Τα αποτελέσματα των ανασκαφικών ερευνών στην αρχαία πόλη της Κύθνου (το σημερινό «Βρυόκαστρο») για το 2017, που πραγματοποιήθηκαν από τις 26 Ιουνίου έως τις 5 Αυγούστου, ανακοίνωσε η ανασκαφική ομάδα, επικεφαλής της οποίας είναι ο καθηγητής Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν.
Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, τα αποτελέσματα της έρευνας υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικά. Ειδικότερα «ολοκληρώθηκε η ανασκαφή των δύο κλασικών-ελληνιστικών μνημειακών κτιρίων που είχαν αρχίσει να ανασκάπτονται το 2016 (εικ. 1-2). Το Νότιο Κτίριο 1 (εικ. 2 δεξιά, εικ. 3), διαστάσεων 17,40×11,50 μ., το οποίο παρέμεινε σε χρήση και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, διαιρείται σε δύο χώρους που μοιράζονται ένα ενιαίο προστώο (B/Δ) με δωρική κιονοστοιχία (φέτος, στον πυθμένα της παρακείμενης αρχαίας δεξαμενής, βρέθηκε ένα ακέραιο κιονόκρανο από κογχυλιάτη λίθο που πιθανότατα προέρχεται από τη συγκεκριμένη στοά). Ο Βόρειος Χώρος Α (εικ. 3 αριστερά) σώζει βοτσαλωτό δάπεδο και τμήμα της υπερυψωμένης περιφερικής λωρίδας για την τοποθέτηση ανάκλιντρων. Όπως φάνηκε από μικρή διερευνητική τομή στη βορειοδυτική γωνία του χώρου, το αρχικό δάπεδο εδώ βρισκόταν περίπου 1 μέτρο χαμηλότερα αλλά δεν γνωρίζουμε ακόμη αν ήταν επίσης βοτσαλωτό. Πάντως, πολλά σπαράγματα από ένα δεύτερο δάπεδο, διακοσμημένο με γεωμετρικά κοσμήματα από μαύρα βότσαλα, βρέθηκαν στη δεξαμενή και δεν μπορούν να αποδοθούν στο νεότερο δάπεδο στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν μόνο λευκά βότσαλα. Δεν αποκλείεται βέβαια το “αταύτιστο” αυτό διακοσμημένο βοτσαλωτό δάπεδο να προέρχεται από τον όμορο προς νότον Χώρο Γ. Πράγματι, το ανώτερο δάπεδο του Χώρου Γ (εικ. 3 δεξιά) δεν σώζεται λόγω της διάβρωσης. Ωστόσο στο πίσω τμήμα του ήρθε στο φως η στιβαρή ορθογώνια υποθεμελίωση, διαστάσεων 1,20×0,80 μ., ενός βάθρου που εικάζουμε ότι υπήρχε εκεί και προοριζόταν για κάποιο λατρευτικό άγαλμα. Η βάση αυτή σχετίζεται με τη β’ (ρωμαϊκή) φάση του χώρου, όταν η πρόστυλη ενιαία στοά του κτιρίου δεν έστεκε πια όρθια και στο νότιο μισό του προστώου δημιουργήθηκε ένας πρόχειρος προθάλαμος με είσοδο από το νότο. Τότε φαίνεται τοποθετήθηκε ένα νέο κατώφλι πρόσβασης στο Χώρο Γ, περίπου ένα μέτρο ψηλότερα από το αρχικό δάπεδο του ίδιου χώρου, έκκεντρα ως προς τον κεντρικό άξονα της αίθουσας αλλά απέναντι ακριβώς από τη βάση του λατρευτικού αγάλματος.
