Στη Θεσσαλονίκη των χρόνων μετά την πυρκαγιά του ‘17 οι δρόμοι ήταν έρημοι. Δεν τολμούσε κανείς να περπατήσει όταν σκοτείνιαζε. Κάθε φορά που έβρεχε, τα μισοκαμμένα κτίρια πλημμύριζαν. Σε αυτές τις συνθήκες ζούσαν οι άνθρωποι, όσοι δηλαδή κατάφεραν να ζήσουν, γιατί τα γηραιότερα μέλη των οικογενειών που έχασαν σπίτι και μαγαζί δεν άντεξαν τις συνθήκες προσωρινής στέγασης στα αντίσκηνα που είχαν γίνει κουρέλια, ούτε στα πρόχειρα επιδιορθωμένα μισοκαμμένα κτίρια και πέθαναν. Από τους 70.000 πυροπαθείς οι 20.000 έμειναν κυριολεκτικά στο δρόμο και ο εβραϊκός πληθυσμός δεν ήταν απλά το 50% των κατοίκων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περιοχές που κάηκαν ολοσχερώς ήταν περιοχές όπου έμεναν Εβραίοι σε ποσοστό 90%.
Με τα λόγια αυτά ο συγγραφέας Ευάγγελος Χεκίμογλου μίλησε για την πυρκαγιά, τον αναδασμό που ακολούθησε και τις καταστρεπτικές συνέπειες που είχε για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, σε εκδήλωση με θέμα «Μείναμε ξεσπιτωμένοι. Η πυρκαγιά του 1917 και οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης» που διοργάνωσε η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης και πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σάββατο στο κινηματοθέατρο «Αλέξανδρος», με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την πυρκαγιά.
«Η πυρκαγιά του ΄17 έμεινε στη μνήμη μας και χάραξε την ιστορία της πόλης όχι λόγω της πυρκαγιάς αυτής καθ αυτής, αλλά του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκε. Σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις οι ιδιοκτήτες αφήνονταν να ξαναχτίσουν τα σπίτια και τα μαγαζιά τους, είτε με τη βοήθεια ασφαλιστικών εταιρειών, είτε με τη βοήθεια του Θεού. Στη χειρότερη περίπτωση γίνονταν κάποιες διαπλατύνσεις των δρόμων ή ευθυγραμμίσεις. Ωστόσο αυτό που έγινε μετά το ‘17 ήταν εντελώς διαφορετικό. Έγινε πλήρης αναδασμός, οπότε χάθηκε η συνέχεια της ιδιοκτησίας με το συγκεκριμένο οικόπεδο, όπως και η δυνατότητα της άμεσης ανοικοδόμησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι να εφαρμοστούν τα πολυτελή σχέδια Εμπράρ πέρασαν, ανάλογα με την περιοχή, από τέσσερα έως επτά χρόνια. Δηλαδή κάποιος που έχασε στη φωτιά το μαγαζί και το σπίτι του έμεινε στο δρόμο» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Για τους λόγους για τους οποίους επλήγη ιδιαίτερα η εβραϊκή κοινότητα διευκρίνισε ότι δεν τίθεται θέμα προσχεδιασμού και εξήγησε ότι αυτό είχε να κάνει με την πορεία του ανέμου. «Πρώτα άρχισαν να καίγονται οι μουσουλμανικές συνοικίες, μεταξύ της σημερινής οδού Λαγκαδά και του Αγίου Δημητρίου. Στη συνέχεια άλλαξε η πορεία του ανέμου και η φωτιά άρχισε να κατεβαίνει προς τη θάλασσα. Ωστόσο αυτό που συνέβη ήταν χειρότερο του προσχεδιασμού, γιατί ελήφθησαν συνειδητές αποφάσεις με βάση τις οποίες η ισραηλιτική κοινότητα αποξενώθηκε από τις κοιτίδες πέντε αιώνων και αυτό έγινε με τον αναδασμό» σημείωσε ο κ. Χεκίμογλου.
