Νέες εντυπωσιακές εισόδους στο μινωικό ανάκτορο της Ζωμίνθου στον Ψηλορείτη αποκάλυψε η φετινή ανασκαφή, που διεξήχθη επί έξι εβδομάδες (Ιούλιο-Αύγουστο) από την Επίτιμη Διευθύντρια Αρχαιοτήτων, δρα Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη. Νέα στοιχεία προέκυψαν και για την εσωτερική διαρρύθμιση του συγκροτήματος και την αρχιτεκτονική του (κλίμακες, πλούσιος διάκοσμος), ενώ πλήθος ήταν και τα ευρήματα από την έρευνα στο εσωτερικό του και στα δωμάτιά του, όπου μεταξύ άλλων εντοπίστηκε ένα ιδιαίτερα σπάνιο νόμισμα Μάρκου Αυρηλίου (161-180 μ.Χ.). Όλα τα στοιχεία υποδηλώνουν τη σπουδαιότητα αυτού του τεράστιου, λαβυρινθώδους κτιρίου, εδραιώνοντας τις απόψεις για το χαρακτήρα του σε υψόμετρο 1.200 μέτρων.
Δύο είναι οι νέες είσοδοι, εκ των οποίων η πρώτη στη βορειοανατολική γωνία του ανακτόρου είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, διαθέτοντας και προθάλαμο με θρανία στις δύο πλευρές του. H είσοδος αυτή οδηγεί μέσω ενός μεγάλου διαδρόμου στο σπουδαίο ιερό της ανατολικής πτέρυγας, στο οποίο έχουν αποκαλυφθεί ήδη βαθμιδωτός βωμός και βόθρος.
Κατά την ανασκαφική έρευνα εντοπίστηκε και η είσοδος της νοτιοανατολικής γωνίας, η οποία όμως δυστυχώς δεν σώζεται σε καλή κατάσταση, καθώς υπέστη πολλές μετασκευές στα μεταγενέστερα χρόνια (μυκηναϊκά και ρωμαϊκά) αλλά και μεγάλη καταστροφή λόγω των αρχαιοκαπηλικών δράσεων της δεκαετίας του ’60. Φαίνεται, ωστόσο, πως ήταν μεγαλοπρεπέστατη, οδηγώντας με κλίμακες, που ξεκινούσαν από το κατώτερο επίπεδο του λόφου, όπου είναι κτισμένο το ανάκτορο, στην κεντρική αυλή του. Και οι δύο είσοδοι πάντως αποτελούν διαφορετικούς τύπους από αυτόν της κεντρικής βόρειας εισόδου, η οποία αρχιτεκτονικά είναι λιγότερο σύνθετη.
Μία ακόμη εσωτερική σκάλα αποκαλύφθηκε κατά την ανασκαφή, ενώ οι τοίχοι, μερικοί από τους οποίους σώζονται σε ύψος έως και τριών μέτρων, αποδεικνύουν ότι το κτήριο ήταν πολυώροφο. Οι μεγάλες του αίθουσες στήριζαν τους επάνω ορόφους με κεντρικούς πεσσούς ή κίονες. Τα δάπεδα, που ήρθαν και φέτος στο φως, άλλα από λαμπερό ασβεστόλιθο και άλλα βοτσαλωτά, υποδηλώνουν την πολυτέλεια που επικρατούσε στο εσωτερικό του, το ίδιο και τα τοιχογραφημένα κονιάματα που κοσμούσαν τα δωμάτια, δείγμα εκλέπτυνσης της εποχής και των κατοίκων του.
Σε πολυτελή χώρο, που βρίσκεται πάνω από το μεταλλουργικό εργαστήριο, ήρθαν στο φως σφραγίδες, η μία από τις οποίες, με παράσταση ιερού κόμβου, είχε πέσει από τον άνω όροφο, περίαπτα όπως αυτό σε σχήμα αχιβάδας, ρυτό με διακόσμηση σπειρών και τμήμα αγγείου με ανάγλυφη διακόσμηση μικρού χοίρου. Ρυτό σε σχήμα χοίρου έχει βρεθεί σε ιερά της Εποχής του Χαλκού, όπως της Φαιστού, και συνδέεται με τη μεταγενέστερη λατρεία του Κρηταγενούς Δία. Άλλωστε ήδη στη Ζώμινθο έχει βρεθεί λατρευτικό αγγείο (ρυτό) σε σχήμα χοίρου.
