Το αποκλειστικά συνδρομητικό πλέον περιοδικό «Αρχαιολογία και Τέχνες» μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (No 124), το οποίο θα σταλεί σύντομα στους συνδρομητές του.
Το τεύχος του Αυγούστου ανοίγει με τη συνέντευξη που έδωσε η δρ Μάνθα Ζαρμακούπη στην Αγγελική Ροβάτσου. Από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ όπου διδάσκει στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών, Αρχαίας Ιστορίας και Αρχαιολογίας, η δρ Ζαρμακούπη μίλησε για δύο από τους πιο φημισμένους τόπους της αρχαιότητας –τη Δήλο και τον κόλπο της Νάπολης– που μελετά εδώ και χρόνια, αλλά και για το πώς από την αρχιτεκτονική πέρασε στην αρχαιολογία, εξηγώντας: «Σ’ αυτή την πορεία μεταξύ αρχιτεκτονικής και αρχαιολογίας, ουσιαστικά εγώ ακολούθησα τα ερωτήματά μου».
Στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος» η Ολυμπία Μπομπού (Πανεπιστήμιο του Aarhus/UrbNet) παρουσιάζει τη συλλογή εκμαγείων του πανεπιστημιακού μουσείου της Οξφόρδης Ashmolean, «μια από τις μεγαλύτερες συλλογές του είδους, με πάνω από 1.000 αντικείμενα από την Αρχαϊκή περίοδο μέχρι την Ύστερη Αρχαιότητα».
Ο δρ Σταύρος Βλίζος, στο άρθρο του με τίτλο «O Θρόνος του θεού», παρουσιάζει τον οικισμό και το ιερό των Αμυκλών που βρίσκεται περίπου 5 χλμ. νότια της Σπάρτης. Το Αμυκλαίον, γράφει, «ξεπερνούσε κατά πολύ τις ανάγκες της τοπικής θρησκευτικότητας, εκτονώνοντας τόσο τα καθημερινά αιτήματα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, όσο και τις πιεστικές εντάσεις του ιστορικού βίου της Σπάρτης».
«Η χώρα των Εσπερίων Λοκρών» είναι το θέμα που πραγματεύεται ο αρχαιολόγος Νικόλαος Πετρόχειλος, ο οποίος, μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι «το κεφάλαιο για την ιστορία των Εσπερίων Λοκρών είναι εξαιρετικά δυσανάγνωστο, καθώς εκτός από τις πενιχρές φιλολογικές μαρτυρίες λείπουν και τα αρχαιολογικά δεδομένα». Εκείνος, ωστόσο, παρουσιάζει όλα τα σημαντικά ανασκαφικά ευρήματα που συμπληρώνουν τις γραπτές πηγές και φωτίζουν μια μακραίωνη ιστορία.
Ο δρ Νίκος Μερούσης μας ταξιδεύει στον κόσμο της αρχαίας Χίου, «έναν κόσμο ερμητικά κλειστό, κατά βάση άφαντο από τα βυζαντινά χρόνια και μετά». Μέσα από το χρονικό των ανασκαφικών ερευνών στο νησί, παρουσιάζονται οι άνθρωποι που έθεσαν ως στόχο τους «την αποκάλυψη και την ανασύνθεση της αρχαίας ιστορίας και του πολιτισμού της Χίου».
«Τα υλικά της Ιστορίας – Τέχνες, τεχνικές, εργαστήρια στην Ύστερη Αρχαιότητα» είναι ο τίτλος του άρθρου της τεχνολόγου αρχαίου υφάσματος, Σοφίας Τσουρινάκη. «Τα προερχόμενα από αρχαιολογικές ανασκαφές ενδύματα, συχνά μεταχειρισμένα και επιδιορθωμένα, καθίστανται άμεσοι μάρτυρες του ιστορικού περιβάλλοντος που τα δημιούργησε. Ως αρχαιολογικά ευρήματα, έχουν αποτελέσει πολύτιμη πηγή πληροφοριών τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ με τη λεπτομερή καταγραφή των τεχνικών τους χαρακτηριστικών (υφαντικά υλικά, δομή, τεχνικές ύφανσης, χρωματισμοί) πιστοποιούν την ευδαίμονα ποικιλία του υφαίνειν και εμβαθύνουν τη γνώση μας όσον αφορά στην αρχαία υφαντική τεχνογνωσία» αναφέρει στην εισαγωγή της η κα Τσουρινάκη.
Ο ομότιμος καθηγητής Παλαιοντολογίας-Γεωλογίας, δρ Γεώργιος Θεοδώρου, και ο επίκουρος καθηγητής Παλαιοντολογίας Σπονδυλωτών, δρ Σωκράτης Ρουσιάκης, μας συστήνουν «Τα άγρια ζώα της Αττικής και της Εύβοιας» μέσα από τα εντυπωσιακά ευρήματα των παλαιοντολογικών ανασκαφών στο Πικέρμι και την Κερασιά. Παράλληλα τονίζουν την ανάγκη ανάδειξης αυτής της σπουδαίας και πολύ πλούσιας φυσικής κληρονομιάς.
Στο άρθρο της «Αινιγματικές ταφές κρυμμένες σε σπίτια της Κυπαρισσίας», η αρχαιολόγος Γκέλυ Φράγκου παρουσιάζει τα σημαντικά ευρήματα που προέκυψαν από σωστική ανασκαφή στην Κυπαρισσία, η οποία αποκάλυψε μεγάλο τμήμα του οικιστικού συνόλου της πόλης του 4ου αι. μ.Χ. Τις εντυπώσεις κλέβουν οι χωριστές ταφές τεσσάρων νηπίων, ενός παιδιού και μιας ενήλικης γυναίκας μέσα στον οικισμό, κάτω από δάπεδα και κοντά σε τοίχους. Δεδομένου ότι ταφές εντός οικισμών ανήκουν σε πολύ πιο πρώιμες εποχές, η αποκάλυψη ενός τέτοιου φαινομένου στα ρωμαϊκά χρόνια αναζητεί την αρχαιολογική του ερμηνεία.
«Ένα φράγκικο κάστρο σαν τα άλλα της Πελοποννήσου έμελλε να γίνει η Βυζαντινή Καστροπολιτεία που τον τελευταίο ενάμιση αιώνα πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε κέντρο δημιουργίας για την τέχνη, ελπίδας για τη συνέχεια και καταφυγής για τη διανόηση και την ηγεσία πριν από την παράδοση. Μπολιάστηκε με την υψηλή τέχνη της πρωτεύουσας, δημιούργησε ελπίδες για μια αναγέννηση και συνετρίβη από την ιστορική συγκυρία». Η βυζαντινολόγος Ασπασία Λούβη-Κίζη, στον Οδηγό που έγραψε για το περιοδικό, παρουσιάζει συνοπτικά την ιστορία του Μυστρά, μέσα από μια περιήγηση στα σημαντικότερα μνημεία του.