Εντυπωσιακά είναι τα αποτελέσματα των ανασκαφών, στη θέση «Βρυόκαστρο» στην Κύθνο, όπου βρισκόταν η αρχαία πόλη της ομώνυμης νήσου των Κυκλάδων, η οποία κατοικήθηκε από τον 10o αι. π.Χ. έως και τον 6o-7o αι. μ.Χ.
Τα ευρήματα στα δύο οικοδομήματα που ερευνώνται τα τελευταία χρόνια στην περιοχή –μια πανέμορφη τοποθεσία πάνω σε έναν λόφο με θέα στο Αιγαίο– οδηγούν τους ανασκαφείς στην ισχυρή υπόθεση ότι υπήρχαν δύο ιερά του Ασκληπιού και της Αφροδίτης, που πιθανόν συστεγάζονταν: Πήλινα ειδώλια γυναικείων και παιδικών μορφών και πολλά μαρμάρινα τμήματα, όπως κεφαλές κοριτσιών, κορμοί αγοριών, κεφαλές γενειοφόρου Ασκληπιού, ένας ενεπίγραφος κιονίσκος του 2ου αι. μ.Χ. με το αφιέρωμα μιας γυναίκας στον θεό της ίασης (ΚΑΛΛΙΣΤΩ ΑΣΚΛΗΠΙΩ ΕΥΧΗΝ), ένα όμορφο αγαλμάτιο ημίγυμνης Αφροδίτης και μια ελληνιστική ενεπίγραφη αναθηματική στήλη προς την «Αφροδίτη Συρία» ([Αφρο]δίτηι Συρί[α]ι), είναι μερικά από τα ευρήματα που, σε συνδυασμό με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, ενισχύουν τα παραπάνω.
«Φαίνεται ότι είναι μια περιοχή με αρκετές λατρείες, καθώς παλαιότερα είχε βρεθεί μια επιγραφή “Σαμοθρακίων Θεών”, ενώ υπάρχει και μια επιγραφική αναφορά στον Άμμωνα Δία. Όμως, πιο σημαντική είναι η λατρεία του Ασκληπιού και της Αφροδίτης» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν, καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, υπό τη διεύθυνση του οποίου διεξάγονται οι ανασκαφές στην περιοχή των δυο αρχαίων οικοδομημάτων, που αναφέρονται ως Κτίριο 1 και Κτίριο 2.
«Προς το παρόν δεν είναι πολύ εύκολο να πούμε ποια θεότητα σχετίζεται με ποιο οικοδόμημα, το βέβαιο πάντως είναι ότι το Κτίριο 1 συνδέεται με τον Ασκληπιό. Κι αυτό για πολλούς και διάφορους λόγους: Ένα μαρμάρινο κεφαλάκι γενειοφόρου Ασκληπιού βρέθηκε μέσα στο κτίριο, που γειτνιάζει με μια δεξαμενή – το νερό παίζει πάντα σημαντικό ρόλο στη λατρεία του Ασκληπιού. Επίσης, αποκαλύφθηκαν αναθήματα που πέταξαν μέσα στη δεξαμενή, ίσως όταν στέρεψε κάποια στιγμή στην Ύστερη Αρχαιότητα, όπως το αφιέρωμα της Καλλιστώς. Τέλος, υπάρχει ένα δωμάτιο το οποίο θα μπορούσε να είναι για εγκοίμηση ή για δείπνα, πάντως είναι ένας τελετουργικός χώρος με βοτσαλωτό δάπεδο και θέση για ανάκλιντρα. Όλα αυτά μας επιτρέπουν να συνδέσουμε αυτό το κτίριο με τον Ασκληπιό, το οποίο όμως μπορεί να μην ήταν περιορισμένο μόνο για τη λατρεία του» σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Και τι γνωρίζουμε για τη χρονολόγηση και τη διάρκεια χρήσης των δυο κτιρίων που ανασκάπτονται; «Δεν έχει αποσαφηνιστεί με απόλυτη βεβαιότητα η χρονολόγηση του Κτιρίου 1, επειδή πρέπει να μελετηθεί πιο προσεκτικά η κεραμική που βρέθηκε στις επιχώσεις, στα γεμίσματα των θεμελίων. Μπορούμε πάντως να το χρονολογήσουμε ήδη από τα κλασικά χρόνια, με χρήση που συνεχίζει ως και τα ρωμαϊκά, ως τον 2 αι. μ.Χ. σίγουρα. Όμως, στα θεμέλια έχουμε κεραμική του 8ου αι. π.Χ., καθώς και αρχαϊκή, που σημαίνει ότι ήταν ένας χώρος λατρείας ήδη από τα γεωμετρικά χρόνια, γεγονός πολύ σημαντικό γιατί μας δείχνει ότι ήδη από τον αιώνα αυτόν είχαν οριοθετήσει τους ιερούς χώρους της πόλης, η οποία είχε αρχίσει να οργανώνεται και πολεοδομικά» επισημαίνει ο ανασκαφέας.
