Υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και με χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων από το 2011 διεξάγονται αρχαιολογικές έρευνες πεδίου στη θέση Βαθύ της Αστυπάλαιας.
Το Βαθύ είναι φυσικά προστατευμένη χερσόνησος, που ελέγχει την από θαλάσσης στενή πρόσβαση από το πέλαγος προς τον ομώνυμο κόλπο, εξασφαλίζοντας την πλήρη εποπτεία μιας ευρείας θαλάσσιας και χερσαίας περιοχής. Στην απόληξη της χερσονήσου, στο ακρωτήριο Ελληνικό, ιδρύθηκε κατά τη μετάβαση από την 4η στην 3η χιλετία π.Χ. ακρόπολη, της οποίας ογκολιθικοί περίβολοι και αναλημματικοί τοίχοι είναι σήμερα ορατοί. Στην ανώτερη επιφάνεια του ακρωτηρίου, στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., οικοδομήθηκε τετράγωνος πύργος με περιβάλλοντα βοηθητικά κτήρια, ωστόσο, επιγραφές του πρώιμου 6ου και λήγοντος 5ου αι. π.Χ. τεκμηριώνουν συνεχή ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή.
«Η Τελική Νεολιθική / Πρωτοκυκλαδική θέση στο Βαθύ Αστυπάλαιας: Oι βραχογραφίες και οι βρεφικοί εγχυτρισμοί» είναι ο τίτλος διάλεξης που θα δώσει ο Ανδρέας Βλαχόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, την Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017, και ώρα 19:00, στο κτήριο της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (Πανεπιστημίου 22, Αθήνα).
Όπως αναφέρει ο κ. Βλαχόπουλος σχετικά με το θέμα της ομιλίας του: «Στο πλαίσιο της εντατικής επιφανειακής έρευνας στη θέση και των στοχευμένων τομών της συστηματικής ανασκαφής μελετήθηκε μεγάλη ποσότητα διαγνωστικής κεραμικής του τέλους της 4ης / αρχών 3ης χιλιετίας π.Χ., λίθινα εργαλεία και σκεύη, μετάλλινα αντικείμενα και άλλα τέχνεργα. Ευρήματα, όπως δύο μαρμάρινα βιολόσχημα ειδώλια και μια λίθινη σφραγίδα της ΠΕΧ ΙΙ επαναπροσδιορίζουν τον γεωγραφικό ορίζοντα του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού, αποδεικνύοντας ότι η Αστυπάλαια αποτελούσε μέρος της επικράτειάς του. Σε αυτούς του πρώιμους ορίζοντες, που από τη μια επιδεικνύουν μία “νεολιθική” χροιά και από την άλλη καταδεικνύουν τις πρώιμες σχέσεις της Αστυπάλαιας με τις Κυκλάδες και τη Μικρασιατική ακτή, η συμβολή της κεραμικής είναι καταλυτική.
»Εννέα εγχυτρισμοί αρτιγενών βρεφών, προσεκτικά διευθετημένοι σε δύο Π-σχημες εξέδρες της ακτής, συνιστούν έναν σπάνιο ομοιογενή χρονολογικά ορίζοντα, με τα σχήματα της κεραμικής να χρονολογούνται στη μετάβαση από την Τελική Νεολιθική στη φάση Γρόττα-Πηλός των Κυκλαδικών συγχρονισμών. Η εναπόθεση λίθινων εργαλείων, κοσμημάτων, κοχυλιών, καρπών, σπόρων και μερίδων κρέατος γύρω από τους εγχυτρισμούς τεκμηριώνει τα αγαθά αυτά ως κτερίσματα και φωτίζει την εθιμική συμπεριφορά της κοινότητας στην τίμηση των βρεφών.
»Το πλέον σημαντικό εύρημα των ερευνών πεδίου στο Βαθύ υπήρξε η αναγνώριση και μελέτη μεγάλου αριθμού προϊστορικών βραχογραφιών σε ευρεία έκταση των βράχων του ακρωτηρίου, λατομευμένων και φυσικών. Διαπιστώθηκε ότι σε τρεις περιπτώσεις διαμορφωμένων ατραπών που κατέληγαν σε “πυλίδες-εισόδους” προς την ακρόπολη υπήρχαν μεγάλης κλίμακας βραχογραφίες πλοίων, εγχειριδίων και σπειρών, οι οποίες διακρίνονται ιδίως κατά την ανατολή του ήλιου. Περισσότερες βραχογραφίες (ανθρώπινων μορφών, τετραπόδων, αβάκων, πελέκεων, βελών, ανθρώπινων πελμάτων κ.λπ.) διαπιστώθηκαν και σε άλλα σημεία του ακρωτηρίου, όπως οι αναλημματικοί τοίχοι της ακτής, ο λίθινος περίβολος της ακρόπολης και ο ριζιμιός βράχος του ανώτερου επιπέδου του ακρωτηρίου.
»Οι βραχογραφίες της Αστυπάλαιας συνιστούν έναν πυκνό εικονογραφικό χάρτη επαναλαμβανόμενων και πολύσημων συμβόλων οπτικής και νοητικής πρόσληψης, που η σύγχρονη έρευνα οφείλει να αποκωδικοποιήσει. Η “ανάγνωση” των γλυφών στα βράχια του Βαθιού, με τη βοήθεια των πρωιμότερων βραχογραφιών της παράκτιας Μικράς Ασίας και κυρίως των Πρωτοχαλκών παραλλήλων τους στις Κυκλάδες, συμβάλλουν καίρια στο να κατανοήσουμε αυτή την παν-Αιγαιακή κοσμολογική “κοινή” των συμβόλων.
»Τα ευρήματα από το Βαθύ, οι συνάφειές τους και οι χρονολογικοί τους συσχετισμοί τεκμηριώνουν και επαληθεύουν την καίρια γεωγραφική θέση της Αστυπάλαιας ως νησιού-σταθμού και περάσματος-σκάλας από τις Κυκλάδες στα Δωδεκάνησα και τη Μικρασιατική ακτή. Η εγκατάσταση στο Βαθύ συνδυάζει στοιχεία Κυκλαδικά, Δωδεκανησιακά και Μικρασιατικά, χωρίς οι επαφές της Αστυπάλαιας να εξαντλούνται εκεί» καταλήγει ο κ. Βλαχόπουλος.
Η διάλεξη πραγματοποιείται στο πλαίσιο του Κυκλαδικού Σεμιναρίου της Αρχαιολογικής Εταιρείας που διοργανώνει η Μαρίζα Μαρθάρη.