Με την έκθεση «Ραιδεστός-Θεσσαλονίκη. Αρχαιότητες σε ένα ταξίδι προσφυγιάς», την οποία εγκαινίασε η υπουργός Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου, άνοιξε το βράδυ του Σαββάτου τις πύλες του στο κοινό το Αρχαιολογικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης.
Περιγράφοντας το νέο μουσείο, το οποίο ολοκληρώθηκε πέρυσι, η κυρία Κονιόρδου έκανε λόγο για έναν «πυρήνα πολιτισμού γι’ αυτή την περιοχή, που μπορεί ν’ αναπτύξει όχι μόνο την παρουσίαση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αλλά να αποτελέσει έναν πόλο πολιτισμού και για τον σύγχρονο πολιτισμό, με δραστηριότητες παράλληλες μέσα στο μουσείο, κάτι που συμβαίνει και σε πρωτοβουλίες άλλων περιοχών».
Χαρακτήρισε σπουδαία τη συλλογή με την οποία το μουσείο ανοίγει τις πόρτες του και σημείωσε πως η προσφορά της εν λόγω έκθεσης από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, όπου παρουσιάστηκε από τον Ιανουάριο του 2016 ως τον Μάιο του 2017, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης αποτελεί «πρότυπο συνεργασίας και συνέργειας ανάμεσα σε δύο φορείς, ώστε να δημιουργηθεί ένα ξεχωριστό αποτέλεσμα… Ένα αποτέλεσμα πλήρως ενταγμένο στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα, καθώς και στην ιστορική πραγματικότητα της ευρύτερης περιοχής», ευχόμενη «αυτό το παράδειγμα να συνεχιστεί και να αποτελέσει τρόπο συνεργασίας ανάμεσα στα μουσεία της χώρας».
«Μέσα από τη συγκεκριμένη συλλογή και την πλαισίωση δημιουργείται μια καταγραφή των Ελλήνων που ζούσαν κάποτε στην Ανατολική Θράκη. Ο θεατής, μέσα από την έκθεση, έρχεται σε επαφή ταυτόχρονα με το αρχαιολογικό παρελθόν της περιοχής, την εξέλιξη της γλυπτικής τέχνης και τη συμβολή της στη δημιουργία της κοινωνικής και εθνικής ταυτότητας. Παράλληλα, παρακολουθεί την πορεία των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα, τις δυσκολίες που συνάντησαν, τους όρους με τους οποίους ενσωματώθηκαν στον νέο αυτό τόπο. Είναι ιδιαίτερη η συγκίνηση όταν σκέφτεται κανείς ότι αυτοί οι άνθρωποι, που το κύριο μέλημά τους ήταν η επιβίωση, πήραν μαζί τους αυτά τα βαριά μαρμάρινα γλυπτά –σαν αρχαία εικονίσματα– και τα έφεραν σαν μέρος της μνήμης τους, αλλά και σαν μέρος της ρίζας που θα δημιουργούσαν στο νέο τόπο. Διαφορετικές στρώσεις ιστορίας συνυπάρχουν και συνομιλούν ώστε να αναδείξουν το δύσκολο αυτό ταξίδι, την ιστορία μας», σημείωσε χαρακτηριστικά η κυρία Κονιόρδου.
Νωρίτερα η υπουργός Πολιτισμού, στο περιθώριο της επίσκεψής της στην Αλεξανδρούπολη, αναφέρθηκε και στην πρόοδο των εργασιών αποκατάστασης του Τεμένους Βαγιαζήτ στο Διδυμότειχο. «Είμαστε πολύ ευτυχείς γιατί μέσα στην ατυχία, αυτή την απίστευτη καταστροφή που υπέστη αυτό το μοναδικό μνημείο, υπάρχει μια πλήρης καταγραφή και αποτύπωση της οροφής του Βαγιαζήτ. Η πρόθεση λοιπόν είναι να υπάρξει διεθνής διαγωνισμός βάσει του οποίου θα μπορέσουν να γίνουν μελέτες και μετά εργασίες για (σ.σ. να αποκατασταθεί) αυτή η οροφή. Συνεργαζόμαστε με τις υπηρεσίες και με την εδώ Εφορεία Αρχαιοτήτων, για να βρούμε την καλύτερη λύση γι’ αυτό. Ήδη έχει απομακρυνθεί το κατεστραμμένο στέγαστρο. Νομίζω ότι δράσαμε πάρα πολύ γρήγορα σαν υπουργείο για να μπορέσουμε τάχιστα να βάλουμε τις εργασίες αποκατάστασης σε μια σειρά. Η πολιτική μας, όπως είναι και η πολιτική της κυβέρνησης, είναι η δίκαιη κατανομή των πόρων σε όλη την επικράτεια. Προσπαθούμε να καταγράψουμε οτιδήποτε είναι σημαντικό, έτσι ώστε να μπορέσουμε να το ενισχύσουμε, είτε αυτό είναι σε μικρή, είτε σε μεγαλύτερη κλίμακα», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού.
Από την πλευρά της η διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Αλεξανδρούπολης, Δόμνα Τερζοπούλου, ευχαρίστησε στην ομιλία της όλους όσοι συνεργάστηκαν και συνέβαλαν στην υλοποίηση της συγκεκριμένης έκθεσης, κάνοντας ειδική μνεία στον δήμαρχο Αλεξανδρούπολης, Βαγγέλη Λαμπάκη, την ΠΑΜΘ, τη Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, Ευαγγελία Στεφανή. «Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης το οποίο προετοίμασε την έκθεση και την παρουσίασε για πρώτη φορά το 2016, στη συνέχεια την προσέφερε στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Έβρου, κάνοντας μια υπέρβαση ασυνήθιστη για τα δεδομένα της αρχαιολογικής υπηρεσίας», τόνισε η κυρία Τερζοπούλου, συμπληρώνοντας πως γνωρίζει πολύ καλά «πόσο δύσκολο είναι να παρουσιαστούν τα μνημεία της Αρχαίας Θράκης και παράλληλα να σχολιαστεί μια ταραγμένη εποχή, κατά τη διάρκεια της οποίας η ιστορία αποφάσισε πως η πολυεθνική, πολυθρησκευτική Οθωμανική Αυτοκρατορία, έπρεπε πλέον να παραχωρήσει τη θέση της στα εθνικά κράτη».
Σημειώνεται πως κέντρο της εκθεσιακής αφήγησης αποτελούν οι μαρμάρινες αρχαιότητες που συγκέντρωσε από το 1871 και μετά ο Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος στη Ραιδεστό, οι οποίες μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη από τους πρόσφυγες, μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης το 1922, και έκτοτε αποτελούν μέρος της «Συλλογής Ραιδεστού» του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Η έκθεση θα ανοίξει για το κοινό από την Τρίτη 27 Μαρτίου και θα λειτουργεί τις ημέρες Τρίτη-Πέμπτη από τις 10.00 έως τις 15.00 για τουλάχιστον ένα έτος, ενώ η είσοδος θα είναι ελεύθερη. Από τον Μάιο και στο εξής, κάθε Τετάρτη από τις 11.00 ως τις 12.00, θα υπάρχει η δυνατότητα να πραγματοποιείται, κατόπιν προηγούμενης τηλεφωνικής συνεννόησης, δωρεάν ξενάγηση στην περιοδική έκθεση από τις αρχαιολόγους της Εφορείας Αρχαιοτήτων Έβρου.