Σε διπλανό δωμάτιο, οι λίθινες θήκες που αποκαλύφθηκαν θα περιείχαν πολύτιμα αντικείμενα, τα οποία ασφαλώς πήραν μαζί τους οι ένοικοι αφήνοντας πίσω τους ελάχιστα λείψανα, όπως έναν μικρό χάλκινο σκαραβαίο, τοπική μίμηση των αιγυπτιακών, μία σφραγίδα και πολλά θαλάσσια όστρεα μη βρώσιμα, που δείχνουν ότι στην περιοχή λατρευόταν θεότητα στη θαλάσσια εκδοχή της, όπως γνωρίζουμε και από την Κνωσό. Πλήθος αγγείων εξάλλου βρέθηκε σε αποθέτη του ίδιου δωματίου.
Κατά τη φετινή ανασκαφική έρευνα αποκαλύφθηκαν επίσης χάλκινα αντικείμενα, όπως εγχειρίδια, λίθινα αγγεία, σφραγίδες, οστέινο πλακίδιο πού μοιάζει με αυτά πού κοσμούν το περίφημο ζατρίκιο της Κνωσού, τμήματα μεγάλων πίθων και πήλινων αγγείων, κεραμικοί τροχοί, καθώς και λείψανα κυψελών. Τα τελευταία δείχνουν την ενασχόληση των κατοίκων και με τη μελισσοκομία, εκτός βέβαια από την εκμετάλλευση της πλούσιας πανίδας και χλωρίδας του Ψηλορείτη. Αποδεικνύεται έτσι το εύρος και ο χαρακτήρας των δραστηριοτήτων των ενοίκων του ανακτόρου πάνω στο βουνό, που ήταν βεβαίως οικονομικός, πολιτικός και θρησκευτικός. Η σύνδεσή του αφενός με την Κνωσό –η πρώτη εγκατάσταση στη Ζώμινθο στα 1900 π.Χ. σχεδόν ταυτίζεται χρονολογικά με αυτήν της Κνωσού– και αφετέρου με το Ιδαίο Άντρο, που υπήρξε το σπουδαιότερο και ίσως παλαιότερο ιερό της Κρήτης, δείχνει τη μεγάλη σημασία του. Αυτός είναι ασφαλώς ο κύριος λόγος που και οι κατακτητές του νησιού, οι Μυκηναίοι αρχικά και οι Ρωμαίοι αργότερα, θέλησαν να το εκμεταλλευτούν στο έπακρο.
Πάμπολλα τμήματα ορείας κρυστάλλου τέλος, που προέρχονται από το εργαστήριο του συγκροτήματος, εντοπίστηκαν σε όλους τους χώρους του. Κάποια από αυτά μάλιστα είναι επεξεργασμένα, αφού θα αποτελούσαν ενθέματα σε ξύλινα σκεύη. Φέτος συνεχίστηκαν και οι εργασίες στο χώρο του μεταλλουργικού κλιβάνου αποκαλύπτοντας νέες κατασκευές. Άλλωστε σε διάφορους χώρους του κτηρίου βρέθηκαν σιδηρούχα πετρώματα τα οποία εξετάστηκαν από ειδικούς του Ιδρύματος Τεχνολογίας Έρευνας.
Υπενθυμίζεται ότι το ανάκτορο της Ζωμίνθου εντοπίστηκε και ένα τμήμα του ανασκάφηκε από τον Γιάννη Σακελλαράκη στη δεκαετία του ’80. Η τελευταία περίοδος των συστηματικών ανασκαφών άρχισε το 2004 και συνεχίζεται.