Ένα σημαντικό προσκυνηματικό μνημείο του Μικρασιάτικου Ελληνισμού, το ξακουστό «Αγίασμα» της Παναγιάς της Φανερωμένης, στο νότιο τμήμα της πόλης των Κυδωνιών, το γνωστό Αϊβαλί, ανακαινίστηκε από τον εκεί Δήμο αφού προηγουμένως ανασκάφηκε, φέρνοντας στο φως άγνωστα στοιχεία για την ιστορία της αμιγώς ρωμαίικης αυτής πόλης, μέχρι την καταστροφή του 1922. Και περνάει δυστυχώς απαρατήρητο το ότι το μνημείο αυτό εγκαινιάζεται επίσημα το ερχόμενο Σαββάτο 24 Μαρτίου από τη δημοτική αρχή, που το μετέτρεψε, από μνημείο μισαλλοδοξίας σε μνημείο προσβάσιμο σε επισκέπτες, απόδειξη της ιστορίας της πόλης αυτής.
Το Αγίασμα της Φανερωμένης στο νότιο τμήμα της πόλης, πολύ κοντά στην ιστορική εκκλησία της Παναγίας των Ορφανών (σημερινό Χαϊρεντίν πασά τζαμί), από τη Μικρασιατική Καταστροφή λειτούργησε αρχικά ως αποθήκη και στη συνέχεια ως ελαιοτριβείο λόγω της ύπαρξης στο εσωτερικό του πηγών με νερό, εξ ου και «Αγίασμα». Στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000, η ιδιοκτησία του πέρασε στο υπουργείο Πολιτισμού της Τουρκίας και με πρωτοβουλία του τότε δημάρχου της πόλης, Χασάν Μπουλέντ Τουρκοζέν, πέρασε στο δήμο προκειμένου να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο προσπάθειας ανάπλασης του ιστορικού κέντρου της πόλης και διατήρησης της ιστορικότητάς του.
Έτσι ξεκίνησαν και οι ανασκαφές, που κατέβηκαν κάτω από το δάπεδο του μνημείου και έφεραν στο φως προηγούμενες χρήσεις και συγκεκριμένα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, πριν από την ανέγερσή του στη σημερινή μορφή, και σίγουρα μετά το 1852, οπότε βρέθηκε το εικόνισμα που παρουσιαζόταν στο χώρο. Κατά τις ανασκαφές που έφτασαν σε δύο φλέβες νερού, βρέθηκε η δεξαμενή του Αγιάσματος με ανάγλυφες εικόνες αγγέλων και άλλα χριστιανικά σύμβολα, καθώς και μέρος του παλιότερου, μικρότερου αγιάσματος που είχε χρισθεί το 1867.
Το μνημείο του Αγιάσματος στο Αϊβαλί δεν είναι ναός. Πρόκειται για μια όμορφη κατασκευή από τη γνωστή κόκκινη πέτρα της περιοχής, γνωστή και ως «σαρμουσακόπετρα», με το μπροστινό του τμήμα να στολίζει μια όμορφη κιονοστοιχία που καταλήγει σε ψευδοκορινθιακά κιονόκρανα και αέτωμα.
Χτίστηκε το 1890 (όπως αναγράφεται και στο επιστύλιο), διαδεχόμενο προηγούμενο κτίσμα του 1867. Πολύ κοντά στη σημερινή ακτογραμμή (περιοχή Αγγελή Γιαλός κατά τη ρωμαίικη ονοματολογία της περιοχής), ταυτίζεται με το σημείο συγκέντρωσης του ρωμαίικου στοιχείου κατά την εκκένωση της πόλης στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Όπως υποστηρίζεται, η ιδιαίτερη αυτή εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό στην αγκαλιά της, ο οποίος παίζει με ένα τόπι, πρέπει να έπεσε από κάποιον από τους αποχωρούντες Έλληνες. Να θυμίσουμε ότι το 1821 το Αϊβαλί εκκενώθηκε λόγω της ενεργούς συμμετοχής του στην Ελληνική Επανάσταση, καθώς και της ιδεολογικής στήριξης του αγώνα μέσα από την Ακαδημία Κυδωνιών που λειτουργούσε εκεί. Η Ακαδημία Κυδωνιών, ως γνωστόν, αποτέλεσε κέντρο του Ελληνικού Διαφωτισμού.
Μετά την επιστροφή των Κυδωνιατών στο Αϊβαλί, το 1832, και το ξαναχτίσιμο της πόλης, το 1852, βρέθηκε, «φανερώθηκε», το εικόνισμα με θαυματουργικό τρόπο κατά την παράδοση, και το γεγονός αποτέλεσε αφορμή εμψύχωσης των Ρωμιών κατοίκων, που οδήγησε στην ανάπτυξη της πόλης και το οικονομικό θαύμα που συντελέστηκε ιδιαίτερα στο τέλος του 19ου αιώνα. Δείγματα του οικονομικού αυτού θαύματος είναι ορατά και σήμερα στους επισκέπτες του Αϊβαλιού.
Το 1922 οι Μικρασιάτες πρόσφυγες μετέφεραν τη λατρεία της Φανερωμένης στη Μυτιλήνη, συνεχίζοντας να πραγματοποιούν πανηγύρι όπως και στο Αϊβαλί, στις 28 Ιουνίου. Αντίγραφο της εικόνας υπάρχει στην κατοχή των απογόνων του αείμνηστου Αϊβαλιώτη καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, Γιάννη Φουντούλη. Ο τελευταίος έχει εκδώσει μέσω των εκδόσεων της Μητρόπολης Μυτιλήνης και μια μικρή μονογραφία αφιερωμένη στο μνημείο, με τίτλο Η Παναγία η Φανερωμένη των Κυδωνιών.
Σε αξιόπιστες πηγές, μαρτυρίες από πρόσφυγες, αναφερόταν ότι η εικόνα της Φανερωμένης των Κυδωνιών μεταφέρθηκε στη Μυτιλήνη το 1922, για να μετακινηθεί στη συνέχεια, και συγκεκριμένα στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, στην Αττική.