Το Κτίριο 2 κατασκευάστηκε τους ελληνιστικούς χρόνους, η χρήση του ωστόσο μένει να εξακριβωθεί. «Το συγκεκριμένο κτίριο δεν είχε καθόλου διατηρημένο δάπεδο, συνεπώς δεν έχουμε ευρήματα από τη φάση χρήσης του. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να μιλήσουμε εύκολα για τη λειτουργία του. Επίσης δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα για το πώς ήταν αρχιτεκτονικά η μορφή του. Το σίγουρο πάντως είναι ότι είχε τέσσερα τετράγωνα δωμάτια, που άνοιγαν σε έναν μακρόστενο διάδρομο, άρα μπορεί να συνδέονταν κι αυτά με το Ασκληπιείο, για παράδειγμα μπορεί να ήταν εγκοιμητήρια» πληροφορεί το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Τα δυο κτίρια βρίσκονται στην Άνω Πόλη, σε ένα πλάτωμα εν μέρει τεχνητό, σε ύψος περίπου 120 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, το οποίο δημιουργήθηκε στα ελληνιστικά χρόνια. «Είναι μια μνημειοποίηση της Άνω Πόλης για τα ιερά της, ανάμεσα στα οποία υπήρχαν και ελεύθεροι χώροι. Ο ένας από αυτούς πιστεύουμε ότι μπορεί να λειτουργούσε ως αγορά στην Ελληνιστική εποχή, ενώ πιο χαμηλά στην πλαγιά έχει βρεθεί ένα υστεροκλασικό-ελληνιστικό κτίριο, το οποίο έχουμε ταυτίσει με το πιθανό Πρυτανείο της πόλης» εξηγεί ο κ. Μαζαράκης Αινιάν, που με την ομάδα του, στο ίδιο πλάτωμα, λίγο πιο βόρεια από το Ασκληπιείο και Αφροδίσιο, έκαναν το 2002 μια συναρπαστική ανακάλυψη: Βρήκαν τον δίδυμο ναό του Απόλλωνα και της Άρτεμης με ένα ασύλητο άδυτο γεμάτο πολύτιμα αφιερώματα, μεταξύ των οποίων 100 χρυσά και περίπου 150 ασημένια κοσμήματα. «Ίσως η μεγαλύτερη συγκέντρωση από χρυσά και ασημένια που έχουμε σε ιερό του Αιγαίου», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, συμπληρώνοντας ότι τα συγκεκριμένα ευρήματα, μαζί με τα υπόλοιπα ευρήματα του αδύτου του ναού, θα αποτελέσουν τον κορμό του νέου αρχαιολογικού μουσείου στη Χώρα της Κύθνου. «Θα είναι ένα Μουσείο Κοσμηματοποιίας», λέει με έμφαση για το ενταγμένο σε έργο ΕΣΠΑ που βρίσκεται στο δεύτερο χρόνο της κατασκευής του και υλοποιείται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.
Ο ίδιος ενημερώνει επίσης ότι, αν και η έκταση της αρχαίας πόλης ήταν περίπου 280 στρέμματα, οι ανασκαφές έχουν περιοριστεί σε μια μικρή απαλλοτριωμένη περιοχή στην Άνω Πόλη.