Αναλυτικά εξήγησε ότι τριάντα συναγωγές είχαν γύρω τους πυκνό εβραϊκό πληθυσμό. Εκεί οι ιδιοκτήτες έχασαν τα οικόπεδά τους και αντί για τα οικόπεδα πήραν στο χέρι ένα χαρτί και αυτό το χαρτί, όσο περνούσε ο καιρός και πεινούσαν, το πούλησαν για να μπορέσουν να επιβιώσουν. «Στα σχετικά συμβόλαια βλέπουμε ότι μετά το θάνατο των γέρων, οι νέοι άρρενες που μπορούσαν να δουλέψουν μετανάστευσαν στο εξωτερικό και έμειναν εδώ τα γυναικόπαιδα. Εκείνα πούλησαν τα δικαιώματά τους, τα λεγόμενα κτηματόγραφα, για να μπορέσουν να ζήσουν λίγο χρονικό διάστημα» πρόσθεσε.
Στη συνέχεια σχεδιάστηκαν νέα οικόπεδα που βγήκαν σε πλειστηριασμούς. «Το θέμα είναι ότι οι παλιοί ιδιοκτήτες είχαν οικόπεδα πολύ μικρότερα από τα καινούρια και επιπλέον αυτά ανήκαν σε 3, 4, 5 ανθρώπους και οικογένειες. Συνεπώς για να αγοράσουν ένα νέο οικόπεδο έπρεπε να μαζευτούν 10, 12 οικογένειες και να βρουν λεφτά να το χτίσουν. Έτσι ήταν τελείως ουτοπικό αυτό το σχέδιο και ένα κομμάτι των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων του εβραϊκού πληθυσμού φτωχοποιήθηκε» ανέφερε.
Από την άλλη μεριά, οι εύποροι Εβραίοι συμμετείχαν σε δημοπρασίες και αγόρασαν έναν πολύ μεγάλο αριθμό των οικοπέδων τους. Σε γενικές γραμμές τα δύο τρίτα των εμπορικών ακινήτων ανακτήθηκαν. Στα νέα οικόπεδα έγιναν κτίρια για εμπορικά καταστήματα, γραφεία και εργαστήρια. Την ίδια στιγμή πολύς κόσμος που έμενε γύρω από την Αριστοτέλους, την αγορά Μοδιάνο, την Καρόλου Ντηλ -και ήταν πυκνοί εβραϊκοί πληθυσμοί- βρέθηκαν εκτός του κέντρου της πόλης. Τη στέγασή τους ανέλαβε η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης. Έτσι έγιναν εκτεταμένες συνοικίες στα περίχωρα της πόλης, όπου η γη ήταν φτηνή, σε χώρους πρώην συμμαχικών στρατοπέδων ή πρώην εργοστασίων. Ο μεγαλύτερος συνοικισμός ήταν ο 151 ο οποίος βρισκόταν νότια από το Παπάφειο Ορφανοτροφείο και βόρεια από την οδό Παπαναστασίου με άξονα τη σημερινή οδό Κλεάνθους. Επτά χιλιάδες άνθρωποι κατοικούσαν εκεί. Γνωστός ήταν ακόμη ο συνοικισμός Κάμπελ στη Βότση, ο δημοτικός συνοικισμός για τους Εβραίους πυροπαθείς που ονομαζόταν 6 στην οδό Μαρτίου και Δελφών και ο συνοικισμός με την ονομασία Ρεζί Βαρδάρ στη σημερινή Ξηροκρήνη. Ο τελευταίος ήταν ο φτωχότερος συνοικισμός. Εκεί κατοικούσαν 6.000 άνθρωποι, οι οποίοι μάλιστα στερούνταν των στοιχειωδών για την επιβίωση. «Τα παιδιά τους δεν πήγαν στο σχολείο. Όλοι ήταν αποκλεισμένοι. Είχε γίνει μια έρευνα στο παρελθόν με πρωταγωνίστριες κάποιες μεγάλες γυναίκες που σαν κορίτσια είχαν ζήσει εκεί και είχαν φύγει στο Ισραήλ πριν από το ολοκαύτωμα και έτσι επέζησαν. Από την έρευνα αυτή προέκυψε ότι δεν είχαν χρήματα να αγοράσουν ούτε πασατέμπο, ούτε να κατέβουν καν στο Βαρδάρη. Αυτή η απομόνωση τους κατέστησε ευκολότατα θύματα στο ολοκαύτωμα και οδηγήθηκαν κατά κοπάδια στα τρένα του θανάτου» πρόσθεσε ο κ. Χεκίμογλου.
Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την προβολή της ταινίας μικρού μήκους του Αλμπέρτο Σεβή «Η οδός Βενιζέλου καίγεται» ενώ ακούστηκαν τραγούδια για την πυρκαγιά και τη Θεσσαλονίκη από το συγκρότημα «Τα πάντα ρει».