Στη συνεδρίαση της Τρίτης 23 Ιανουαρίου 2018, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) συζήτησε το θέμα της ανάδειξης του κρηναίου οικοδομήματος που αποκαλύφθηκε στη βόρεια είσοδο του σταθμού Αγίας Σοφίας, στο πλαίσιο των εργασιών για την κατασκευή του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης.
Με αφορμή τη συζήτηση, που θα συνεχιστεί τελικά την επόμενη Τρίτη, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων δημοσιοποίησε σχετική επιστολή που είχε αποστείλει στα μέλη του ΚΑΣ.
Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής:
«Με την ολοκλήρωση της ανασκαφής του κρηναίου οικοδομήματος που είχε έλθει στο φως κατά τις εργασίες του μετρό Θεσσαλονίκης στο ανατολικό τμήμα της βόρειας εισόδου του σταθμού Αγίας Σοφίας, σ’ επαφή με τη βόρεια οικοδομική γραμμή του Decumanus Maximus (σημερινή Εγνατία οδός) και στα ανατολικά της στοάς της μαρμαρόστρωτης σιγμοειδούς πλατείας, διαπιστώθηκε ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σημαντικό μνημείο, που ανήκει στον τύπο του νυμφαίου.
»Το μνημειακό αυτό νυμφαίο, με δύο ορόφους, δέσποζε σε κομβικό σημείο της πόλης, δυτικά από το σταυροδρόμι που σχημάτιζαν ο επιβλητικός Decumanus Maximus της πόλης με τον Cardo. Στολισμένο με κόγχες που φιλοξενούσαν αγάλματα, όπως και άλλα σημαντικά νυμφαία της Κωνσταντινούπολης και της Αντιόχειας, φαίνεται ότι ήταν η κύρια κρήνη όπου ξεδίψαγε η πόλη και τα πλήθη των περαστικών στην καρδιά του θρησκευτικού-διοικητικού κέντρου της κοσμοπολίτικης μεγαλούπολης της Θεσσαλονίκης, συμβασιλεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
»Στο διώροφο μνημείο, διαστάσεων 15,45×1,80 μ. και ύψους 2,84 μ., διακρίνονται αλλεπάλληλες κατασκευαστικές φάσεις από τον 4ο έως τον 7ο αι. μ.Χ. Το οικοδόμημα αρχικά είχε ευθύγραμμη πρόσοψη. Αργότερα, όμως, αποκτά πολυπλοκότερη μορφή με κάτοψη σε σχήμα Π και ορθοστάτες αποτελούμενους από εντυπωσιακά ανάγλυφα φατνώματα. Εννέα ημικυκλικές κόγχες διαμορφώνονται στο χαμηλότερο τμήμα του, ενώ ψηλότερα στον όροφο εναλλάσσονται ορθογώνιες, ημικυκλικές και ελλειψοειδείς κόγχες. Από τα δύο σκέλη του Π παραμένει για τεχνικούς λόγους άσκαφο το ανατολικό.
»Σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση του Μαΐου 2017, ύστερα από σχετική γνωμοδότηση του ΚΑΣ, είχε αποφασιστεί η διατήρηση της σιγμοειδούς πλατείας και η ανάδειξή της μαζί με τα καλά σωζόμενα οικοδομικά κατάλοιπα των εργαστηρίων των Μέσων Βυζαντινών χρόνων, στα δυτικά του κρηναίου οικοδομήματος. Για το κρηναίο οικοδόμημα, το οποίο είχε αποκαλυφθεί μερικώς ως προς το ύψος εγκλωβισμένο μέσα σε μεταγενέστερες βυζαντινές τοιχοποιίες, αποφασίστηκε η απόσπαση και επανατοποθέτησή του στην ίδια θέση.
»Η μεγάλη σημασία του μνημείου για την τοπογραφία της πόλης από τον 4ο έως τον 7ο αι., σύμφωνα με τα νέα ανασκαφικά δεδομένα, επιβάλλει την εξεύρεση κατάλληλης τεχνικής λύσης για τη διατήρηση του μνημείου κατά χώραν και όχι την επαναξέταση του θέματος “ολική ή μερική επανατοποθέτηση”, που κατά την αντίληψή μας θέτει εν αμφιβόλω ακόμη και τον όρο της παραπάνω Υ.Α. για απόσπαση και επανατοποθέτηση του συνόλου του μνημείου. Το παράδειγμα της διάσωσης του Ιστορικού Σταυροδρομιού στον σταθμό Βενιζέλου, ύστερα από τις κινητοποιήσεις του ΣΕΑ, του Δήμου Θεσσαλονίκης και μιας σειράς φορέων, στο πλάι των αρχαιολόγων, έχει δείξει με τον καλύτερο τρόπο ότι πάντοτε υπάρχουν δόκιμες τεχνικές λύσεις για τη σωτηρία των μνημείων, χωρίς να παρεμποδίζεται η καλή πορεία των έργων, ιδίως όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται γρήγορα, χωρίς καθυστερήσεις και πιέσεις.
»Για τους λόγους αυτούς ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων θεωρεί πως πρέπει να βρεθεί η καλύτερη τεχνική λύση, που δεν θα καταργεί τον σταθμό, θα είναι ασφαλής για το επιβατικό κοινό, αλλά θα αναδεικνύει και το μνημείο στη θέση του, χωρίς να ακρωτηριαστεί, η παρουσία του οποίου ως τοπόσημου της Θεσσαλονίκης θα είναι εν τέλει προς όφελος της πόλης.
»Θυμίζουμε για άλλη μια φορά ότι η χάραξη της συγκεκριμένης γραμμής του Μετρό έγινε παρά τις σαφείς προειδοποιήσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για τις ιδιαίτερα σημαντικές αρχαιότητες που θα βρεθούν στη διαδρομή του, για τις οποίες τονίζουμε ότι θα πρέπει να υπάρχει μια συνολική αντιμετώπιση με γνώμονα τη μελλοντική αξιοποίηση όλων των μνημείων που έχουν έλθει στο φως στην περιοχή. Η συνταγματική επιταγή για προστασία και ανάδειξή τους είναι αυτή που επιβάλλει τις αλλαγές στο τεχνικό έργο. Η συνταγματική επιταγή, την οποία καλείται να υπηρετήσει η Αρχαιολογική Υπηρεσία, δεν νοείται να αντιμετωπίζεται ως “καθυστέρηση” του έργου. Το αποτέλεσμα του παραδείγματος στον σταθμό Βενιζέλου έχει αποδείξει ότι οι αρχαιότητες δεν πρέπει να θεωρούνται εμπόδιο στην ανάπτυξη, αλλά προσδίδουν αξία, μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα στο περιβάλλον σημαντικών έργων όπως και στην περίπτωση του μετρό Θεσσαλονίκης».