«Όλη η υπόλοιπη περιοχή είναι μη απαλλοτριωμένη και επομένως δεν μπορούμε να την ερευνήσουμε», τονίζει, προσθέτοντας ότι «για την ανασκαφή στα δυο κτίρια, που βρίσκονται σε ιδιόκτητη έκταση, βγήκε ειδική άδεια του ΥΠΠΟ, κατόπιν γνωμοδότησης του ΚΑΣ, μετά από πολλούς κόπους και προσπάθειες δεκαετιών. Αν δεν υπάρχει η βούληση του ιδιοκτήτη, το ΥΠΠΟ δεν προχωρά μόνο του σε απαλλοτριώσεις, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Έως πρόσφατα το υπουργείο δεν είχε θεωρήσει ότι πρόκειται για εξαιρετική περίπτωση και δεν προχώρησε σε απαλλοτρίωση. Ίσως τώρα κάτι να γίνει» συνεχίζει ο ομιλητής του ΑΠΕ-ΜΠΕ, που περιγράφει το όνειρό του:
«Τα δύο μνημεία, που είναι εμφανή και σώζονται σε ύψος 3 μ., μπορούν να συνδεθούν με την απαλλοτριωμένη ζώνη στην οποία βρίσκεται το επίσης καλοδιατηρημένο ιερό του Απόλλωνα και της Άρτεμης και να γίνει ένας ωραίος αρχαιολογικός χώρος. Παράλληλα και στο λιμάνι υπάρχουν βυθισμένες αρχαιότητες, που ερευνήσαμε με τη συνεργασία της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων μεταξύ 2005 και 2011, οι οποίες θα μπορούσαν κι αυτές να γίνουν ένα επισκέψιμο ενάλιο αρχαιολογικό πάρκο. Όλο αυτό, θα μπορούσε συνδυαστικά να οδηγήσει στη δημιουργία ενός ενδιαφέροντος επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου, με κατατοπιστικές πινακίδες, κάτι που θα έλεγα ότι καθίσταται σήμερα επιτακτικό ως ανάγκη διότι δημιουργείται και το Μουσείο στη Χώρα με ευρήματα κυρίως από το Βρυόκαστρο, την αρχαία πόλη, την οποία θα πρέπει κι αυτή ο επισκέπτης να μπορεί να τη συνδυάσει με μια επίσκεψη.
Και οι επόμενες έρευνες; «Το επόμενο καλοκαίρι θα ολοκληρώσουμε την έρευνα στη δεξαμενή, και τα τρία επόμενα χρόνια, δηλαδή 2018-2020, θα μετακινηθούμε στο μικρό νησάκι κάτω στο λιμάνι, το Βρυοκαστράκι. Το νησί αυτό ήταν την Κλασική περίοδο συνδεδεμένο με την ακτή, καθώς η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει από τότε κατά περίπου 2,5-3 μ., οπότε αποτελούσε έναν κλειστό λιμένα. Η βραχονησίδα αυτή παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί εκεί φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι και ευελπιστούμε ότι θα εντοπίσουμε τις πρωιμότερες ενδείξεις κατοίκησης της αρχαίας πόλης. Επίσης, φαίνεται ότι εκεί συρρικνώθηκε σταδιακά η πόλη στα υστερορωμαϊκά χρόνια, λίγο πριν εγκαταλειφθεί. Έχουμε, δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο τα δύο άκρα, τη γέννηση της πόλης από τη μία και την παρακμή και εγκατάλειψή της από την άλλη. Οπότε προετοιμαζόμαστε γι’ αυτή την τριετή έρευνα» καταλήγει.
Η ανασκαφή της Κύθνου πραγματοποιείται από τον Τομέα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. Εκτός των παραπάνω φορέων, τις έρευνες στηρίζουν οικονομικά και η ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, ο Δήμος Κύθνου και, κυρίως, ο χορηγός, Αθανάσιος Μαρτίνος.