»Στη νοτιοανατολική γωνία του Κτιρίου 1 υπάρχει προσαρτημένη απιόσχημη δεξαμενή, λαξευμένη στο φυσικό βράχο. Φέτος, με τη συνδρομή και εθελοντών σπηλαιολόγων των συλλόγων “ΣΠΕΛΕΟ”και “ΧΕΙΡΩΝ”, ερευνήθηκε διεξοδικά το εσωτερικό της που έχει βάθος άνω των 7,50 μ. και μέγιστη διάμετρο στον πυθμένα 6,80 μ. (εικ. 4-5). Περιείχε μεγάλες ποσότητες από ευμεγέθεις λίθους, ανάμικτους με λίγο χώμα αλλά και πολυάριθμα κινητά ευρήματα, κυρίως στήλες και γλυπτά, μαρμάρινα. Μεταξύ άλλων από το εσωτερικό της δεξαμενής προέρχονται πήλινα ειδώλια γυναικείων και παιδικών μορφών, πολύμιξοι λύχνοι, θραύσμα ελευσινιακού κέρνου, και τα εξής μαρμάρινα γλυπτά όψιμων κλασικών-ελληνιστικών χρόνων: δύο κεφαλές κοριτσιών (εικ. 6-7), δύο κορμοί γυμνών αγοριών (εικ. 8-9), μια κεφαλή γενειοφόρου (Ασκληπιού ή Σάραπη) (εικ. 10-11), ένα μικρό Εκαταίο (εικ. 12). Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν ότι το οικοδόμημα σχετίζεται με τη λατρεία του Ασκληπιού, όπως άλλωστε είχαμε προτείνει πέρσι, μεταξύ άλλων βασιζόμενοι στην εύρεση εντός της δεξαμενή ενεπίγραφου κιονίσκου των ρωμαϊκών χρόνων που έφερε το όνομα του θεού. Στη δεξαμενή βρέθηκαν φέτος και αρκετά αποτμήματα από μαρμάρινες αναθηματικές στήλες, ορισμένες από τις οποίες ήταν ενεπίγραφες. Μία εξ αυτών αφορά ανάθημα προς την “Αφροδίτη Συρία”. Η παρουσία λατρείας της Αφροδίτης στον συγκεκριμένο χώρο είχε υποστηριχθεί παλαιότερα, κυρίως λόγω της παρουσίας εδώ ενός μαρμάρινου αγάλματος που αποδόθηκε παλαιότερα από τον Π. Θέμελη στον Μεσσήνιο γλύπτη Δαμοφώντα και επιβεβαιώθηκε τόσο από την παραπάνω επιγραφή, όσο και από ένα ακέφαλο μαρμάρινο ελληνιστικό αγαλμάτιο ημίγυμνης Αφροδίτης που βρέθηκε φέτος στο στρώμα καταστροφής στη βάση του δυτικού αναλήμματος του συγκεκριμένου κτιρίου (εικ. 13-14). Με βάση λοιπόν τα φετινά ευρήματα, το Κτίριο 1 πρέπει να σχετίζεται όχι μόνο με τη λατρεία του Ασκληπιού, αλλά και με αυτήν της Αφροδίτης. Στην περιοχή μαρτυρείται επιγραφικά και λατρεία των “Σαμοθρακίων Θεών”. Αξιοσημείωτη, τέλος, είναι η παρουσία εντός της δεξαμενής, προς τα βαθύτερα στρώματα της επίχωσης που ανασκάφηκε, δύο μηριαίων ανθρώπινων οστών των οποίων η χρονολόγηση δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη.
»Ανατολικά της πρόσοψης του Κτιρίου 1, ερευνήθηκε εκ νέου η περιοχή του βωμού (σωζ. μήκους 6,20 μ., πλ. 2,85 μ.). Αυτός φαίνεται ότι δεν εκτεινόταν πέραν των ορίων του βόρειου μισού του κτιρίου, αν και εικάζουμε ότι εξυπηρετούσε τις σύνναες θεότητες.
»Το Κτίριο 2, βορειότερα (εικ. 2 αριστερά, εικ. 15), διαστ. 20,20×8 μ., διαθέτει τέσσερις περίπου τετράγωνους χώρους που ανοίγουν σε στενόμακρο διάδρομο. Το κτίριο πρέπει να διέθετε τουλάχιστον δύο θύρες στα ανατολικά. Σε β’ φάση πάντως, η πρόσβαση στο εσωτερικό του προστώου ήταν επίσης δυνατή τόσο από το νότο όσο και από το βορρά μέσω κτιστών βαθμίδων. Δυστυχώς τα δάπεδα χρήσης του κτιρίου έχουν παντού διαβρωθεί, ωστόσο η έρευνα των επιχώσεων λατύπης κάτω από αυτά απέδωσε και φέτος σημαντικά ευρήματα, των γεωμετρικών έως ελληνιστικών χρόνων, επιβεβαιώνοντας ότι το Κτίριο 2 κατασκευάστηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Σημαντική είναι η διαπίστωση ότι το ανάλημμα που εκκινεί από τη βορειοανατολική γωνία του κτιρίου καταλήγει στο Ανάλημμα 4 και το ιερό του Απόλλωνα και της Άρτεμης, δεκάδες μέτρα βορειότερα (εικ. 16, στο βάθος), επιβεβαιώνοντας ότι πρόκειται για ένα οικοδομικό πρόγραμμα μνημειοποίησης του θαλάσσιου μετώπου των ιερών και δημοσίων χώρων της Άνω Πόλης κατά την περίοδο αυτή. Η ακριβής χρήση του Κτίριου 2, ωστόσο, παραμένει ένα ζητούμενο, έως ότι συντηρηθούν και μελετηθούν τα κινητά ευρήματα που σχετίζονται με τη χρήση του (συμπεριλαμβάνονται πήλινα ειδώλια, μολύβδινα βάρη, εμπορικοί αμφορείς και πολλά θραύσματα από ανάγλυφους σκύφους).
