρόεδρο της Ακαδημίας κ. Αντώνιο Ν. Κουνάδη. Παρουσίαση από τον Γενικό Γραμματέα κ. Βασίλειο Χ. Πετράκο. Ομιλία του κ. Άγγελου Δεληβορριά Η ανθρώπινη μορφή στην αρχαία ελληνική τέχνη». Ακριβώς αυτή την ημέρα με όλες τις μυρουδιές του Απρίλη, αυτές που αγαπούσε, όπως τις τραγούδησε ο Διονύσιος Σολωμός, του ορίστηκε να πραγματοποιήσει την ομιλία του κάπου αλλού και σε μας να υπομείνουμε την απώλειά του.
«Υπομονή, αντοχή και ρωμέικο πείσμα»· έτσι όριζε τις αρετές που οφείλουν να διακρίνουν τον Διευθυντή ενός Μουσείου, όταν ο ίδιος αποχωρούσε από τη Διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη (2014). Ποτέ δεν πρόδωσε αυτές του τις αρχές. Αν λύγισε την ημέρα της επίσημης υποδοχής του στην Ακαδημία Αθηνών, είναι γιατί στον τόπο μας ένιωθε να προδίδονται οι αρχές εκείνες που με το ανθρώπινο, το αρχαιολογικό και το μουσειολογικό του έργο ανέδειξε ως άξονα της «ελληνομανίας» του που ποτέ δεν την απομόνωνε από τη γενικότερη ιστορία του ανθρώπου.
Επέμενε –με τα δικά του λόγια– στη «διάρκεια και την αντοχή, τη συνοχή και τη συνέχεια, τη φαντασία και την εκφραστική δύναμη ως βασικά συστατικά της ελληνικής συμμετοχής στο ιστορικό γίγνεσθαι της ανθρωπότητας». Αυτά τα «συστατικά» και αυτή η «ελληνική συμμετοχή» τού ήταν δυσδιάκριτα τον τελευταίο καιρό· κι αυτό η δική του ευαισθησία δεν γινόταν να το προσπεράσει. Προς παραμυθία του ανοίχτηκαν για εκείνον –με όλους τους συμβολισμούς της συγκεκριμένης συγκυρίας– οι πύλες των πραγματικά Αθανάτων. Κι εάν επιθυμούμε να αρθρώσουμε έναν λόγο παρηγορίας είναι με πλήρη ευσυνειδησία και υπευθυνότητα να μην προδώσουμε τις αρχές εκείνες που τίμησε με τη ζωή και το έργο του.
Δρ Γεωργία Κακούρου Χρόνη