»Η έρευνα της λωρίδας πλάτους 4 μ. ανάμεσα στα δύο κτίρια έφερε στο φως τη βαθμιδωτή άνοδο στο πλάτωμα των ιερών, η οποία απολήγει σε ένα απλό πρόπυλο (βλ. εικ. 2, 3, 15). Η περιοχή αυτή δέχτηκε κάποια σημαντική επέμβαση στα ρωμαϊκά χρόνια, όταν χώματα πυρακτωμένα, με πολλά οστά ζώων και κεραμική (κυρίως λύχνους των ελληνιστικών-ρωμαϊκών χρόνων), πιθανώς από την περιοχή του βωμού, συσσωρεύτηκαν εκεί και διαμορφώθηκε η πρόσβαση με τις βαθμίδες στη νοτιοανατολική γωνία του Κτιρίου 2. Αντίστοιχες βαθμιδωτές προσβάσεις στο πλάτωμα ήρθαν στο φως τόσο παράλληλα με τη νότια πλευρά του Κτιρίου 1 (εικ. 2, δεξιά) όσο και με τη βόρεια του Κτιρίου 2 (εικ. 15, αριστερά).
»Τέλος, σε απόσταση λίγων μέτρων ανατολικά του Κτιρίου 2, κατά τη δοκιμαστική έρευνα δύο τετραγώνων, αποκαλύφθηκε τμήμα παλαιότερου αναλημματικού τοίχου, κατασκευασμένου από μικρούς αργούς λίθους, που βαίνει παράλληλα προς το Κτίριο 2 (εικ. 2, 15), που πιθανώς σχετίζεται με την παλαιότερη φάση του χώρου, των γεωμετρικών-κλασικών χρόνων.
»Φέτος, τέλος, ξεκίνησε και η στερέωση και συντήρηση των ανασκαμμένων μνημείων της αρχαίας πόλης, αρχής γενομένης από το ναό του Απόλλωνος και της Άρτεμης (ανασκαφή 2002-2006), σε στενή συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.
»Με την έρευνα του συγκεκριμένου χώρου της Άνω Πόλης της Κύθνου συνδέθηκαν πλέον χωροταξικά οι δύο περιοχές με μερικά από τα σημαντικότερα ιερά της Κύθνου (εικ. 16-17). Υπενθυμίζεται ότι λίγα μέτρα βορειότερα (εικ. 16) ανασκάφηκε μεταξύ 2002 και 2006 ένας ιδιαίτερα σημαντικός ναός, σε λειτουργία από τον 7ο αι. π.Χ. έως και τον 1ο π.Χ. – 1ο μ.Χ. αι., με ασύλητο “άδυτο” που περιείχε πολυάριθμα πολύτιμα αναθήματα. Το ιερό αυτό ήταν αφιερωμένο κατά πάσα πιθανότητα στον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Νοτιότερα του Ασκληπιείου και του Αφροδίσιου εκτείνεται η Ακρόπολη (εικ. 17) με τα άσκαφα ακόμα ιερά της, ανάμεσα στα οποία προεξέχουσα θέση φαίνεται ότι είχε το ταυτισμένο από τα επιφανειακά ευρήματα ιερό της Δήμητρας. Θα ήταν ευκταίο οι ζώνες αυτές πλέον να απαλλοτριωθούν στο σύνολό τους και να αποτελέσουν έναν επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο που θα συνδυάζεται με τα εκθέματα του νέου αρχαιολογικού μουσείου του νησιού, το οποίο, ως γνωστόν, εντάχθηκε πέρσι στο ΕΣΠΑ και βρίσκεται στο στάδιο της κατασκευής από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.
»Η ανασκαφή της Κύθνου πραγματοποιήθηκε από τον Τομέα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας Αλέξανδρου Μαζαράκη Αινιάν, με τη συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. Εκτός των παραπάνω φορέων, τις έρευνες στήριξαν οικονομικά και η ΓΓ Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, ο Δήμος Κύθνου και κυρίως ο γενναιόδωρος χορηγός, κύριος Αθανάσιος Μαρτίνος» καταλήγει η ανακοίνωση.